Αν όχι τώρα, πότε;

«Τα παιδιά μας είναι η πρώτη γενιά στην ιστορία που αναγκάζεται να ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη». Μέσα σε λίγους μήνες μεγάλωσε απότομα. Ένα βίαιο ηλικιακό άλμα μετέτρεψε την όψη του εικοσπεντάχρονου σ’ ενός μεσήλικα. Αντίκρισα ένα βλέμμα σκοτεινό, χαμένο στη σκιά της θλίψης. Η έκφρασή του ήταν παγωμένη και είχε μια παράταιρη σοβαρότητα –τουλάχιστον […]

Parallaxi
αν-όχι-τώρα-πότε-10167
Parallaxi
1.jpg

«Τα παιδιά μας είναι η πρώτη γενιά στην ιστορία που αναγκάζεται να ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη».

Μέσα σε λίγους μήνες μεγάλωσε απότομα. Ένα βίαιο ηλικιακό άλμα μετέτρεψε την όψη του εικοσπεντάχρονου σ’ ενός μεσήλικα. Αντίκρισα ένα βλέμμα σκοτεινό, χαμένο στη σκιά της θλίψης. Η έκφρασή του ήταν παγωμένη και είχε μια παράταιρη σοβαρότητα –τουλάχιστον για την περίσταση. Και το χαμόγελο ήταν ανέκφραστο, σπασμένο. Μεγάλου ανθρώπου.

Είχα αρκετό καιρό να τον δω. Κι αυτός είχε πολύ καιρό να βγει έξω.

Ήταν το πρώτο του ρεπό μετά από τρεις ολόκληρες εβδομάδες συνεχούς καθημερινής δουλειάς. Με Σάββατα και Κυριακές. Η σύμβασή του, βέβαια, προβλέπει δυο μέρες ρεπό την εβδομάδα αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα –ειδικά τώρα πια.

Για να είμαι πιο ακριβής, ο νόμος επιβάλλει δυο ημέρες ρεπό την εβδομάδα, γιατί οι οδηγοί τουριστικών λεωφορείων πρέπει να ξεκουράζονται. Μεταφέρουν ανθρώπινες ψυχές –μαθητές σχολείων, εργαζόμενους σε εργοστάσια, εκδρομείς, φίλαθλους, προσκυνητές. Από τη μια άκρη της χώρας στην άλλη. Και στο εξωτερικό όποτε χρειαστεί. Μέρα και νύχτα.

Κι ο Γιώργος είναι οδηγός τουριστικού λεωφορείου σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο επαρχιακής πόλης. Η Κατερίνα, η κοπέλα του, που περιμένει το πρώτο τους παιδί, είναι εδώ και ενάμιση χρόνο άνεργη.

«Έχω ξεχάσει πώς είναι να βρίσκεσαι έξω με κόσμο», ήταν η πρώτη του κουβέντα μόλις κάτσαμε για φαγητό. Ύστερα σώπασε για ώρα.

Η συντροφιά είχε στην αρχή διάθεση για γέλια και εκτόνωση. Αυτός όμως δεν συμμετείχε. Χαμογελούσε ευγενικά και διακριτικά. Τον κοίταζα με την άκρη του ματιού μου και αισθανόμουν πως αδημονούσε να γυρίσει η κουβέντα στα μονοπάτια της κρίσης, της πολιτικής κατάστασης, της δόσης που περιμένουμε για να …μας σώσει, των αδιεξόδων του καθενός μας για να αρπάξει την ευκαιρία και να ανοίξει την ψυχή του. Έμοιαζε μπουκωμένος κι ήθελε να μιλήσει. Ήταν φανερό.

Για τον Γιώργο, άλλωστε, η εργασιακή πίεση είναι μια σωρευτική διαδικασία αρνητικών εμπειριών που ξεκίνησε πρόωρα και τον έχει ενηλικιώσει βίαια. Σε συμπυκνωμένο χρόνο. Έχει ήδη υποστεί μια απόλυση χωρίς αποζημίωση στα 22 του, όταν η εταιρεία στην οποία δούλευε έκλεισε λόγω της κρίσης. Ακολούθησε μια διετία στην οποία έδινε έναν αγώνα δουλεύοντας, όπου έβρισκε και όποτε έβρισκε μεροκάματα, για ελάχιστα χρήματα. Πνιγμένος πάντα στην ανασφάλεια.

Θυμάμαι πως ένα βράδυ εκείνη την περίοδο, καθώς η συζήτηση στην ηλικιακά ανομοιογενή παρέα μας είχε ανάψει, ρώτησα τους νεότερους που ήταν αγριεμένοι: «Και γιατί δεν βγαίνετε στους δρόμους, γιατί δεν ξεσηκώνεστε εσείς; Εμείς τα σκατώσαμε.»

«Γιατί δεν προλαβαίνουμε. Ψάχνουμε για δουλειά. Δεν μας μένει χρόνος και κουράγιο», μου είχε απαντήσει τότε ο Γιώργος.

Η κρίση είχε αρχίσει να μας δείχνει πια για τα καλά τα δόντια της και η αθωότητα εγκατέλειπε σιγά-σιγά τους αμέριμνους νέους.

Λίγο αργότερα προέκυψε η …σταθερή δουλειά στο ταξιδιωτικό γραφείο. Πάνε εννιά μήνες τώρα. Και έτσι, αποφάσισαν με την Κατερίνα, κόντρα στη μαυρίλα, να παλέψουν και το όνειρό τους για τη ζωή.

«Αν δεν το κάνουμε τώρα που είμαστε νέοι, πότε;», μου είχαν πει με μια, σχεδόν ένοχη, χαρά όταν μου εκμυστηρεύτηκαν ότι σχεδίαζαν να ζήσουν μαζί.

Η κουβέντα γύρισε γρήγορα στα θέματα που περίμενε ως καταλύτη ο Γιώργος. Άλλωστε, μόλις μαθαίνεις τα πρώτα νέα του άλλου, τα βασικά δηλαδή, σηκώνονται ντουβάρια στην επικοινωνία. Δεν έχεις πια όμορφα πράγματα να μοιραστείς, κεφάτες ιστορίες να διηγηθείς, σχέδια και όνειρα να εκμυστηρευτείς. Μετράς θυμούς. Ρίχνει ο καθένας στο τραπέζι την οργή του, τους σκοτεινούς συλλογισμούς του, τα παθήματά, τις αγωνίες του. Γρήγορα αρχίζουν κι οι αψιμαχίες… Χάθηκε η χαρά. Μόνο κάτι νευρικά γέλια, σχεδόν υστερικά, σαν ξέσπασμα λύνουν τον κόμπο καμιά φορά.

Κι ο Γιώργος, σαν ποταμός, περίμενε να λύσει τους δικούς του κόμπους. Άρχισε να μιλάει με ένα βάρος ενοχής που δεν του αναλογούσε, λες κι ήταν υπεύθυνος μιας τραγωδίας η οποία όμως δεν συνέβη ποτέ. Με χαμηλή φωνή. Μόνο ο ρυθμός της ανάσας και τα κόκκινα μάτια του πρόδιδαν την εσωτερική του ένταση.

«Θα πάρω ανθρώπους στο λαιμό μου. Θα σκοτωθώ κι εγώ, αλλά θα πάρω ανθρώπους στο λαιμό μου κάποια μέρα. Το καταλαβαίνετε αυτό που σας λέω;» Έτσι άρχισε. Κι αυτήν την κουβέντα την επανέλαβε πολλές φορές όσο μιλούσε -σχεδόν μηχανικά.

Παγώσαμε. Γυρίσαμε όλοι τα μάτια μας προς αυτόν και αφεθήκαμε να ακούμε επί ώρες ένα εικοσπεντάχρονο παλικάρι να μας διηγείται, χωρίς αποχρώσεις στον τόνο της φωνής, χωρίς ένταση, ιστορίες μιας βάρβαρης καθημερινότητας.

Δίπλα του η Κατερίνα του κρατούσε το χέρι -«δεν μου τα λέει όλα για να μην αγχώνομαι».

Μας διηγήθηκε, ας πούμε, για μια μέρα που ξεκίνησε στις 4:30 τα χαράματα με τη μεταφορά της πρώτης βάρδιας σε εργοστάσιο έξω από την πόλη –καθημερινό του καθήκον. Και αμέσως μόλις επέστρεψε, στις 8:30, χωρίς διακοπή, ξεκίνησε ένα ταξίδι αυθημερόν για τη μετακίνηση φιλάθλων σε ποδοσφαιρικό αγώνα. Σε μια πόλη που απέχει 450 περίπου χιλιόμετρα -σύνολο 900. Χωρίς δεύτερο οδηγό, όπως επιβάλλεται και με μια μόνο στάση. Αμέτρητες ώρες στο τιμόνι. Άυπνος, χωρίς φαγητό και καταταλαιπωρημένος. Με το κεφάλι βαρύ και τα βλέφαρα να κλείνουν.

«Προς το τέλος της διαδρομής προσπαθούσα, με μικρές στάσεις στην άκρη του δρόμου, να πάρω λίγο αέρα, να παλέψω με την υπνηλία, να συνέλθω για να μην συμβεί κανένα κακό. Τα τελευταία χιλιόμετρα μου φάνηκαν αιώνας. Έφτασα στις 3:30 τα χαράματα πίσω και στις 4:30 ήταν προγραμματισμένο το πρωινό δρομολόγιο της βάρδιας του εργοστασίου. Μετά από 23 ολόκληρες ώρες στο πόδι. Στο μεσοδιάστημα έπρεπε να συμμαζέψω και να καθαρίσω το λεωφορείο –το πεδίο μάχης που άφησαν πίσω τους οι έξαλλοι οπαδοί που, σε όλη τη διαδρομή, κάπνιζαν και έπιναν ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς μέχρι να αποκοιμηθούν. Νόμιζα ότι θα καταρρεύσω από την κούραση. Όμως η μέρα μόλις ξεκινούσε για μένα…»

Ο νόμος προβλέπει ότι ο χρόνος οδήγησης δεν επιτρέπεται να υπερβεί τις οκτώ ώρες ημερησίως και τις σαράντα ώρες εβδομαδιαίως –ψιλά γράμματα προφανώς. Ψιλά γράμματα και για τους αστυνομικούς που συνόδευαν σε όλη τη διαδρομή της επιστροφής το λεωφορείο για το φόβο επεισοδίων (άλλαζαν στα όρια των διοικητικών περιφερειών) και δεν έλεγξαν τον ταχογράφο του οχήματος. Μια συσκευή, υποχρεωτική από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία για όλα τα τουριστικά λεωφορεία, προκειμένου να καταγράφονται και να ελέγχονται οι ώρες εργασίας των οδηγών και τα διαλείμματά τους. Εκεί θα έβλεπαν, λοιπόν, πως ο Γιώργος συμπλήρωσε 23 απάνθρωπες ώρες εργασίας.

Απάνθρωπες για τον ίδιο, επικίνδυνες για τους επιβάτες του αλλά και για άλλους οδηγούς στο δρόμο.

Μικρή σημασία έχει αν η σύμβαση του Γιώργου αναφέρει ότι εργάζεται πέντε ώρες την ημέρα για πέντε ημέρες την εβδομάδα. Ένα τέτοιο παλιόχαρτο είναι υποχρεωμένος να υπογράφει και να προσκομίζει στο τέλος κάθε μήνα στην επιθεώρηση εργασίας. Όλα καλά, σωστά και «νόμιμα». Όλοι συνεπείς και ευχαριστημένοι στην Ελλάδα που καταρρέει.

Μας είπε και άλλες παρόμοιες ιστορίες. Όλες με την ίδια αγωνία. Την αγωνία μιας τραγωδίας που μπορεί από μέρα σε μέρα να συμβεί. Ιστορίες που αποτυπώνουν την τσαλαπατημένη αξιοπρέπεια ενός νέου ανθρώπου που εργάζεται φιλότιμα αλλά συνθλίβεται γιατί δεν έχει επιλογές. Ενός ανθρώπου εγκλωβισμένου ανάμεσα στις υποχρεώσεις του και στην ανάγκη.

«Και γιατί δεν ζητάς τα νόμιμα ρεπό σου τουλάχιστον; Ή έστω κάποια παραπάνω ρεπό; Να παίρνεις μια ανάσα, να κοιμηθείς λίγο περισσότερο καμιά μέρα», τον ρώτησε ένας φίλος ακούγοντας τον απολογισμό του ύπνου του: «τους τελευταίους μήνες δεν υπάρχει βράδυ που να κοιμήθηκα πάνω από τέσσερις ώρες».

«Γιατί θα με διώξουν», ήταν η απάντηση. Απλή και ψύχραιμη. «Όταν τόλμησα να ζητήσω ρεπό μετά από ένα ταξίδι έξι ημερών στη Γαλλία, αφού δεν πήρα ούτε ευρώ παραπάνω για όλες τις επιπλέον δουλειές που αναγκάστηκα να κάνω, μια και το λεωφορείο δεν είχε συνοδό, μου έδειξαν μια στοίβα βιογραφικών και μου είπαν ότι όλοι αυτοί περιμένουν… Ύστερα, υπονόησαν ότι, κανονικά θα έπρεπε εγώ να καλύψω το κόστος των 500 ευρώ για ζημιές που προκάλεσαν επιβάτες σε ένα ξενοδοχείο και το θέμα έληξε.

Δεν έχω την πολυτέλεια να μείνω χωρίς δουλειά. Η Κατερίνα άνεργη. Το μωρό έρχεται σε λίγο. Τι λέτε; Ότι μου αρέσει αυτό που ζω; Κάθε μέρα μου έρχεται να πάω στην επιθεώρηση εργασίας και να καταγγείλω όσα συμβαίνουν. Μα δεν θα γίνει τίποτα. Ποιος θα νοιαστεί. Αυτοί θα τα βρουν κι εγώ θα χάσω τη δουλειά μου.

Για μένα το πήρα απόφαση. Το θέμα είναι μην κοιμηθώ στο τιμόνι. Μην πάρω ανθρώπους στο λαιμό μου. Μόνο αυτό φοβάμαι.»

Ξανά και ξανά. Η ίδια αγωνία. Ο Γιώργος ξέρει τα δικαιώματά του –όσα απέμειναν ακόμη τουλάχιστον. Έχει χάσει όμως πια την πίστη του. Δεν εξεγείρεται με τις συνθήκες της δουλειάς του γιατί είναι σίγουρος ότι δεν υπάρχει θεσμός για να τον προστατέψει. Θα βγει χαμένος. Δεν είναι διατεθειμένος να δώσει μια άνιση μάχη με προδιαγεγραμμένη έκβαση. Έχει αποκτήσει ένα πικρό ρεαλισμό –πόσο άδικο για την ηλικία του! Και βέβαια, η ανεργία δεν παλεύεται.

Αυτό που κυρίως, όμως, φοβάται, είναι μήπως κάποια στιγμή καταρρεύσει και προκαλέσει κακό σε άλλους.

Είχα μπροστά μου ένα παλικάρι που αντί να γελάει, αντί να μιλάει για το μωρό που περιμένει, αντί να σχεδιάζει το μέλλον μας ξεναγούσε σε σκοτεινές ιστορίες που πάγωναν την ψυχή. Αμήχανη άκουγα το θύμα μιας ανήθικης ομηρίας η οποία υπερβαίνει τις δικές του δυνάμεις. Ακουμπούσε σε μας, στους δικούς του ανθρώπους, τις βαθιές του αγωνίες –δεν ένιωθε όμως ανακούφιση, ήταν φανερό.

«Λέμε ευτυχώς που έχει δουλειά. Αλλά πεθαίνω κάθε μέρα από την αγωνία μην πάθει κακό. Δεν ζούμε πια.Δεν συναντιόμαστε καθόλου, δεν μιλάμε, δεν γελάμε… Ούτε στο γιατρό για να κάνουμε τον υπέρηχο για το μωρό δεν πάμε μαζί. Δεν ζούμε.

“Αν δεν το κάνουμε τώρα που είμαστε νέοι, πότε;».

Αυτήν τη φορά, χωρίς χαρά –έστω και ένοχη- το ερώτημα της Κατερίνας έμεινε αναπάντητο.

*«Τρεις γενιές. Από την κόλαση στον παράδεισο και από τον παράδεισο στην κόλαση. Οι τοίχοι του κελιού μας έχουν σήμερα τόσο ψηλώσει, που έχουν κρύψει τον παράδεισο. Όμως, ύστερα από τόσους αγώνες για ένα κομμάτι πικρό ψωμί, τίποτα δεν μας υποχρεώνει να επιστρέψουμε στην κόλαση». – Σε italic στην αρχή του κειμένου και στο τέλος, αποσπάσματα από δημοσίευμα του Ρούσσου Βρανά στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (ΔΡΟΜΟΙ 01.02.10)

*H φωτογραφία είναι του Γιάννη Κούρτογλου της Stereosis

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα