Τρεις μέρες στην Αθήνα…
Τρεις μέρες στην Αθήνα. Ξαφνική ζέστη, λίγη κίνηση. Η πόλη μουδιασμένη. Σα να μη θέλει τίποτα, σα να μην έχει κανέναν. Το κέντρο ημιφωτισμένο, οι πωλήτριες καπνίζουν στις πόρτες των μαγαζιών. Θα κλείσουν και θα πάρουν το μετρό. Από τις έντεκα στο κρεβάτι, θα ονειρευτούν τη ζωή μιας άλλης. Σα να μην αντέχει η ζωή […]
Τρεις μέρες στην Αθήνα. Ξαφνική ζέστη, λίγη κίνηση. Η πόλη μουδιασμένη. Σα να μη θέλει τίποτα, σα να μην έχει κανέναν. Το κέντρο ημιφωτισμένο, οι πωλήτριες καπνίζουν στις πόρτες των μαγαζιών. Θα κλείσουν και θα πάρουν το μετρό. Από τις έντεκα στο κρεβάτι, θα ονειρευτούν τη ζωή μιας άλλης. Σα να μην αντέχει η ζωή τους τίποτα, σα να μην περιμένουν κανέναν.
Περπατάς. Ομόνοια και γύρω. Στο Εθνικό, ο Μπομπ Ουίλσον κάνει ακρόαση για να βρει τους ιδανικούς για την «Οδύσσειά» του, στους παράδρομους διάφοροι και διάφορες σου πασάρουν ανήλικες νιγηριανές, φούντα, βιντεοκάμερες… Συνεχίζεις να περπατάς – το περπάτημα είναι δωρεάν. Όχι πάντα. Χίλιοι κι ένας τύποι βγαίνουν μπροστά σου. Θέλουν τσιγάρο, θέλουν πενήντα λεπτά για να πάρουν μια τυρόπιτα, θέλουν ένα βλέμμα. Δεν ζητιανεύουν, σχεδόν απαιτούν. Είναι θρασείς, με το θράσος του τρομαγμένου ανθρώπου. Θυμωμένοι, με το θυμό του νικημένου. Σε κοιτούν κατευθείαν στο πρόσωπο, παίζουν στα ίσα με το ενοχικό σου, φλερτάρουν τα δικά σου σκοτάδια, πέφτουν μετωπικά πάνω στο φόβο σου. Πολλοί κοιμούνται στις γωνίες, σε χαρτόκουτα και τριμμένες κουβέρτες.
Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο αριθμός των άστεγων της Αθήνας διπλασιάστηκε. Αναρωτιέμαι αν ονειρεύονται. Τι βλέπουν στον ύπνο τους. Με ποια φωνή ξυπνάνε. Ελλάς Ελλήνων Καταπτοημένων. Πολλές Οδύσσειες, καμία Ιθάκη. Στο βάθος η Ακρόπολη φωτισμένη. Για μια στιγμή κρατάς την ανάσα σου. Υπάρχει πολύ παρελθόν πίσω απ’ αυτό το αμήχανο, ακινητοποιημένο παρόν. Υπάρχει κι ένα μέλλον. Ανίκητο στη μάχη, όπως κάθε μέλλον. Δεν έρχεται χορεύοντας, έρχεται κουρασμένο. Σα να μην κρύβει τίποτα, σα να μην το περιμένει κανείς. Η Άνοιξη από στόμα σε στόμα. Ασ’ την να ‘ρθει… Θα δούμε.