Τότε που δεν φοβόμασταν τον ήλιο
Του Γιώργου Τούλα Νομίζω πως υπάρχει μια εποχή στη ζωή κάθε ανθρώπου, εκεί γύρω από την ενηλικίωση, που νιώθει άτρωτος. Το ξανασκέφτηκα βλέποντας κάτι εικόνες που έβγαλε η κόρη μου, στις φετινές της διακοπές. Το μαρτυρούσαν τα πρόσωπα των φίλων της. Μου ήρθε στο νου ασυναίσθητα ένα καλοκαίρι πολλά χρόνια πίσω. Έψαξα και βρήκα τις […]
Του Γιώργου Τούλα
Νομίζω πως υπάρχει μια εποχή στη ζωή κάθε ανθρώπου, εκεί γύρω από την ενηλικίωση, που νιώθει άτρωτος. Το ξανασκέφτηκα βλέποντας κάτι εικόνες που έβγαλε η κόρη μου, στις φετινές της διακοπές. Το μαρτυρούσαν τα πρόσωπα των φίλων της. Μου ήρθε στο νου ασυναίσθητα ένα καλοκαίρι πολλά χρόνια πίσω. Έψαξα και βρήκα τις αποδείξεις του.
Το καλοκαίρι του 1986 αποφασίσαμε να πάμε στην Κεφαλλονιά. Όχι από επιλογή, αναγκαστικά. Τότε ήταν της μόδας ο κοινωνικός τουρισμός. Εμείς χρήματα δεν είχαμε, για πολλά χρόνια. Έτσι βρίσκαμε τρόπους να κάνουμε διακοπές δωρεάν. Το χειμώνα εκείνης της χρονιάς δια της ίδιας μεθόδου, του κοινωνικού τουρισμού, γνωρίσαμε την Πάρνηθα, το καλοκαίρι το μενού έδινε Κεφαλλονιά. Για να μπορέσουμε να πάρουμε τις θέσεις που μας αναλογούσαν στηθήκαμε μεσάνυχτα στον κήπο της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης και περιμέναμε να ανοίξουν το πρωί τα γραφεία που μοίραζαν τα κουπόνια. Πρώτοι στη σειρά περιμέναμε και βγήκαμε νικητές με το μαγικό χαρτάκι στο χέρι. Ετοιμαστήκαμε για το ταξίδι. Αύγουστο μήνα. Το ΚΤΕΛ από Θεσσαλονίκη για Πάτρα ήταν ταξίδι λες και πας στην Αμερική. Φτάσαμε στην Πάτρα μαύρα μεσάνυχτα, κάνεις μας δεν είχε ξαναπάει, πλαγιάσαμε τους υπνόσακους σε ένα πάρκο και περιμέναμε να ξημερώσει για να πάρουμε το λεωφορείο για την Κυλλήνη. Από κει το πλοίο έμοιαζε σωτηρία. Άπλυτοι και ταλαιπωρημένοι κατεβήκαμε στο Αργοστόλι και από κει με τα πόδια τα δυο χιλιόμετρα του δρόμου μέχρι το κάμπινγκ του κοινωνικού τουρισμού. Αποκαμωμένοι πια στήσαμε τις σκηνές και πέσαμε για ύπνο. Χωρίς απώλειες.
Τρία κορίτσια και δυο αγόρια, μια βδομάδα σε ένα νησί μεγάλο. Το γυρίσαμε όλο. Σε καρότσες αγροτικών αυτοκινήτων που μας μάζευαν από τις ερημιές, σε γεμάτα ΚΤΕΛ όρθιοι, περπατώντας χιλιόμετρα και ξημερώνοντας σε ερημιές. Και βέβαια πλάι στη θάλασσα. Πλατύς ή Μακρύς γιαλός η παραλία. Φτάσαμε πρώτη φορά με ένα πρωινό λεωφορείο που σε άφηνε ψηλά στο δρόμο σε ένα ερημικό μέρος που δεν υπήρχε τίποτε. Και φύγαμε όταν πια είχε νυχτώσει. Χωρίς να σταθούμε ούτε ένα λεπτό σε σκιά, χωρίς να προφυλαχτούμε από τίποτε. Γιατί τότε δεν είχες από κάτι να προφυλαχτείς. Θυμάμαι ακόμα τη νύχτα εκείνης της πρώτης ατέλειωτης μέρας στη θάλασσα. Καμένοι ολόκληροι να αλειφόμαστε γιαούρτια για ανακούφιση. Με πόδια πληγωμένα από πέτρες και περπάτημα, χέρια τσιμπημένα από έντομα που δεν έμοιαζαν όμως εχθρικά και παντελή άγνοια κινδύνου. Ούτε τον ήλιο φοβόμασταν τότε ούτε τη φύση. Και κείνο το μπάνιο το θυμάμαι σαν το πιο μυθικό μπάνιο που έκανα ποτέ. Τότε κανείς δεν μας προειδοποιούσε, τότε ο ήλιος και η θάλασσα ήταν σύμμαχοι.
Από την παρέα εκείνου του καλοκαιριού σχεδόν κανένας συνδετικός κρίκος δεν έμεινε. Αν εξαιρέσεις τη γυναίκα μου που τριάντα χρόνια μετά συνεχίζουμε να μοιραζόμαστε τις εμπειρίες της κοινής μας ωραίας ζωής, σπουδαίο ταξίδι, οι υπόλοιποι της φωτογραφίας δεν είναι μέρος της καθημερινότητας μας. Ένας άφησε το μάταιο τούτο κόσμο το καλοκαίρι του 2014 και με τις άλλες δύο φίλες χαθήκαμε στα χρόνια και δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ. Υπάρχει μια εποχή στη ζωή κάθε ανθρώπου που μοιάζει άτρωτος. Το ξανασκέφτηκα σήμερα χάρη σε κάποιες φωτογραφίες και ένα βαλιτσάκι αντηλιακά, αντικουνουπικά και αντιφλεγμονώδη, που κουβαλάμε πια στα ταξίδια…