90s: Ήμασταν κάποτε party animals

της Σόνιας Ταλαντινού Όταν µου ζήτησαν να γράψω ένα κοµµάτι για τη διασκέδαση της Θεσσαλονίκης στα 90’s, αρχικά θορυβήθηκα. Η µνήµη µου, τον τελευταίο καιρό, µου παίζει περίεργα παιχνίδια και φοβήθηκα µήπως µε πρόδιδε σε αυτήν τη βόλτα µου 17 χρόνια πίσω. Ανησύχησα µήπως είχε διαγράψει εκείνη την περίοδο της ζωής µου, όταν περνούσα περισσότερες […]

Parallaxi
90s-ήμασταν-κάποτε-party-animals-10729
Parallaxi
1.jpg
της Σόνιας Ταλαντινού

Όταν µου ζήτησαν να γράψω ένα κοµµάτι για τη διασκέδαση της Θεσσαλονίκης στα 90’s, αρχικά θορυβήθηκα. Η µνήµη µου, τον τελευταίο καιρό, µου παίζει περίεργα παιχνίδια και φοβήθηκα µήπως µε πρόδιδε σε αυτήν τη βόλτα µου 17 χρόνια πίσω. Ανησύχησα µήπως είχε διαγράψει εκείνη την περίοδο της ζωής µου, όταν περνούσα περισσότερες ώρες της ηµέρας εκτός παρά εντός σπιτιού, και από την οποία διατηρώ µερικές από τις καλύτερες αναµνήσεις µου…

Η αναζήτηση κάποιων πληροφοριών σε παλιά κρατηµένα ηµερολόγια µε συγκίνησε και µε τρόµαξε κάπως: µερικές µνήµες ήταν τόσο ζωντανές, καθώς οι σκηνές στις οποίες κάποτε πρωταγωνιστούσα και τώρα διάβαζα µεταλλάσσονταν σε συναισθήµατα που µπορούσαν ακόµα να µε αναστατώνουν. Το ίδιο βράδυ, µίλησα µε τις κολλητές και είδα κι ένα όνειρο. Ήµασταν, λέει, και οι επτά στο δωµάτιό µου και σχεδιάζαµε τη βραδινή µας έξοδο. Ρούχα και παπούτσια ένα σωρό αραδιασµένα πάνω στο κρεβάτι και στο πάτωµα κι εµείς σε πυρετό προετοιµασίας. Όταν ξύπνησα, συνειδητοποίησα ότι µια αναδροµή στο παρελθόν σε βοηθά να επαναπροσδιορίσεις το παρόν σου. Η Polaroid των αναµνήσεών µου άρχισε να τυπώνει… Είναι η εποχή της τέκνο, του γκραντζ, της ρέιβ, των πρώτων πάρτι σε αποθήκες, του ecstasy. Είναι η περίοδος που η γενιά µου έχει εγκαταλείψει την Ωραία στην Κούσκουρα, όπου ξεροστάλιαζε στο πεζοδρόµιο µε τις ώρες ακόµη και µε -20c βαθµούς Κελσίου, και το Movie στη Βογατσικού που αποτελεί σηµείο αναφοράς των εφηβικών µας ερώτων και ραντεβού. Το Manhattan του Γαλάκου στο πατάρι, ένα από τα πιο πετυχηµένα µπαρ-κλαµπ της πόλης, οδεύει προς τη δύση του, η Acropol έχει κατεβάσει τα στόρια και η Amnesia αδειάζει την πισίνα της.

Electronights & days

Residents. Ο Σταύρος και ο Ραφαήλ Μπουζέλος ξεκινούν µια ιστορία χωρίς να φαντάζονται τον απόηχο και τη συνέχειά της. Εναλλακτική, ηλεκτρονική και newwaveµουσική, ροκαµπίλια και newwaveάδες σε αγαστή συνύπαρξη. Με σορτσάκι, αρβύλες Martens και κορακί καρφί καρέ, νιώθω ενταγµένη σε µια οµάδα που δείχνει να αναζητάει κάτι διαφορετικό από τη διασκέδασή της. Οι πιο ψαγµένοι της Προξένου έχουν πλέον ένα πολύ «καθαρό» στέκι, που καλύπτει την ανάγκη τους για καλή µουσική, σ’ έναν ιδιαίτερα µοντέρνο χώρο µε ανήσυχους θαµώνες.

Στο ίδιο στιλ κινείται και το καφέ Mondστο Ναυαρίνο. «Προχώ» φατσούλες και ντυσίµατα, µεσηµεριανά καφεδάκια και τα πρώτα απογευµατινά ραντεβού.

Αρχές ’90 και το κλαµπ Coco’s, στη στροφή Επανοµής, τρελαίνει τους τέκνο φαν. Η σακούλα στο χέρι περιέχει τα άκρως αποκαλυπτικά σορτσάκια και µπλουζάκια που δεν µπορούµε να φορέσουµε από το σπίτι. Στην τουαλέτα του µαγαζιού, η µεταµόρφωση -µπαίνουµε Αρσακειάδες και βγαίνουµε χορεύτριες σε καµπαρέ- διαρκεί µερικά λεπτά και η έναρξη για το ολονύχτιο κέφι δίνεται από τον dj. Ανοιχτός θερινός χώρος, δεύτερο επίπεδο µε ινδική διακόσµηση, ροµποτικά συστήµατα φωτισµού, κλουβιά µε χορεύτριες… «Rhythm is a dancer». Η ταράτσα και ο κήπος ενδείκνυνται για τις γνωριµίες της βραδιάς.

Λίγο αργότερα, µπαίνει στη νυχτερινή µας ζωή το Troll, µε τη ρέιβ να ξεχύνεται από τα ντεκ και τα κλουβιά µε τα κορίτσια. Το σηµείο αυτό στην Εθνικής Αντιστάσεως γίνεται κάθε Παρασκευή και Σάββατο hotspotτων after µαγαζιών.

Στο κέντρο, αδελφές µου…

H Προξένου Κοροµηλά, λίγο πιο δίπλα από το -κλειστό πλέον- Charlie, ξαναζωντανεύει µε το Hard Rock Cafe. Το σκοτεινό και ελαφρώς στενόχωρο -αλλά ποιος νοιάζεται- υπόγειο µε τη «σκληρή» πόρτα και τις δυνατές µουσικές πρωταγωνιστεί για µία τουλάχιστον σεζόν στο κέντρο της πόλης.

Λίγα µέτρα πιο κάτω, στην παραλία, ανοίγει και το κλαµπ Splendid. Η εντυπωσιακή διακόσµηση µε τους βαρείς πολυελαίους, τα θεωρεία για χάζι και η χορευτική εµπορική µουσική δηµιουργούν ουρές στην είσοδό του και το αδιαχώρητο στο πεζοδρόµιο. Αργότερα, µετονοµάζεται σε Άρωµα, για καφέ το πρωί και ποτό το βράδυ -ο κυριακάτικος καφές µετατρέπεται σε πραγµατικό πάρτι- και ανταγωνίζεται το Θερµαϊκό, το all time classic στέκι των αδελφών Ζουµπούλη µε ευρωπαϊκό αέρα για εναλλακτικούς. Η τοποθεσία, η τρελή διακόσµηση και η ψαγµένη µουσική του προσελκύει από 16ρηδες ως 40ρηδες.

Το clubbing φοράει τα καλά του

Ο ανταγωνιστής του Coco’s δε θα αργήσει να εµφανιστεί και το όνοµα αυτού… Μπουντρούµι. Ο Ραπτάκης φέρνει την επανάσταση στη νύχτα της πόλης και το κυριλέ κλάµπινγκ βρίσκει το δικό του χώρο. Αρχικά, κάτω από την Μπαντιέρα, στη Βασ. Ολγας, και αργότερα, στη θερινή του αχανή version, µε τις ξαπλώστρες στην αµµουδιά, στην περιοχή του Αεροδροµίου. Η αυστηρή πόρτα και η mainstream µουσική δηµιουργούν ένα στέκι καθόλου στηµένο, αλλά µε πολύ προσεγµένες εµφανίσεις και πολύ κέφι.

Στο ίδιο πνεύµα, αλλά στην καρδιά του κέντρου, κινείται το Ολύµπιον. Για καφέ και ποτό στον επάνω όροφο -αργότερα και φαγητό- και κλάµπινγκ στο υπόγειο, τις Μάσκες. Σκοτάδι και φωτορυθµικά, καναπέδες και τραπέζια, και χορός µέχρι το πρωί. Ολος ο «καλός» κόσµος δίνει το παρών. Τα απογευµατινά πάρτι τις Κυριακές διώχνουν µακριά την κυριακάτικη µελαγχολία και το Σαββατοκύριακο δείχνει να µην τελειώνει ποτέ.

Ο ίδιος κόσµος, και ίσως µικρότερος ηλικιακά, συχνάζει στο στενό και τρέντι Belair. Μαθητές ιδιωτικών και κεντρικών, κυρίως, σχολείων ανακαλύπτουν τη ροκ, το ξενύχτι και το ποτό και πετάνε τα Timberland τους στα σκουπίδια. Ή µήπως όχι;

Στην παραλία, αλλά σε όροφο, κάνει την εµφάνισή του και το καφέ Εν Πλω, από τις αρχές της δεκαετίας κιόλας. Στα δωµάτια µε τα τραπεζάκια και το µπιλιάρδο και µε θέα το λιµάνι, γίνεται χαµός πρωί – βράδυ. Χαρακτηριστικό του µαγαζιού οι καλοντυµένοι θαµώνες, ακόµα και στο µεσηµεριανό τους καφέ. Αργότερα, το µαγαζί µεταφέρεται στην παραλία, προς το Λευκό Πύργο, για να συνεχίσει να συγκεντρώνει τις περισσότερες µεσηµεριανές και βραδινές συναντήσεις των Θεσσαλονικέων.

Μεσηµέρι στο Αχίλλειον σηµαίνει µαζευόµαστε η παρέα σε απαρτία για καφέ και όχι µόνο, στο πάνω επίπεδο. Επώνυµοι και µη συχνάζουν στο µπαρ του πιο πολυσύχναστου καφέ της πόλης. Παραµονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς τα τραπεζάκια εξαφανίζονται και η πίστα είναι έτοιµη για τα καλύτερα πάρτι της χρονιάς. Από εκεί δε φεύγει κανείς µόνος και ξεµέθυστος.

Το πάντα γεµάτο Evergreen στην Τσιµισκή, µε το Θοδωρή και το Γιώργο στην πόρτα, που φρόντιζαν να µην ξενερώνουµε µε τον κόσµο του, ακολουθεί τα χνάρια του Belair, δηλαδή όσο πιο µικρό και γεµάτο, τόσο πιο καλό. Το αντίστοιχο θερινό του, στην περιοχή Αεροδροµίου, είναι ένας µεγάλος χώρος µε επίπεδα, για βόλτες µε το ποτό στο χέρι και στάση κάθε ένα λεπτό για να µιλήσεις σε κάποιον φίλο. Εκεί πρωτοείδα και την Εφη Σαρρή, όταν ήταν στις δόξες της, και ναι, είναι πολύ κοντή.

Τα καλύτερα, όµως, µεθύσια τα κάνουµε στην Αλυσίδα, επί της Παπαναστασίου. Το στενό αυτό κλαµπάκι, όπου µαζευόµαστε συνήθως µετά τις 3:00 π.µ., θυµίζει λίγο αποθήκη, παίζει ξένη χορευτική µουσική και µαζεύει τον κόσµο που θέλει να συνεχίσει µε χορό µετά από τα µπαράκια του κέντρου. Τρέντι ντυσίµατα και προχωρηµένα κουρέµατα, µικρές ηλικίες και µια κουζίνα που ετοιµάζει καφέδες για το ξενέρωµα, τις πολύ πρωινές ώρες.

Στα ανατολικά της νύχτας

Οι Συρακούσσες στην Ολγας εγκαινιάζουν τη µόδα του «δειπνώ και πίνω και το ποτό µου στο ίδιο µέρος». Με εξαιρετική ιταλική κουζίνα και elegant διάθεση, συγκεντρώνουν όλο τον κόσµο που αναζητάει ποιότητα και αισθητική στην έξοδό του. Ροµαντικά γεύµατα – έκπληξη για την αρχή µιας σχέσης.

Στην Αρετσού, το Αλλατίνη τρέφει τα ροµαντικά ειδύλλια στον κήπο του, ενώ το Candelas, πρώην live Γκαµπάνα, µε τον Τάσο ∆ηµόπουλο στο πρόγραµµα, µε χαλαρή ξένη µουσική, κυριλέ εµφανίσεις και εξαιρετική θέα στη θάλασσα, αποτελεί την πρώτη στάση για ποτό στη νυχτερινή έξοδο.

Στη Σοφούλη, το Lalas διοργανώνει τα πιο τρελά µεσηµεριανά πάρτι. Ο χορός πάνω στο µπαρ επιβάλλεται, ενώ η αυστηρή πόρτα του δεν ξέρω πώς, αλλά γεµίζει το µαγαζί ασφυκτικά. Τα χαρτάκια µε τα τηλέφωνα ανταλλάσσονται µε αστρικές ταχύτητες και οι γνωριµίες είναι το ζητούµενο κάθε θαµώνα. Λίγα χρόνια µετά, ως Shark, συνεχίζει την ιστορία µε φαγητό, ποτό, καφέ και µια ακόµα γενιά να µεγαλώνει µε… καρπάτσιο και θέα το Θερµαϊκό.

Για πιο ροκ καταστάσεις, η επιλογή είναι το Café Americaine, όπου πρωτοβλέπω και Τζούλι Μασίνο µε το Γάκη και τους Troublemakers, καθώς και πολλά άλλα συγκροτήµατα που για χρόνια δεν ξεχνούν το µαγαζί που τους ανέδειξε. Το ξύλινο Red rose µπορεί να µην έχει λάιβ, αλλά έχει πολύ ζωντανό κόσµο και σκληροπυρηνικά ροκάδικο, µέχρι και σήµερα, ενώ και η Romance, απέναντι από το Ποσειδώνιο, µαζεύει άτοµα του κέντρου, αν και ανατολικό στέκι, χάρη στην τοποθεσία και τις µουσικές της.

Το House Mobil των Ζουµπούληδων είναι από µόνο του µια ολόκληρη ιστορία.

Εδώ το κλίµα είναι χαλαρό, οι εµφανίσεις χύµα, η µουσική αποκλειστικά για χορό, το ντεκόρ φευγάτο και τα σφηνάκια η δεύτερη κίνηση των µπάρµαν µετά το σερβίρισµα. Σαν ανοιχτό πάρτι σε σπίτι, όπου ο καθένας φέρνει κι από ένα φίλο του.

Στην Κρήνη, έχει κάνει την εµφάνισή του ένα… νυχτερινό φαινόµενο, το Ακρόαµα του Φίστα, το οποίο και αναδεικνύει πολλές από τις σηµερινές φίρµες του πενταγράµµου. Από την Πρωτοψάλτη και τη Μαρινέλλα µέχρι το Λαζόπουλο, το Μακεδόνα και όλους σχεδόν τους γνωστούς καλλιτέχνες. Επιχειρηµατίες και celebrities των Αθηνών αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για το στέκι της δεκαετίας. Ζωντανή µουσική, ελληνικός κινηµατογράφος και ελαφρολαϊκά, και ευδιάθετος κόσµος στήνουν τα καλύτερα και πιο παρείστικα γλέντια στην πόλη. Η οµάδα του Άρη ξηµεροβραδιάζεται εδώ, ενώ και οι άλλες θεσσαλονικιώτικες οµάδες το επιλέγουν για να γιορτάζουν τις νίκες και να πίνουν στις ήττες τους. Όταν µετακοµίζει στην Αγγελάκη, στον πρώην κινηµατογράφο Ελλήσποντο, το κέφι πολλαπλασιάζεται, η πίστα και η ορχήστρα µεγαλώνουν, ο κόσµος συρρέει κατά εκατοντάδες και βάλε, κι όλα αυτά χωρίς ποτέ να χάσει την παρείστικη ατµόσφαιρά του. «Είχα πάει τσάρκα, στη Θεσσαλονίκη…».

Πιο καλό το δυτικό

Ήταν ό,τι πιο πρωτοποριακό συνέβη στην πόλη. Ο Νίκος Στεφανίδης µε τους συνεργάτες του εµπνεύσθηκαν και δηµιούργησαν το Μύλο και οι Θεσσαλονικείς άρχισαν να κάνουν χρήση της λέξης πολυχώρος. Φιλοξενεί µαγαζιά για λάιβ εµφανίσεις, συναυλίες, φαγητό και καλλιτεχνικά events. Οι Blues Wire, οι Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά και πολλοί ακόµα Έλληνες και ξένοι εµφανίζονται στις σκηνές του, ενώ δοκιµάζονται και πειραµατικά πράγµατα τόσο στη µουσική όσο και στο θέατρο. Η Βίλκα, στην ίδια περιοχή, αποτελεί µια µέτρια αποµίµησή του, αν εξαιρέσει κανείς το κλαµπ Decadαnce, που είναι καινοτόµο και δηµιουργεί σχολή στις µουσικές προτάσεις, δηλαδή, τη σκληροπυρηνική τέκνο, τρανς, ρέιβ και χάουζ, καθώς και το µεξικάνικο εστιατόριο Pao Pao που αποκτά γρήγορα καλή φήµη.

To στιλ των 60’s και 70’s αναβιώνει το κλαµπ Nανί Nανί µε τη διακόσµησή και το όλο στιλ του. Επίπεδα µε πριβέ τραπέζια για τους πιστούς πελάτες και στο κέντρο µια µεγάλη πίστα για όλους. Κάθε Κυριακή απόγευµα ανοίγει τις πόρτες του. Ισως το µοναδικό µαγαζί στο οποίο βλέπεις τους τακτικούς θαµώνες από τα τραπέζια να κατεβαίνουν στην πίστα για χορό. Τα πιο γνωστά fashion victims της πόλης δίνουν το παρών κάθε Σάββατο βράδυ. Το άγαλµα του βασιλιά Γεωργίου θα µπορούσε να σου διηγηθεί πολλές ιστορίες για οµηρικούς καβγάδες ζευγαριών ή µεθυσµένους που ανακουφίστηκαν στη µαρµάρινη βάση του. Το θερινό µαγαζί, Ab Fab -εκ του Absolutely Fabulous-, εγκαθίσταται στην περιοχή Αεροδροµίου και δηµιουργεί το προηγούµενο για ένα πραγµατικά κεφάτο ξενύχτι.

Λίγο πιο κάτω, στα Σφαγεία, το Prive εισάγει τον όρο lounge στη διασκέδαση και η πολυτέλεια γίνεται συνώνυµο της νυχτερινής εξόδου. Χλιδάτο σκηνικό, events µε guests djs, καλοντυµένος -µέχρι στηµένος- κόσµος, αλλά ευτυχώς µε µια ελαφριά διάθεση. Η πόρτα, από τις πιο «δύσκολες», καταφέρνει να διατηρεί µια οµοιοµορφία στο µαγαζί. Αργότερα θα µετονοµαστεί σε Living Room, διατηρώντας το χαρακτήρα του, αλλά µε καινοτοµίες στη διακόσµηση και το πρόγραµµα. Αγαπηµένο στέκι γνωστών τραγουδιστών, που µόλις ολοκληρώνουν το πρόγραµµά τους, κλείνουν τη βραδιά τους… πριβέ.

It’s all greek to me

Κάτι, όµως, ακούγεται ανάµεσα στα «χαµηλά» διαλείµµατα της µουσικής. Ο Γιώργος Αλκαίος και η Καίτη Γαρµπή από πού ξεφύτρωσαν; «Με δυο µαρµάρινα φιλιά και όλοι πάνω στα βαρέλια; Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη τα µπουζούκια δεν έχουν ορχήστρα και αντί για τραπέζι κλείνουµε βαρέλι. Το τζιν µας, ένα T-shirt και τσιφτετέλι στα ύψη. Ένας συνδυασµός casual και formal, που, όµως, εκπέµπει τέτοια χαλαρότητα, ώστε κάνει του θαµώνες µε τα κοστούµια και τα βραδινά φορέµατα από το όµορο Prive να περνάνε µια βόλτα, να ρίχνουν µια ζεϊµπεκιά ή ένα τσιφτετέλι και να φεύγουν. Οι χαρτοπετσέτες εκσφενδονίζονται στον αέρα και τα βαρέλια σηκώνουν… το βάρος της διασκέδασης στο Βαρελάδικο για πολλές σεζόν.

Είµαστε στη δεκαετία κατά την οποία το υπόγειο Αβαντάζ στην Αγ. ∆ηµητρίου γνωρίζει στο κοινό τη ∆έσποινα Βανδή, οι Χάντρες αναδεικνύουν τη Νατάσα Θεδωρίδου και το Νίκο Κουρκούλη και τα Άστρα τον Αντώνη Ρέµο. Στις θερινές Χάντρες ο Αντώνης µας τραγουδάει τον έρωτα κι εµείς παραγγέλνουµε πίτσες. Έχει πάει 5 το πρωί και το µαγαζί έχει γίνει µια παρέα. Πεινάει κανείς άλλος; Ο Σκορπιός θεωρείται η πιο µεγάλη πίστα της πόλης και την επισκέπτονται όλα τα «µεγάλα» ονόµατα της εποχής. Αργότερα, στα µέσα της δεκαετίας, η Πύλη Αξιού θα γράψει τη δική της ιστορία και η Αθήνα ανεβαίνει σύσσωµη για να καψουρευτεί µε Μαρινέλλα, Πάριο ή Ρέµο, να χορέψει µε το Σάκη και να τρελαθεί µε Αννούλα. Όλοι χορεύουν πάνω στα τραπέζια και τα µαγαζιά κλείνουν στις 8 το πρωί, ενώ είναι γεµάτα κάθε µέρα. Περασµένα µεγαλεία…

Μια στάση στα Λαδάδικα

Στην αρχή ήταν µερικές αποθήκες, αρκετά πέτρινα κτίρια και κάποιοι βιοµηχανικοί χώροι. Μετά όλα άρχισαν να γίνονται µέρος ενός αστικού τοπίου που θέλησε να εκµεταλλευτεί και να προβάλλει το άρωµα µιας παλιάς Θεσσαλονίκης. Το Dock -και µετέπειτα Bullshit, µε ροκ ύφος, µουσική και θαµώνες, κάνει την αρχή. Και ροκάς να µην είσαι, το ισχυρίζεσαι ούτως ή άλλως για να νιώθεις µέρος της πιο κουλ και κεφάτης παρέας της πόλης. Ακολουθούν τα Λαδάδικα, που κάνουν µόδα το πέταγµα της χαρτοπετσέτας πάνω στο τσακίρ κέφι, και ο Ζύθος, µε την εξαιρετική του κουζίνα. Το Libido απευθύνεται και αυτό σε ροκάδες, αλλά στην πιο hard εκδοχή τους. Το Verykoko ανοίγει την όρεξη για ελληνική διασκέδαση, ενώ το Το άλλο µαγαζί εγκαινιάζει την «πρόστυχη» κουζίνα µε ονόµατα πιάτων, καθώς και διακόσµηση και αξεσουάρ εµπνευσµένα από το ανθρώπινο σώµα και την ερωτική πράξη.

Παράπονο δεν έχουµε, η γενιά µου πέρασε υπέροχα. Καλή συνέχεια!

* Από το τεύχος #136 της Parallaxi

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα