Χρονολόγιο Αγίου Όρους
Άγιον Όρος. Η απόλυτη γαλήνη. Μπροστά το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου. Και ολόγυρα παντού η φύση οργιάζει.
Λέξεις-Εικόνες: Παύλος Νεράντζης
Η απόλυτη γαλήνη. Μονάχα τα τιτιβίσματα των πουλιών σπάζουν τη σιωπή. Μπροστά μου το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου. Και ολόγυρα παντού η φύση οργιάζει. Φυλλωσιές δένδρων σαν τούφες βαμβακιού σ΄όλες τις αποχρώσεις του πράσινου σκεπάζουν κάθε σπιθαμή γης. Το φως άπλετο. Η ατμόσφαιρα μοναδική. Ένας γήινος παράδεισος.
Θα μπορούσα να ήμουν σε κάποιο νησάκι της Ταϋλάνδης ή της Ινδονησίας. Όμως βρίσκομαι στον Άθω, στο Άγιον Όρος. Περιβόλι της Παναγιάς και Κιβωτό το χαρακτηρίζουν οι χριστιανοί. Και όχι άδικα, αφού η συνεχής παρουσία για δώδεκα και πλέον αιώνες της αθωνικής πολιτείας και ο τρόπος ζωής των μοναχών της ελάχιστα έχει επηρεαστεί από τις εξελίξεις.
Ελάχιστοι εδώ οι άνθρωποι, είτε αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια για τη μοναχική ζωή, είτε είναι επισκέπτες, μιλούν για τα γήινα, για την καθημερινότητα. Πέρα από τη λατρεία και τη θρησκευτική διάσταση, το φυσικό περιβάλλον στο Άγιον Όρος είναι τόσο πλούσιο, η ιστορία που δεσπόζει βαριά και τόσο ζωντανή σε κάθε βήμα, η τέχνη που αποτυπώνεται σε κειμήλια, εικόνες, περγαμηνές και ιστορικά έγγραφα τόσο μεγαλεπήβολη και πλούσια που αναπόφευκτα ξεχνάς προς στιγμή ο,τιδήποτε άλλο.
Το Άγιον Όρος είναι ένα ησυχαστήριο και ταυτόχρονα ένας τόπος ανάτασης της σκέψης, ένα πεδίο διαλογισμού και κατάνυξης. Δεν είναι η πρώτη φορά που επισκέπτομαι τον τόπο. Η πρώτη ήταν τη δεκαετία του ΄70. Έκτοτε ακολούθησαν κι άλλες επισκέψεις. Κι αυτό που πάντα με έλκυε –και με ελκύει- πέρα από τις «βουτιές» στο φυσικό περιβάλλον και στη βυζαντινή τέχνη ήταν η διάθεση για αναστοχασμό και οι ανθρώπινες διαδρομές των μοναχών.
Οι ιστορίες και οι αναζητήσεις τους. Οι συζητήσεις μαζί τους δηλώνοντας, πάντα εκ προοιμίου, ότι είμαι άθρησκος, ας πω αγνωστικιστής και ταυτόχρονα πιστός στην ύπαρξη ενεργειακών πεδίων. Συζητήσεις που κάθε φορά έπαιρναν διαφορετικές ατραπούς, ακόμη και σε μονοπάτια της φιλοσοφίας και της πολιτικής και μου΄διναν περισσότερα ερεθίσματα, περισσότερο «τροφή για σκέψη». Θυμάμαι διαλόγους με μοναχούς πρώην διπλωμάτες, άλλους πρώην αναρχικούς, κομουνιστές και πρώην ινδουϊστές, αλλά και «παιδιά της πιάτσας» που βρήκαν, εν τέλει, καταφύγιο στην Ορθοδοξία.
Με αυτές τις σκέψεις και προσδοκίες ξεκίνησα και αυτή τη φορά με τον «αδελφό» Στέργιο από τη Θεσσαλονίκη. Ο φίλος μου είχε διασφαλίσει το ειδικό διαμονητήριο, -η πρόσκληση έγινε από τη μονή- ένα έγγραφο με όμορφα καλλιγραφικά γράμματα, που σε παραπέμπει στον τρόπο που κάποτε έγραφαν οι λόγιοι βυζαντινοί. Όπως μου είπαν, η διασφάλιση του κανονικού διαμονητήριου είναι δύσκολη και χρονοβόρα. Λόγω της μεγάλης έλευσης προσκυνητών στο Άγιον Όρος πρώτα πρέπει να διασφαλίσεις θέση στο ένα και μοναδικό πλοίο της γραμμής, στη συνέχεια να μάθεις αν έχει θέση φιλοξενίας στο μοναστήρι που θέλεις να επισκεφτείς και μετά να ζητήσεις για εκείνες τις μέρες την έκδοση του διαμονητήριου. Κοντολογίς μία μικρή γραφειοκρατική οδύσσεια.
Φύγαμε με το καράβι από την Ουρανούπολη. Η θάλασσα εκείνο το πρωϊνό του Μάη ήταν ήρεμη με τους γλάρους να μας συνοδεύουν κάνοντας απίστευτες βουτιές για μερικά ψίχουλα. Γύρω μας πλήθος κόσμου από κάθε γωνιά της γης και καλόγεροι. Οι περισσότεροι με κινητά και τάμπλετ, δείγμα των καιρών, μία ακόμη ένδειξη ότι η τεχνολογία κερδίζει έδαφος ακόμη κι εδώ.
Ο χρόνος σ΄αυτό το ταξίδι ανάπαυλας και συνάμα αναζήτησης σταματά μόλις αφήνουμε πίσω μας τον Πύργο του Πορφυρίου, το σύμβολο που καθορίζει τη μεθόριο με την Αθωνική Πολιτεία. Μαζί με τον χρόνο σταματά και όποια σκέψη και έγνοια για ό,τι αφήνουμε πίσω. Ίσως δεν θα ΄πρεπε, αλλά το περιβάλλον, ο τόπος, οι μορφές, η ιστορία αν δεν σε υποβάλουν, τουλάχιστον σε εντυπωσιάζουν.
Μονή Δοχειαρίου, μετά η Ξενοφώντος, πιο πέρα του Παντελεήμονος, γνωστή και ως ρωσικό μοναστήρι, η Ξηροποτάμου λίγο ψηλότερα, αγκιστρωμένη στα βράχια, η Δάφνη, το επίνειο του Αγίου Όρους. Μία υπέροχη διαδρομή που εν μέσω άλλων που φωτογραφίζουν και άλλων που συζητούν την κάνω ατενίζοντας πότε το βαθύ γαλάζιο και τους απόκρημνους βράχους και πότε τα μοναστήρια, όλα τους ανακαινισμένα χάρη στα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εύλογα θεωρεί την περιοχή ως παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.
Τίποτε δεν φαίνεται να έχει αλλάξει από την τελευταία φορά που επισκέφθηκα την περιοχή πριν μερικά χρόνια. Μονάχα το πλήθος είναι μεγαλύτερο. Πράγμα που διαπιστώνω όταν μένουμε έξω από το μοναδικό λεωφορείο που θα μας μεταφέρει στις Καρυές. Εκεί, όπως και στη Δάφνη, η πνευματικότητα εναλλάσσεται με την εμπορευματοποίηση της αγιοσύνης, του θείου καθώς μαγαζάκια πουλούν κομποσκοίνια, εικόνες, λιβάνια, κρασί και μέλι αγιορείτικο. Δύο τρία καλογερόπαιδα, προφανώς μαθητές της Αθωνιάδας Σχολής, μοναχοί με μακριές ατημέλητες γενειάδες, φυσιογνωμίες απόμακρες και τα τζιπ μεγάλου κυβισμού των μοναστηριών –της αστυνομίας είναι ένα Hummer- τραβούν την προσοχή μας. Η απουσία γυναικών στους δρόμους γίνεται εδώ ακόμη περισσότερο αισθητή.
Στο μοναστήρι –προτιμώ να μη γράψω ποιο- που μας φιλοξενεί όλα σε απόλυτη τάξη όπως πάντα. Στον προαύλιο χώρο, στην αίθουσα υποδοχής, στο δωμάτιο με θέα τον επιβλητικό Άθω, στην εκκλησία και το παρεκκλήσι που επισκέπτομαι λίγο αργότερα. Θέλω, δε θέλω η κατανυκτική ατμόσφαιρα, το ημίφως που διαχέεται μέσα στον χώρο με συνεπαίρνει. Και οι πατέρες απόμακροι, που έρχονται και χάνονται, σιωπηροί πίσω από βαριές πόρτες.
Ίδια και ακόμη πιο έντονη είναι η αίσθηση που έχω όταν στις τρεις τα ξημερώματα παρακολουθώ τον Όρθρο. Ελάχιστα κεριά και οι φιγούρες των μοναχών που μόλις διακρίνονται σπάζουν το απόλυτο σκοτάδι. Φωνές νεανικές που ψέλνουν εναλλάσσονται με εκείνες των γερόντων. Δεν βλέπω καθώς σχεδόν ψηλαφώντας βρίσκω αποκούμπι σ’ ένα στασίδι. Ούτε σκέφτομαι. Δεν θέλω να σκέφτομαι τίποτε συγκεκριμένο. Απλά αφουγκράζομαι, αφήνομαι, νιώθω μια απόλυτη ηρεμία, σχεδόν γίνομαι ένα με τον χώρο.
Για μένα δεν έχει σημασία τι ψέλνουν, από ποιο εδάφιο, ποιο ευαγγέλιο. Σημασία έχει η αύρα που αναδύεται μέσα απ΄ αυτά που λένε. Τι νιώθουν και τι νιώθω. Τι αλήθεια αισθάνονται αυτοί που επαναλαμβάνουν καθημερινά την ίδια πάντα ώρα για χρόνια ολάκερα τους ίδιους ψαλμούς. Είναι η κατάνυξη, η επαφή με το Θείο; Ή η επανάληψη έχει άλλο στόχο; Πολλά τα ερωτήματα, διαφορετικές ίσως οι προσεγγίσεις. Όπως για παράδειγμα πέρα από τη λατρεία και την πίστη, ποιος είναι ο στόχος σ΄ αυτή τη ζωή που είναι μία και μοναδική.
Το πρωϊνό ή μάλλον το μεσημέρι, μια και στο Άγιον Όρος διατηρείται η βυζαντινή ώρα, στην τραπεζαρία τρώμε όσπρια και πίνουμε κόκκινο κρασί ενώ ένας μοναχός διαβάζει αποσπάσματα κατήχησης. Μάγειρας ένα νέο παιδί, δόκιμος καλόγερος που τον γνώρισα αργότερα. Για ν΄ αναρωτηθώ ακόμη μια φορά τι είναι αυτό, ποιο είναι το καθοριστικό στοιχείο που οδηγεί ένα νέο άνθρωπο να επιλέξει το δρόμο προς το μοναχισμό.
Είναι κάποιο τραγικό συμβάν, μία απογοήτευση, η αναζήτηση της μιας και μοναδικής αλήθειας, του νοήματος της ζωής; Είναι μία διέξοδος στα αδιέξοδα της καθημερινής ζωής; Μπορείς ν΄ αφήσεις τον αγώνα για μια δίκαιη κοινωνία, για δικαιοσύνη, για αλληλεγγύη; Πώς μπορεί να φαντάζουν αυτά μάταια, χωρίς σημασία στο νου ενός εικοσάχρονου μοναχού; Ή μήπως εδώ στο δρόμο της μοναχικής ζωής, έχοντας απαρνηθεί ακόμη και τον έρωτα, νιώθει πραγματικά ευχαριστημένος; Κι αν όλα αυτά δεν έχουν σημασία, παρά μόνον η πίστη σ΄ έναν θεό, γιατί υπάρχουν κοινά στοιχεία με βουδιστές μοναχούς;
Τα ερωτήματα στριφογυρίζουν καθώς στην τραπεζαρία αναζητώ γνώριμα πρόσωπα μοναχών, αυτών που στο παρελθόν συνομιλούσα. Ξεχωρίζω μονάχα δύο. Άλλοι δύο γνωστοί με τους οποίους συζητούσα ώρες ατέλειωτες μαθαίνω ότι έφυγαν. Εγκατέλειψαν το μοναστήρι. Και από αυτούς που έμειναν ο ένας δείχνει απρόσιτος, απρόθυμος να μιλήσει. Τον απορρόφησε το δόγμα της Ορθοδοξίας; Αισθάνεται κουρασμένος από την έλευση χιλιάδων προσκυνητών; Άγνωστο… Ο άλλος, παρότι το διακόνημά του τον κρατά μακριά από το πλήθος, είναι πάντα έτοιμος να συζητήσει, να ακούσει.
Οι λιγοστές μέρες κυλούν με ξεναγήσεις στα άδυτα του μοναστηριού, εκεί όπου φυλάσσονται ιερά κειμήλια και χειρόγραφα χιλίων και πλέον ετών, ίχνη μιας ιστορίας που συνήθως διδασκόμαστε στα σχολεία με στρεβλό τρόπο, περιπάτους, συζητήσεις, αναστοχασμούς και μεγάλες σιωπές.
Έξω από το μοναστήρι κάτω από μια βαριά σκιά, παρέα με την απεραντοσύνη της θάλασσας και τα τιτιβίσματα των πουλιών γράφω τις εντυπώσεις μου. Φεύγω από το Άγιον Όρος με ανάμεικτα συναισθήματα και πολλές σκέψεις. Βρήκα τον τόπο ίδιο, αλλά τους ανθρώπους ολίγον τι διαφορετικούς.
Μύθος ή πραγματικότητα η βαθιά θρησκευόμενη κοινότητα των μοναχών ζει στους δικούς της ρυθμούς έξω από τον χρόνο και τα εγκόσμια. Τουλάχιστον η πλειοψηφία τους. Εν τέλει το ταξίδι της ζωής, ο δρόμος που χαράζει ο καθένας μας είναι προσωπική υπόθεση. Αρκεί να έχουμε τα μάτια ανοικτά.