Life

Δόμνα: η ταβέρνα θρύλος, στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης

«Πάνω εκεί ψηλά στα κάστρα, μια ταβέρνα ξελογιάστρα»... σύμβολο μιας διασκέδασης που χάθηκε.

Parallaxi
δόμνα-η-ταβέρνα-θρύλος-στην-άνω-πόλη-τ-258717
Parallaxi

Σε αυτή την «τρύπα», στην οδό Αθανασίου Διάκου, κάτω από τα βυζαντινά τείχη, δοξάστηκαν επί μισό αιώνα, τα μαζικά γλέντια, οι ογκώδεις και μαχητικές οινοποσίες, οι πλάκες και τα μπουγέλα, στα τραπεζάκια της γεννήθηκαν γνωριμίες και έρωτες επωνύμων, εκεί τις μεταμεσονύκτιες ώρες και μέσα από ατέρμονες συζητήσεις και συγκρούσεις επιλύονταν εγχώρια και διεθνή ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα, από τις καρέκλες της άρπαζε η χούντα αντιστασιακούς.

Η «Δόμνα» δεν υπάρχει πια. Δεν την πάτησε το τρένο. Ακολούθησε και αυτή την μοίρα ενός τρόπου συλλογικής διασκέδασης, της διασκέδασης της παρέας, που άνθισε στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 και ο οποίος έδωσε την θέση του στην μοναξιά των μπαρ και την ατμόσφαιρα «νεκροταφείου», των πολυτελών εστιατορίων.

Αψευδής μάρτυρας μιας ολόκληρης εποχής, ο ογδοντάχρονος σήμερα ιδιοκτήτης της «Δόμνας» Τάκης Νικολαϊδης, αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ απίστευτες ιστορίες και γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην συνήθη ατμόσφαιρα της τσίκνας και της κάπνας, κατά την πενηντακονταετή διαδρομή της ταβέρνας.

«Η Δόμνα ήταν ένας έρωτας που δεν μπορώ να τον ξεχάσω και έτσι κατά διαστήματα μαζεύω φίλους και παλιούς θαμώνες, μαγειρεύουμε, παίζουμε κιθάρες, τραγουδάμε, κάνουμε αστεία», λέει. «Άλλαξαν οι εποχές. Τώρα πια οι νέοι παν στο μπαρ πίνουν αμίλητοι και γίνονται στουπί. Δεν χαίρονται την διασκέδαση όπως παλιά».

«Η ταβέρνα άρχισε να λειτουργεί το 1943, ένα χρόνο πριν από την απελευθέρωση και λεγόταν «Ρεματάκι», από το νερό που ανάβλυζε από ένα βράχο παραδίπλα», λέει ο κυρ-Τάκης, ο οποίος ανέλαβε τη διαχείριση του μαγαζιού από τους γονείς του το 1952, μόλις απολύθηκε από το στρατό. Λίγο αργότερα το μαγαζί, που μέχρι και το 1963 λειτουργούσε ως ταβέρνα- μπακάλικο, μετονομάστηκε «Δόμνα» στη μνήμη της μητέρας του, που πέθανε το 1952 σε ηλικία 52 ετών.

«Τότε ήταν εδώ μαχαλάς και έρχονταν οι μερακλήδες για ρετσίνες και μεζέ», θυμάται, διευκρινίζοντας ότι τότε οι μπριζόλες και τα σουβλάκια ήταν μεγάλη πολυτέλεια για την οικονομική κατάσταση των ανθρώπων και το βασικό μενού- με την ονομασία «Ολυμπιακός» παραπέμποντας στα χρώματα του πιάτου- περιλάμβανε μία φέτα τυρί και μισή ντομάτα κομμένη και απλωμένη. Αργότερα, όσο βελτιώνονταν τα οικονομικά του κόσμου, το μενού εμπλουτίστηκε σταδιακά με κανένα σουτζουκάκι, φασολάδα στο φούρνο και ψάρια.

«Καρφί για τα καρφιά»

Φορτισμένος συναισθηματικά ο κυρ-Τάκης περιγράφει περιστατικά που εκτυλίχθηκαν στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, χρόνια κατά τα οποία η ταβέρνα παρέμεινε ανοικτή. «Την περίοδο της χούντας εδώ ήταν το μεγάλο σχολείο, το στέκι του Πανεπιστημίου. Κάθε βράδυ είχαμε τρεις και τέσσερις μηνύσεις, π.χ. ‘’γιατί δεν σκούπισες’’. Τραγουδούσαμε τραγούδια του Μίκη και γινόταν χαμός. Για να μπεις στη Δόμνα ήθελες μέσο», λέει χαρακτηριστικά και δείχνει συγκινημένος την αφιέρωση που του έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης, κρεμασμένη σε περίοπτη θέση του μαγαζιού.

Τα απαγορευμένα τραγούδια του Θεοδωράκη έπαιζαν κάθε βράδυ στο juke-box, σε ένα διακοσάρι δίσκο καταχωρημένο- για προφανείς λόγους- ως «Μαρία Πενταγιώτισσα». «Ένα μεσημέρι με πήραν κάτω στην Ασφάλεια και μου λένε μάθαμε ότι τραγουδάτε Θεοδωράκη και μου πετάνε ένα μαγνητόφωνο όπου ακουγόταν μέσα η φωνή μου. Κάποιος χαφιές ήταν μέσα», διηγείται ο κυρ-Τάκης, προσθέτοντας ότι μετά από αυτό το περιστατικό, όταν κάποιος ύποπτος ή καινούριος έμπαινε μέσα στο μαγαζί, στα πιάτα που πήγαινε στους πελάτες του, προκειμένου να τους προειδοποιήσει, έβαζε μέσα ένα καρφί- αν υποψιαζόταν ότι επρόκειτο για καταδότη- και μία ασφάλεια ρεύματος, αν πίστευε ότι ο ύποπτος ήταν αστυνομικός.

Παρόλα αυτά οι περιπέτειες με την Ασφάλεια ήταν μέρος της καθημερινότητας του μαγαζιού, ενώ δεν έλειψαν και οι συλλήψεις, αφού στη «Δόμνα» το βράδυ του Πολυτεχνείου συνέλαβαν τον δημοσιογράφο Κλέαρχο Τσαουσίδη, φοιτητή τότε της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.

Ακόμα και στις πιο δύσκολες εποχές, πάντως, οι πλάκες αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διασκέδασης στη «Δόμνα». Ο ίδιος κυρ-Τάκης αξιώνει ως πανελλήνια ευρεσιτεχνία του μαγαζιού το μπουγέλο. «Τότε που ήταν ο νόμος 4000 για τον τεντιμποϊσμό πετούσαμε εδώ γιαούρτια, τζατζίκια, νερά, ταραμοσαλάτες και το είπαμε μπουγέλο. Ο Σπύρος Σακκέτας, παλιός δικηγόρος της Θεσσαλονίκης και θαμώνας του μαγαζιού μου λέει καμιά φορά ότι αν μας μάγκωναν τότε, ισόβια θα ήμασταν τώρα», λέει.

Όλος ο «καλός» κόσμος πέρασε από τη «Δόμνα»

Οι θαμώνες της «Δόμνας» την εποχή της μεγάλης της δόξας στην πλειοψηφία τους τότε ήταν φοιτητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που σήμερα ηλικιακά βρίσκονται μετά τα πενήντα. Πολλοί από αυτούς είναι τώρα πρωταγωνιστές της κεντρικής πολιτικής σκηνής, εκδότες, επιχειρηματίες, καθηγητές πανεπιστημίου, διαπρεπείς δικηγόροι και γνωστοί δημοσιογράφοι.

Με την κατάρρευση της δικτατορίας, όταν οι άνθρωποι απελευθερώθηκαν από τους περιορισμούς, στην ταβέρνα αναπτύχθηκαν έρωτες και φιλίες, πολλές από τις οποίες διαρκούν μέχρι σήμερα.

Στη «Δόμνα» ο Βαγγέλης Βενιζέλος, βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και πρόσφατα διεκδικητής της ηγεσίας του κόμματος πήγαινε με τη μετέπειτα σύζυγό του Λίλα και τον κολλητό του, τον αείμνηστο καθηγητή Συνταγματικής Ιστορίας του ΑΠΘ και πρόεδρο του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, Παύλο Πετρίδη. Τακτικός πελάτης από την σημερινή πολιτική σκηνή ήταν ο βουλευτής Γιώργος Λιάνης, αλλά και η Μελίνα Μερκούρη κάθε φορά που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη πήγαινε εκεί.

Μόνιμοι θαμώνες ήταν ο σημερινός πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας- Θράκης Δημήτρης Γουσίδης, ο παλιός φωτογράφος Γιάννης Κυριακίδης, αναγνωρίσιμος στους θεσσαλονικείς από τη σκάλα που κουβαλά πάντα μαζί του στη δουλειά του και ο γνωστός στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο οποίος γνώρισε τη σύντροφο της ζωής του στην ταβέρνα.

Η πρόεδρος της «Αθήνα 2004» Γιάννα Αγγελοπούλου Δασκαλάκη σύχναζε τότε εδώ με τη φίλη της Ζωή Λάσκαρη, η οποία πήγαινε στο ίδιο γυμνάσιο με τον Γουσίδη, θυμάται ο κυρ-Τάκης. Άλλοι τακτικοί πελάτες, προσθέτει, ήταν ο αείμνηστος Παύλος Ζάννας, ο Αναπληρωτής Διευθυντής της εφημερίδας «το Βήμα» Χρήστος Μεμής, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Άρης Σκιαδόπουλος, ο ομότιμος καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Μίμης Φατούρος, ο ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ Δημήτρης Μαρωνίτης, και οι δημοσιογράφοι Φαίδων Γιαγκιόζης και Νίκος Κακαουνάκης.

Η παρουσία του καλλιτεχνικού κόσμου ήταν επίσης ισχυρή. «Δεν νοείτο να είχε κάποια παράσταση το Κρατικό Θέατρο και οι ηθοποιοί να μην περνούσαν από εδώ», λέει ο κυρ-Τάκης. Ανάμεσα σε αυτούς που σύχναζαν στην ταβέρνα ο κορυφαίος πρωταγωνιστής του θεάτρου Μάνος Κατράκης, η Τζένη Καρέζη, ο Κώστας Καζάκος, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Γιάννης Φέρτης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Φαίδων Γεωργίτσης, ο Θανάσης Βέγγος, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Κώστας Χατζηχρήστος, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η Κατερίνα Χέλμη κ.α.

«Ο Μοσκώφ και το μνημόσυνο του Λοΐζου»

Η ατμόσφαιρα γίνεται φορτισμένη, όταν ο κυρ- Τάκης, ενώ διηγείται ιστορίες για όλους εκείνους που πέρασαν από την ταβέρνα, φέρνει στη μνήμη του δύο από τους πιο καλούς του πελάτες και από τους σημαντικότερους, όπως λέει, ανθρώπους που γνώρισε ποτέ και ο Θεός τους έχει πάρει κοντά Του.

Ο πρώτος, ο συγγραφέας, ιστορικός και από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της Θεσσαλονίκης Κωστής Μοσκώφ, για τον οποίο λέει χαρακτηριστικά ότι «ήταν η μεγαλύτερη ψυχούλα, τέτοιοι άνθρωποι σπανίως γεννιούνται».

Ο δεύτερος, ο μουσικοσυνθέτης Μάνος Λοΐζος, ένας «άγιος άνθρωπος», όπως τον χαρακτηρίζει. «Τη βραδιά που πέθανε ο Λοΐζος», θυμάται ο κυρ-Τάκης, «ήλθε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και λέει, Τάκη όλα τα τραπέζια μέχρι κάτω, που ήταν είκοσι τραπέζια, ό,τι πίνουν και ό,τι τρώνε είναι δικά μου και το πρωί, θα κάνουμε μνημόσυνο στον Λουτρό, την ταβέρνα κάτω στα Λουλουδάδικα». Τέτοια πράγματα δεν ξεχνιούνται, δεν γίνονται σήμερα, προσθέτει.

«Χώροι αποφόρτισης»

Οι ταβέρνες από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’80 λειτουργούσαν ως χώροι αποφόρτισης των ανθρώπων, που με τη «βοήθεια» κρασιού και του τραγουδιού έβγαζαν τα απωθημένα τους.

Ο κυρ-Τάκης θυμάται πολλές ιστορικές ταβέρνες της Θεσσαλονίκης, λέγοντας ωστόσο με περηφάνια ότι «το κλίμα της Δόμνας δεν το είχε κανείς». Ο ”Τζότζος” στην Άνω Πόλη, ο ”Κεφαλλονίτης” μέσα στο λιμάνι, ο ”Κρόνος” στο Ντεπώ, ο ”Ζαμπέτογλου” στην Καλαμαριά, ο ”Λαδάς” στις 40 Εκκλησιές, ο ”Ανάπηρος” στην Πρίγκηπος Νικολάου, τα ”Βαρελάκια του Κολάνδρου” στην Κομνηνών, η ”Παλιά Αθήνα”, ο ”Λουτρός” στα Λουλουδάδικα, ο ”Καλιαρέκος” στην Αγίου Δημητρίου, ο ”Θερμαϊκός” και το ”Υποβρύχιο” στην Τούμπα, τα ”Σκαλοπατάκια” στην Παύλου Μελά, ο ”Παγουλάτος” στην Αετοράχης, ο ”Κόκκινος Μέγαρης”, ο ”Κραβαρίτης”, η ”Ταβέρνα του Κολωβού”, τα ”Κούτσουρα του Δαλαμάγκα” στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ήταν μερικές από τις πιο επιτυχημένες.

Στην ταβέρνα του Δαλαμάγκα δούλεψαν τα χρόνια της Κατοχής ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Ο Τσιτσάνης, μάλιστα, μνημόνευσε το μαγαζί στο τραγούδι του «Μπαξέ Τσιφλίκι» [Πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη, στη Βάρνα, κι από ‘κεί στα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα].

Στις ταβέρνες μέσα στην πόλη τις καθημερινές πήγαιναν οι άνδρες μετά τη δουλειά για συζήτηση γύρω από τα τρέχοντα ζητήματα της καθημερινότητας- ήταν κάτι σαν καφενεία, ενώ οι γιορτές και οι Κυριακές ήταν αφιερωμένες στις οικογενειακές συναθροίσεις. Στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης λειτουργούσαν τα ταβερνεία, όπου σύχναζαν «παράνομα» ζευγάρια.

Τα juke-box δεν έλειπαν από κανένα μαγαζί, καθώς μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ζωντανό πρόγραμμα δεν υπήρχε. Για να «παίξει» ζωντανή μουσική έπρεπε να υπάρχει επώνυμο καλλιτεχνικό σχήμα, κάτι που συνέβαινε μόνο στα κοσμικά κέντρα πολυτελείας, στα οποία σύχναζαν εκείνοι που είχαν μεγάλη οικονομική άνεση. Στις λαϊκές ταβέρνες, τα δύσκολα χρόνια της φτώχειας, δεν υπήρχαν κρεατικά και ψαρικά, και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι άνθρωποι έφερναν μεζέδες από το σπίτι τους και η ταβέρνα συμπλήρωνε το κρασί.

«Κρασί από τους αδελφούς Τζαρίδη»

Οι ταβέρνες της εποχής προμηθεύονταν χύμα κρασί από τις κάβες, καθώς τα εμφιαλωμένα κρασιά έκαναν την εμφάνισή τους τη δεκαετία του ’80. Δίπλα στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας της ΥΦΑΝΕΤ στην Τούμπα υπήρχε η κάβα των αδελφών Τζαρίδη, από τις μεγαλύτερες της Θεσσαλονίκης. Εκεί, κάθε φθινόπωρο, έφθαναν από το λιμάνι τα παϊτόνια- μακρόστενες άμαξες που τις έσερναν άλογα, φορτωμένες με βαρέλια γεμάτα ρετσίνα και κοκκινέλι, από τα Μεσόγεια, την Κάρυστο και άλλες περιοχές. Οι ποτοποιοί αποθήκευαν την ρετσίνα στα υπόγεια του μακρόστενου κτιρίου με τα ξύλινα πατώματα και τροφοδοτούσαν τις ταβέρνες.

Στα βιβλία που έχουν γραφεί για την αστική κουλτούρα της Θεσσαλονίκης της δεκαετίας του ’70 οι ταβέρνες κατέχουν ένα σημαντικό κεφάλαιο. Ο κυρ-Τάκης δεν μετακινείται ποτέ από το σπίτι του. Τα πρωινά και τα απογεύματα, όμως, κάθεται μπροστά στην είσοδο της ταβέρνας και σε όποιον τον χαιρετήσει, πάντα έχει να διηγηθεί μία ιστορία από την ανεπανάληπτη εκείνη εποχή.

Σμαρώ Αβραμίδου/ΑΠΕ

Πρώτη δημοσίευση: 30/03/2008

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα