Σπάνιες άγνωστες εικόνες της πυρκαγιάς του 1917
Συγκλονιστικές φωτογραφίες από μια ιδιωτική συλλογή. Η πόλη στάχτη και οι άνθρωποι περιφέρονται στα ερείπια.
Από τη συλλογή του Γιώργου Καϊτατζίδη
Ένα μοναδικό υλικό που δείχνει την πόλη στις φλόγες και τους ανθρώπους της να περιφέρονται με απόγνωση στα ερείπια. To κείμενο που ακολουθεί είναι της πολεοδόμου Αλέκας Καραδήμου Γερόλυμπου για το πρόγραμμα της δράσης της parallaxi Έγινε η σπίθα πυρκαγιά, το Σάββατο 23/9/2017.
Η καταστροφή μιας πόλης είναι ένα τραγικό γεγονός με οδυνηρές επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του πληθυσμού της, στις διαδικασίες εξέλιξης της περιοχής, στις προσδοκίες των κατοίκων της και στην καθημερινότητά τους. Οι μηχανισμοί της καταστροφής σχεδόν νομοτελειακά απελευθερώνουν διεργασίες που υπό άλλες συνθήκες θα χρειαζόνταν διάφορους χρόνους, τρόπους και ρυθμούς για να τεθούν σε λειτουργία.
Η παλιά πόλη και η παραδοσιακή διάρθρωση. Ως το 1869 η πόλη κρατούσε το σχήμα που είχε αναπτύξει στην μακραίωνη ιστορία της από τον 7ο αιώνα, περιχαρακωμένη στο εσωτερικό του βυζαντινού τείχους σε μια περίμετρο 8 χιλιομέτρων. Στο εσωτερικό της oι κάτοικοι ζούσαν σε χωριστές συνοικίες κατά θρησκεία και εθνική προέλευση, σε επαφή μεταξύ τους αλλά χωρίς ανάμειξη. Το μεσογειακό κλίμα ευνοούσε την υπαίθρια και συλλογική διαβίωση, ενώ χωριστά από τις περιοχές κατοικίας, όπως συμβαίνει στις πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου, αναπτύσσονταν οι δραστηριότητες των εργαστηρίων και της αγοράς.
Στο πλαίσιο των Οθωμανικών μεταρρυθμίσεων θα ξεκινήσει η αναμόρφωση της πόλης το 1869 με την κατεδάφιση του παραλιακού τείχους και την δημιουργία μιας εκτεταμένης προκυμαίας. Η απογραφή του 1913 καταγράφει 61.439 ισραηλίτες, 39.956 έλληνες, 45.867 τούρκους, 6.263 βούλγαρους και 4.364 ‘ξένους’ σ’ ένα σύνολο 157.889 κατοίκων (Δημητριάδης 1983).
Η μεγάλη πύκνωση ενός ήδη παλαιωμένου κτιριακού αποθέματος, οι συχνές πυρκαγιές, οι οικονομικές διακυμάνσεις και η απουσία οποιασδήποτε κοινωνικής μέριμνας για την κατοικία οξύνουν δραματικά το στεγαστικό πρόβλημα και τις συνθήκες υγιεινής μέσα στην πόλη. Περιοχές τρωγλών καλύπτουν τις δυτικές συνοικίες εκτός των τειχών καθώς και τμήματα του ιστορικού κέντρου. Δίπλα στα ‘στρατόπεδα’ των φτωχών και των προσφύγων, μια σειρά από ‘εξευρωπαϊσμένες συνοικίες’ διαμορφώνονται με νέους τύπους κτιρίων και νέες αρχιτεκτονικές μορφές.
Η δεκαετία 1912-1922. H ενσωμάτωση του βορειοελλαδικού χώρου στο ελληνικό κράτος συνοδεύτηκαν από εκτεταμένες καταστροφές πόλεων, κυρίως στην Aνατολική Mακεδονία. Μόνον η Θεσσαλονίκη υποδέχεται συνεχώς νέους κατοίκους, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της να αυξάνεται γοργά.
H πυρκαγιά στις 5 /18 Αυγούστου 1917, αποτελεί ένα ορόσημο στην ιστορία της πόλης, καθώς κατέστρεψε τελεσίδικα το ιστορικά διαμορφωμένο κτιριακό της απόθεμα. Η πυρκαγιά έπληξε αδιάκριτα τις λιθόκτιστες νέες συνοικίες της προκυμαίας και της οδού Αγίας Σοφίας, τις μεσαιωνικές σκεπαστές αγορές και τις εκτεταμένες, πολυάνθρωπες και δαιδαλώδεις φτωχογειτονιές που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού κέντρου. 9500 κτίσματα έγιναν παρανάλωμα του πυρός και πάνω από 70.000 άνθρωποι (52.000 εβραίοι, 10.000 χριστιανοί και 11.000 μουσουλμάνοι) έμειναν άστεγοι. Οικονομικές και εμπορικές λειτουργίες, διοικητικές υπηρεσίες και τα σημαντικότερα πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων μαζί με τα αρχεία τους (μεταξύ των οποίων 16 συναγωγές και η αρχιραββινεία, 12 τζαμιά και 3 χριστιανικοί ναοί, μεταξύ των οποίων ο αρχαίος ναός του Αγίου Δημητρίου) καταστράφηκαν ολοσχερώς. Παραδόξως δεν έχουν καταγραφεί ανθρώπινα θύματα.
H πυρκαγιά εξαφάνισε ουσιαστικά την ‘ανατολίτικη’ πλευρά του χαρακτήρα της πόλης και εξάλειψε τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά που συνέχιζαν να επιβιώνουν παρά τις προηγούμενες εκσυγχρονιστικές προσπάθειες. Tο σχέδιο που εκπόνησε για τη Θεσσαλονίκη η Διεθνής Eπιτροπή Σχεδιασμού υπό την καθοδήγηση του γάλλου αρχιτέκτονα Eρνέστ Eμπράρ αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εγγραφή της πολεοδομίας της εποχής στις τοπικές γεωγραφικές και ιστορικές ιδιομορφίες. Η πόλη εντός των τειχών ανασχεδιάσθηκε από την αρχή, «ως ένα λευκό χαρτί», αγνοώντας τις ποικίλες δεσμεύσεις που ο χρόνος, οι ιστορικές περιπέτειες και η μορφή της ιδιοκτησίας πάντα επιβάλλουν.
Το σχέδιο και η σύγχρονη πόλη. Παρά τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, το σχέδιο εφαρμόστηκε στο μεγαλύτερο μέρος του. Εισήγαγε ευρείες λεωφόρους σ’ ένα ιεραρχημένο οδικό δίκτυο, συγκέντρωση των δημοσίων υπηρεσιών και δημιουργία ενός πολιτικού κέντρου για την πόλη (άξονας Αριστοτέλους), ορθολογική οργάνωση των χώρων παραγωγής και κατανάλωσης, κανονικά σχήματα οικοδομικών τετραγώνων και οικοπέδων, ανάδειξη του μνημειακού πλούτου της βυζαντινής και της οθωμανικής περιόδου, διατήρηση ορισμένων ‘γραφικών’ συνοικιών και μεγάλους ελεύθερους χώρους για πλατείες και πάρκα.
Προέβλεπε τον διπλασιασμο του πληθυσμού στο εσωτερικό μιας περιμετρικής πράσινης ζώνης, πέραν της οποίας απαγορευόταν η επέκταση της πόλης (το δάσος του Σέιχ-σου)…Επίσης εκπονήθηκαν σχέδια για το υπό ίδρυση Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, για τους εργατικούς συνοικισμούς-κηπουπόλεις, για τις βιομηχανικές ζώνες, για τις επεκτάσεις της πόλης που σχεδιάσθηκαν ως προάστια μέσα στο πράσινο. Σημαντική υπήρξε η συμβολή της Eπιτροπής σε πρότυπα σχέδια για τον νέο τύπο συλλογικής κατοικίας, την πολυκατοικία με διαμερίσματα, ενώ πρωτοεμφανίζεται η οριζόντια ιδιοκτησία. Πρόθεση των σχεδιαστών ήταν να μην υπερβεί ο πληθυσμός τις 350.000 κατοίκων και η επί πλέον αύξηση να διοχετευθεί προς άλλες πόλεις της περιοχής.
Παρά τις εξαιρετικά δυσμενείς ιστορικές συνθήκες που ακολούθησαν τα πρώτα χρόνια της ανοικοδόμησης, η Θεσσαλονίκη του 1917 δεν έχασε την ευκαιρία να ανανεωθεί εκμεταλλευόμενη τα δεδομένα της καταστροφής.
Τα θετικά ή αρνητικά στοιχεία του ισοζυγίου μπορεί να διαφέρουν για τον καθένα μας. Ωστόσο και μέχρι σήμερα το σχέδιο της πόλης του 1917 επιδέχεται διορθώσεις και αποδέχεται παρεμβάσεις που επιτρέπουν στον αστικό χώρο να λειτουργεί και … κάποτε-κάποτε να μας γοητεύει.