Η φωνή (μας)
Για χρόνια δεν ήμουν ικανός να χάσω τίποτα. Ούτε καν τα κλειδιά μου. Ούτε και την αυτοκυριαρχία μου. Και φυσικά ούτε τη φωνή μου. Ούτε μια φορά στη ζωή μου δεν βράχνιασα. Ήμουν ο άνθρωπος που ποτέ δεν έχασε τίποτα. Όχι πια. Τώρα έχω αρχίσει να καταλαβαίνω: Όσο χάνω πράγματα, τόσο θα τη βρίσκω. Μιλώ […]
Για χρόνια δεν ήμουν ικανός να χάσω τίποτα. Ούτε καν τα κλειδιά μου. Ούτε και την αυτοκυριαρχία μου. Και φυσικά ούτε τη φωνή μου. Ούτε μια φορά στη ζωή μου δεν βράχνιασα. Ήμουν ο άνθρωπος που ποτέ δεν έχασε τίποτα. Όχι πια. Τώρα έχω αρχίσει να καταλαβαίνω: Όσο χάνω πράγματα, τόσο θα τη βρίσκω. Μιλώ για τη φωνή μου. Δεν ξέρω αν το αντιλήφθηκε κανείς. Εδώ και δύο ολόκληρα χρόνια, δεν μπορούσα να μιλήσω, πλήρης αλαλία. Είχα χάσει τη φωνή μου. Ξεκίνησε απολύτως ξαφνικά ένα πρωί. Κι είχα πάντα μια ωραία φωνή, μπάσα, δυνατή. Μια ωραία αντρική φωνή, πραγματικά αντρική.
Συνέβη πρόπερσι: Είχα πάει να νίψω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη του μπάνιου, μετά από έναν βραδινό ύπνο επιβαρυμένο με όνειρα ούτε λίγα ούτε ευχάριστα. Το νερό της βρύσης έτρεχε ορμητικό, έριξα επάνω μου αρκετό για να συνέλθω. Δοκίμασα να τραβήξω την οδοντόβουρτσα από το ποτήρι, όπου συνήθως την αφήνω, το ποτήρι πέφτει και σπάει. «Τι στο διάολο, πρωί πρωί»: αυτή τη δύσθυμη φράση σχημάτισε το στόμα μου, αλλά ούτε ο παραμικρός ήχος, καμιά φωνή δεν βγήκε μέσα απ’ το λαρύγγι μου. Δοκίμασα ξανά. Τίποτα. Η πλήρης αφωνία μου κράτησε για δύο πλήρη χρόνια. Δεν ανησύχησα πολύ. Μόνο εξόρισα τον εαυτό μου από τις κοινωνικές συναναστροφές. (Δεν ήθελα κάποιος να καταλάβει και να με λυπηθεί.) Ώσπου πριν μια εβδομάδα ακριβώς, η φωνή μου, ξαφνικά εντελώς, σαν να επανήλθε. Σχεδόν φυσιολογική, σχεδόν. Ηχεί βέβαια λίγο διαφορετικά πια. Πιο ψιλή, μακρόσυρτη, κάποιες στιγμές θαμπή. Μοιάζει με τη φωνή μιας μεγάλης γυναίκας ή ενός κοντράλτο αγοριού. Είναι κάπως ασταθής και αβέβαιη, και τρέμω μην χάσω και αυτή (είναι η μόνη που έχω – καλή, κακή, δεν έχει σημασία).
Γι’ αυτό φροντίζω πλέον να χάνω πράγματα διαρκώς. Το έχω αντιληφθεί: Όσο χάνω πράγματα, τόσο σταθεροποιώ και κερδίζω αυτή τη νέα φωνή. (Αφού δεν είμαι και καθόλου σίγουρος πως χρειάζομαι πίσω την παλιά. Το αντίθετο θα έλεγα, το αντίθετο.) Λίγο πριν λήξει η πλήρης μου αφωνία, είχα κάνει ήδη μερικές κινήσεις προς μια νέα αρχή: Είχα προλάβει να χάσω το λεωφορείο. Μετά το αγαπημένο μου βιβλίο (πού πήγε;). Αμέσως μετά τον αγαπημένο μου άνθρωπο (με άφησε). Αργότερα, τα χρήματά μου (τι θ’ απογίνω;) Ύστερα, τις περισσότερες βεβαιότητές μου (δεν είχα και πολλές). Σήμερα συνεχίζω τις ευεργετικές απώλειες: Μόλις έχασα τα κλειδιά μου, και είμαι ακόμη κλεισμένος έξω από το σπίτι μου. Μετά, έχασα τον προσανατολισμό μου. Ακόμη δεν έχω μπορέσει να βρω έναν κλειδαρά (πού είναι τα καταστήματά τους; Γιατί δεν βρίσκω πουθενά τα τηλέφωνά τους για να τους κουτσομιλήσω; Τόση δουλειά έχουν όλοι τους; Σήμερα βρήκαν να κλειδωθούν όλοι οι κάτοικοι έξω από τα σπίτια τους; Αυτό είναι κάπως εξωφρενικό). Σε λίγο, είμαι αποφασισμένος να χάσω και το τελευταίο: την αυτοκυριαρχία μου. Λέω να αρχίσω να φωνάζω δυνατά, ας το πω καλύτερα κραυγάζω, ας το πω καλύτερα ουρλιάζω, στη μέση αυτή του δρόμου. Όλοι θα βλέπουν έναν σαρανταδυάχρονο άντρα να φωνάζει, κραυγάζει, ουρλιάζει με μία ψιλή, μακρόσυρτη, αλλόκοτη φωνή το κείμενο ακριβώς αυτό, ολόκληρο. Ναι, τώρα, στη μέση μιας πλατείας. Έχω, δε, τη βάσιμη υποψία πως όταν κατορθώσω να χάσω τελείως και τον εαυτό μου, θα έχω για πάντα ωφεληθεί. Όλοι μου οι στόχοι στο εξής συγκλίνουν προς την κατεύθυνση αυτή: πρέπει να χάσω τον εαυτό μου. Πρέπει επειγόντως να χάσω τον εαυτό μου για να σταθεροποιηθεί μέσα μου αυτή η καινούρια μου φωνή.
Βρίσκομαι στη μέση της πλατείας. Όλοι βλέπουν έναν σαρανταδυάχρονο άντρα που φωνάζει, κραυγάζει, ουρλιάζει με τη νέα ψιλή, μακρόσυρτη, αλλόκοτη φωνή του. Κραυγάζω και ουρλιάζω το κείμενο αυτό. Από το λογίδριό μου, έχω εξορίσει τα σύμφωνα, για να κυλά καλύτερα το κείμενό μου, για να μπορεί να κυλάει σαν υδράργυρος το κείμενό μου. Μόνο τις κραυγές των φωνηέντων έχω κρατήσει. Έτσι, ό, τι ακούτε από το κείμενο αυτό ηχεί, νομίζω, τώρα ως εξής: αααααααααααααααααααεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεειιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιοοοοοοοοοοοοο. Γύρω, όλοι στέκουν και με κοιτούν. Κανείς δεν με αναγνωρίζει. Ούτε κι εγώ αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Αλλά κι εσείς –σας βλέπω– δεν αναγνωρίζετε. Τον δικό σας. Και ευτυχώς. Η εξέλιξη αυτή μου φαίνεται πραγματικά ευχάριστη. Νομίζω τώρα πως το πρώτο στάδιο της διαδικασίας ολοκληρώθηκε.