Parallax View

Τουριστικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα (1950-1974)

Λέξεις-Εικόνες: Βασίλης Κολώνας Στην Ελλάδα της ανασυγκρότησης, μετά την εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ, ο τουρισμός αποτελεί μια από τις βασικές προτεραιότητες για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Το πρόγραμμα των κρατικών ΞΕΝΙΑ προαναγγέλλει μια σειρά ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων και  μαζί με τα συντελούμενα έργα υποδομής και την αξιοποίηση των αρχαιολογικών χώρων μεταφέρουν την εικόνα της χώρας […]

Parallaxi
τουριστικές-εγκαταστάσεις-στην-ελλά-11896
Parallaxi
xanthi-dscf8928.jpg

Λέξεις-Εικόνες: Βασίλης Κολώνας

Στην Ελλάδα της ανασυγκρότησης, μετά την εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ, ο τουρισμός αποτελεί μια από τις βασικές προτεραιότητες για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Το πρόγραμμα των κρατικών ΞΕΝΙΑ προαναγγέλλει μια σειρά ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων και  μαζί με τα συντελούμενα έργα υποδομής και την αξιοποίηση των αρχαιολογικών χώρων μεταφέρουν την εικόνα της χώρας σε όλον τον κόσμο. Η Ελλάδα καθίσταται διεθνής τουριστικός προορισμός και το διεθνές στυλ σε κοινό δρόμο με την τοπική παράδοση θα ορίσουν νέες συνέχειες και ασυνέχειες στο μεταπολεμικό αστικό και φυσικό τοπίο.

Η χώρα μετά από μια 10ετία πολεμικών αναμετρήσεων και πολιτικής αστάθειας παρουσιάζει μια εικόνα ερειπίων, καταστροφών και εγκατάλειψης. Την αποκατάσταση του οδικού δικτύου και των συγκοινωνιών, την επισκευή των σιδηροδρομικών σταθμών και των λιμανιών, την ενίσχυση της τεχνογνωσίας στις καλλιέργειες και την κτηνοτροφία, θα ακολουθήσουν τα μεγάλα ενεργειακά προγράμματα και τα πρώτα έργα υποδομής στις πόλεις και την περιφέρεια. Σχολεία, εγκαταστάσεις υγείας και πρόνοιας, κοινωνική κατοικία και κτίρια δημοσίων δραστηριοτήτων ανεγείρονται με γρήγορους ρυθμούς ενώ τίθενται οι βάσεις για τον κτιριολογικό εκσυγχρονισμό του εμπορίου και της βιομηχανίας.

Το Ξενία Χανίων πριν και μετά την κατεδάφισή του (Π. Κουντούρης, 1965)

Η Ελλάδα όμως διαθέτει μια ανεκμετάλλευτη σχεδόν έως τότε εθνική παρακαταθήκη: έναν μεγάλο αριθμό μνημείων όλων των ιστορικών περιόδων και πληθώρα περιοχών φυσικού κάλλους. Η κατασκευή μουσείων, η ανάδειξη των αρχαιολογικών χώρων και των μνημείων και η ανέγερση μιας σειράς κρατικών ξενοδοχείων αποτελούν τις κύριες συνιστώσες της κρατικής παρέμβασης στο χώρο του πολιτισμού και του τουρισμού.

Ο ΕΟΤ κτίζει από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 μια σειρά σύγχρονων και λειτουργικών ξενοδοχείων, τα γνωστά ΞΕΝΙΑ, μονάδες μικρής συνήθως δυναμικότητας με υψηλό βαθμό εξυπηρετήσεων. Το 1960 αρχίζει το 1ο πενταετές πρόγραμμα τουριστικής ανάπτυξης της χώρας. Βασικές αρχές του η ανάδειξη όχι μόνο των μνημείων της χώρας, αλλά και του φυσικού τοπίου, η ανάπτυξη του θαλάσσιου τουρισμού (Πλαζ, σπορ, κρουαζιέρες), η τουριστική ανάπτυξη νέων περιοχών στην ηπειρωτική χώρα κυρίως, ενώ απευθύνεται πλέον όχι μόνο στα υψηλά αλλά και στα μεσαία κοινωνικά στρώματα.

Η Ελλάδα αρχίζει να προβάλλεται στο εξωτερικό με αφίσσες και διαφημιστικά φυλλάδια επώνυμων καλλιτεχνών. Οι ξένοι ανακαλύπτουν την αθωότητα του ελληνικού καλοκαιριού την ίδια εποχή που οι Ελληνες τραγουδούν:

“Λίγα πεύκα, λίγα μάρμαρα λευκά και μια θάλασσα που λάμπει από φρεκάδα, να τι θα πει Ελλάδα..”

Η χώρα διαφημίζεται μέσω των ξένων κινηματογραφικών παραγωγών που γυρίζονται στην Ελλάδα και το “Ποτέ την Κυριακή” λειτουργεί ως διεθνές διαβατήριο για τον Ελληνικό Τουρισμό.

Τα κρατικά Ξενία, τα τουριστικά περίπτερα, τα μοτέλ, οι οργανωμένες παραλίες και τα camping του ΕΟΤ, οι εγκαταστάσεις του Αστέρα (Βουλιαγμένη, Γλυφάδα, Ρόδος), οι παραθεριστικοί οικισμοί κι οι λουτροπόλεις αποτελούν -μαζί με την πληθώρα των εγκαταστάσεων που οφείλονται στην ιδιωτική πρωτοβουλία- το αντικείμενο μιας έρευνας που ξεκίνησε πριν 4 χρόνια και ελπίζω να ολοκληρωθεί εντός του 2013 με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ι.Κωστόπουλου και του ΥΠΠΟ.

Αρχικά η έρευνα αφορούσε τις ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις του ’50 και του ’60, τα χρονικά όρια της υπό εξέταση περιόδου επεκτάθηκαν ως το 1974 λόγω του μεγάλου αριθμού ξενοδοχείων που κτίστηκαν στη διάρκεια της επταετίας (1967-1974). Αυτό οφειλόταν στην τότε πολιτική του ΕΟΤ (οικοδομικές παρεκκλίσεις, χαμηλότοκα δάνεια) και είχε ως αποτέλεσμα τα μεγάλα ύψη, τους ενιαίους όγκους και την αλλοίωση του θαλάσσιου μετώπου. Τα κτίρια αυτά συνέχισαν με επιτυχία την αρχιτεκτονική του μοντέρνου, σε άλλη κλίμακα πλέον και με προδιαγραφές που κατέστησαν τον ελληνικό τουρισμό ανταγωνιστικό σε διεθνές επίπεδο. Με σημερινά κριτήρια η αποτίμηση της αρχιτεκτονικής τους αξίας θα συνεισέφερε σε μια ενδεχόμενη επανάχρησή τους, τη στιγμή που είναι προτιμότερο να συντηρείται και να ανακαινίζεται το κτιριακό απόθεμα παρά να κτίζονται νέα τουριστικά συγκροτήματα σε περιοχές χωρίς τις απαραίτητες υποδομές και με αποτέλεσμα περαιτέρω αλλοιώσεις, οπτικές και αισθητικές, για το ελληνικό τοπίο. Πόσο μάλλον όταν αυτά τα κτίρια, με ακέραια τη στατική τους επάρκεια και τις αδιαμφισβήτητες αρχιτεκτονικές αρετές κινδυνεύουν να υποκύψουν, αν δεν έχει ήδη γίνει αυτό, στη λαίλαπα των αναβιώσεων κάποιας τοπικής, όχι απαραίτητα ελληνικής «παράδοσης» (π.χ. Κέρκυρα).

Ωστόσο, η υπεραπλούστευση των εργαλείων σχεδιασμού του μοντέρνου και η άκριτη εκμετάλλευση του οικοπέδου από ιδιοκτήτες και κατασκευαστές οδήγησε στην απαξίωσή του και την αναπόφευκτη εισαγωγή του τοπικού στοιχείου στην αρχιτεκτονική και στην αλόγιστη χρήση της παράδοσης.

Ετσι προέκυψαν  όλοι αυτοί οι νεολογισμοί στη αρχιτεκτονική του τουρισμού οι οποίοι αντί να έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τη μείωση της κλίμακας –το μόνο ίσως αρνητικό στοιχείο της τελευταίας φάσης του μοντέρνου- κατέδειξαν με τον πλέον προκλητικό τρόπο την επιφανειακή ερμηνεία της παράδοσης και των ιστορικών μορφών, όχι μόνο στις νέες κατασκευές, αλλά και στις χυδαίες ανακαινίσεις της κληρονομιάς του μοντέρνου.

Ό,τι απέμεινε από το Karystos Beach στην Εύβοια (1974)

Η σημερινή κατάσταση της Β’ Πλαζ της Βούλας στην Αττική.

Σήμερα 50 χρόνια μετά τα κτίρια των Ξενία αποτελούν εξαιρετικά δείγματα του μεταπολεμικού μεσογειακού μοντερνισμού και σηματοδοτούν μια εποχή εκσυγχρονισμού και προόδου για τη χώρα. Παρά την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης με αφορμή την εγκατάλειψη διάσημων Ξενία, έργων του Α. Κωνσταντινίδη (Ανδρου, Καλαμπάκας), ο κίνδυνος κατεδάφισης (Ξενία Ηρακλείου, Χανίων, Ιωαννίνων, Λάρισας), της περαιτέρω εγκατάλειψης (Ξενία Πλαταμώνα, Παλιουρίου, Καρτερού), ή ακόμα και ολικής αλλοίωσης των κτιρίων εν όψει μιας κακώς εννοούμενης ανακαίνισης (Ξενία Σερρών) είναι ορατός.

Το περίπτερο του ΕΟΤ στον Αγιο Σύλλα Καβάλλας μετά από πυρκαγιά (Η. Γουναρόπουλος,1968)

Κοινόχρηστοι χώροι στο Camping Φαναρίου του ΕΟΤ στην Κομοτηνή

Οι εξαιρέσεις ελάχιστες, αλλά υποδειγματικές (Ξενία Πόρου, Μυκόνου, Ξάνθης- αρχική φωτογραφία μετά την πρόσφατη ανακαίνισή του (Γ. Νικολετόπουλος, 1964)). Ο εκσυγχρονισμός των κτιρίων του’60 επιτυγχάνεται ιδανικά μέσα από τις αναθεωρημένες μορφές του μοντέρνου που ανανεώνουν χωρίς να βεβηλώνουν το όραμα μια γενιάς αρχιτεκτόνων, κρατικών λειτουργών και επενδυτών που ήθελαν την Ελλάδα «μοντέρνα»!

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα