Θέατρο

40 χρόνια από μια μυθική παράσταση της Θεσσαλονίκης

Το χειμώνα του 1981 ήμουν 15 χρόνων. Πήγαινα στην πρώτη Λυκείου. Όταν είδαμε με τον επιστήθιο φίλο μου, ηθοποιό και μακαρίτη εδώ και χρόνια Νίκο Σαρόπουλο στο πανό του ΚΘΒΕ με τις παραστάσεις του χειμώνα, από το φθινόπωρο, την αναγγελία της ”Όπερας της Πεντάρας” του Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Κούνδουρου αποφασίσαμε πως η ώρα της θεατρικής […]

Γιώργος Τούλας
40-χρόνια-από-μια-μυθική-παράσταση-της-θ-715733
Γιώργος Τούλας

Το χειμώνα του 1981 ήμουν 15 χρόνων. Πήγαινα στην πρώτη Λυκείου. Όταν είδαμε με τον επιστήθιο φίλο μου, ηθοποιό και μακαρίτη εδώ και χρόνια Νίκο Σαρόπουλο στο πανό του ΚΘΒΕ με τις παραστάσεις του χειμώνα, από το φθινόπωρο, την αναγγελία της ”Όπερας της Πεντάρας” του Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Κούνδουρου αποφασίσαμε πως η ώρα της θεατρικής μας ενηλικίωσης είχε φτάσει.

Βγάλαμε εισιτήρια για το δεύτερο εξώστη στη λαϊκή βραδινή της Κυριακής 8 Φεβρουαρίου. Θα μου πεις πώς θυμάσαι ακόμα την ημερομηνία; Θα σου εξηγήσω παρακάτω.

Πήγαμε στο θέατρο ένα μισάωρο νωρίτερα. Πιάσαμε τις θέσεις μας εκεί ψηλά στην εξορία του δεύτερου εξώστη, κρεμασμένοι σχεδόν για να βλέπουμε και περιμέναμε. Η παράσταση ξεκίνησε και αυτό που νοιώσαμε στη διάρκεια της σπάνια το αισθάνθηκα τόσο έντονα ξανά. Από τη μία ο Μπρεχτικός λόγος, αυτή η ανηλεής κριτική στα τρωτά του καπιταλισμού και η ουμανιστική του ματιά στην ανθρώπινη μοίρα, από την άλλη η δύναμη του ίδιου του μιούζικαλ.

Το τεράστιο στα μάτια μας θέατρο, το θέατρο της ΕΜΣ, που δεν είχαμε ξαναπάει, η απίστευτη δουλειά του Κούνδουρου και οι συντελεστές της παράστασης που δημιούργησαν ένα μοναδικό πολυθέαμα.

Γυρίσαμε σπίτι με τα πόδια, στην Τούμπα για να συζητήσουμε όσα είχαμε αισθανθεί. Μπαίνοντας στο σπίτι η τηλεόραση μετέδιδε την τραγωδία της θύρας 7 στο Καραϊσκάκη. Είκοσι ένας άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους στη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική τραγωδία της χώρας. Οι γονείς μου έβλεπαν σαστισμένοι. Εγώ όμως ήμουν όμως αλλού. Σχεδόν δεν άκουγα. Με είχε καταπιεί η παράσταση.

Χρόνια αργότερα, χειμώνας 1987. Στο πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Έχουμε ένα μάθημα που ονομάζεται Κινηματογράφος, Ιδεολογία και Πολιτική. Η δασκάλα μου, η Μαρία Κομνηνού, μας ανακοινώνει ότι την επόμενη βδομάδα μας έχει μια έκπληξη. Θα έχουμε έναν σπουδαίο καλεσμένο και μαζί του θα δούμε μια ταινία και θα κουβεντιάσουμε.

Η ταινία αρχίζει να παίζει. Είναι ο Δράκος. Πλάι μας κάθεται ο Νίκος Κούνδουρος. Νοιώθω  δέος. Η κουβέντα μαζί του κράτησε τρεις ώρες. Όλη η δεκαετία του εξήντα εξηγήθηκε μέσα μου με τον καλύτερο τρόπο. Στο τέλος σήκωσα το χέρι και του είπα ότι η Όπερα του με είχε κάνει να αγαπήσω το θέατρο έξι χρόνια πριν. Γέλασε και μου είπε αφοπλιστικά: Τι περιπέτεια και κείνη! Της χρωστάω της Θεσσαλονίκης όσα έζησα εκεί πάνω τότε…

Η Όπερα της Πεντάρας, στην εκδοχή του Κούνδουρου ανέβηκε στο ΚΘΒΕ στις 29/11/1980.

Το πρόγραμμα της παράστασης, που το έχω ακόμα κρατημένο έγραφε:

”Η ιστορία στρέφεται γύρω από τον υπόκοσμο του Λονδίνου και τις διασυνδέσεις του με την εξουσία. Στη δράση συμμετέχουν τρία κοινωνικά στρώματα: το επιχειρησιακό κεφάλαιο, που κατασκευάζει ανάπηρους και απομυζεί από τις χριστιανικές αρετές της συμπόνιας και της φιλανθρωπίας, το περιθωριακό κεφάλαιο, προάγγελος των συνδικάτων του εγκλήματος και της εξάπλωσης της οργανωμένης πορνείας και η έννομη τάξη της κρατικής αστυνομίας, η οποία ανέχεται για λόγους συμφέροντος να συνεργάζεται με τα συνδικάτα. Ο Μπρεχτ δανείζεται από την καπιταλιστική οικονομία τους μηχανισμούς και από τον υπόκοσμο το ‘ήθος’, με το οποίο πλάθει την μεταπολεμική κοινωνία της Γερμανίας. Διαφθορά, εκβιασμός και υποκρισία είναι τα νήματα, με τα οποία πλέκει το μύθο του, έχοντας στόχο τον ανελέητο σαρκασμό των αστικών ηθών. Όπως σε πολλά έργα του, έτσι κι εδώ καταγγέλλει την κοινωνική διάρθρωση, την οποία θεωρεί υπαίτια της κατάπτωσης των ανθρώπων, πιστεύοντας πως αν αλλάξει η άδικη κοινωνική δομή, τότε θα μεταβληθούν και οι άνθρωποι προς το καλύτερο.”

Λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης οι ηθοποιοί αρνήθηκαν να κάνουν υπερωρίες στις πρόβες και ο Κούνδουρος θυμωμένος δεν παραβρέθηκε στην πρεμιέρα μιλώντας για άρνηση πνευματικής αυτοδιάθεσης που απαιτείται στο ιερό καθήκον του ηθοποιού είπε την επομένη της πρεμιέρας στην Ελένη Πετάση.

Ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο μάγος των κοστουμιών είχε την καλοσύνη να μας μιλήσει για τον Κούνδουρο και την παράσταση:

”Με το Νίκο συνεργαζόμαστε. Αργότερα μάλιστα κάναμε στη Ρωσία τα κοστούμια του Μπάιρον. Ήταν φίλος πολύ. Δούλευα αρκετά στο ΚΘΒΕ, είχα και ένα σπίτι επάνω. Η δουλειά είχα όλο το ταμπεραμέντο του Νίκου, τον παλμό του η παράσταση. Ένα μείγμα αισθητικής δικής μου και της προσωπικής ματιάς του. Και ισχυρή εικαστική άποψη. Ήμαστε πολύ φίλοι και περνούσαμε γοητευτικά, τσακωνόμαστε με κέφι και αγάπη. Με το Νίκο έχω από τις πιο τρυφερές αναμνήσεις. Αγαπούσαμε πολύ τον Μπρεχτ, μας είχε επηρεάσει πολύ, δεν το έκανες απλά επαγγελματικά. Το θέμα δεν είναι πως συντέριαζες το θέμα του Μπρεχτ με το ταμπεραμέντο του Κούνδουρου που ήτανε πολύ φλαμπέ. Αργότερα το έκανα με τον Ντασέν και τη Μελίνα αλλά ήταν αλλιώς. Με τον Κούνδουρο, επειδή ήταν εικαστικός ψάχναμε να βρούμε έναν τρόπο ανάμεσα στο καμπαρέ, το καρναβάλι και την υπερβολή να βγούνε οι αλήθειες και οι αγωνίες του έργου. Ήταν μια πολύ γοητευτική περίοδος στη Θεσσαλονίκη.”

H  Ανέζα Παπαδοπούλου, Πόλυ της παράστασης θυμάται σήμερα:

”Το Σεπτέμβρη του 80 το ΚΘΒΕ με ειδοποίησε ότι είχα επιλεγεί να ερμηνεύσω τον ρόλο της Πόλυ Πίτσαμ στην” Όπερα της Πεντάρας” του Μπρεχτ σε σκηνοθεσία του Νίκου Κούνδουρου. Αυτός ο μεγάλος κινηματογραφικός δημιουργός θα ανέβαζε το πρώτο του θεατρικό έργο στην Θεσσαλονίκη.

Δεν γνωριζόμασταν και μέχρι σήμερα πιστεύω πως η αγαπημένη μας δασκάλα μουσικής η Αίγλη Χάνα Βάγια καθώς γνώριζε ότι τραγουδούσα και χόρευα έβαλε το χεράκι της για αυτήν την επιλογή μου!!!! Είχα βέβαια ήδη παίξει σε 2 άλλα έργα του Μπρεχτ, το Ψωμάδικο και το ”Μικρό Μαχαγκόνυ” σε σκηνοθεσία και ειδική διδασκαλία πάνω στο θέατρο τού Μπρεχτ από τον Θόδωρο Τερζόπουλο, που πρόσφατα είχε επιστρέψει από το ENSABLE της Γερμανίας

Όμως τρόμαξα και ευχόμουν να μην ήταν να συμβεί ποτέ. Ο Νίκος κουβαλούσε το μύθο του και εγώ την απειρία  της πολύ νεαρής ηθοποιού. Μετά από μια μέρα δειλά άνοιξα την πόρτα προβών του 5ου ορόφου και αντίκρυσα ένα μεγάλο γκρουπ ηθοποιών του ΚΘΒΕ.

Ανάμεσα τους ένα λιοντάρι με ανθρώπινη μορφή και βλέμμα. Τον Νίκο Κούνδουρο. Μια πληθωρική παρουσία της οποίας η εκπομπή αγκάλιαζε όλη την αίθουσα!

Εκεί και ο Νίκος Μαμαγκακης ο τόσο ιδιαίτερος μουσικός για την διασκευή των τραγουδιών χαμηλών τόνων, αλλά με βλέμμα γεμάτο καλοσύνη και χιούμορ εκεί και η μεταφράστρια η Σωτηρία Ματζίρη που τόσο πολύ αγάπησε μέχρι το τέλος ο Νίκος.

Ο Διονύσης ο Φωτόπουλος, η Βερούλα που τη γνώριζα σαν θεατής από τον κινηματογράφο Ο Φλερρύ, Ο Λέφας, ο Βρεττός, ο Ζαφειρης, η Ρίκα η Γαλάνη, π Ντομουζης η Μόνα η Ιφιγένεια αγόρια κορίτσια.Πήγα και έκατσα πίσω πίσω να εξαφανιστώ!!!

Και ήρθε η ώρα να με καλέσει η Αίγλη για να με ακούσουν. Από κει και μέχρι την πρεμιέρα έζησα μια πολύχρωμη πολύχρωμη ατμόσφαιρα γιορτής γιατί αυτό έχει αποτυπωθεί μέσα μου.

Όλα, οι διάδρομοι τα καμαρίνια τα παρασκήνια με την αξέχαστη μυρωδιά του ξύλου. Η σκηνή έσφυζαν από ζωή από τραγούδι από χορό από ζευγάρια που δοκιμάζονταν σε σκηνές τους από συνεχείς επαναλήψεις από μια ευφορία τόσο γόνιμη. Ο Νίκος μετέδιδε ενθουσιασμό, ζωτικότητα, έτοιμος για όλα σαν παιδί που αυτοσχεδιάζοντας χωρίς σοβαροφάνεια, τον μόχθο τον εκανε παιχνίδι προσδοκια και ψάρευε έτσι έτσι το καλύτερο σου, διάχυτη η παρουσίαση γέννησε αυτό που όπως λες φώλιασε στην καρδιά μας και στην μνήμη μας!

Τα κοστούμια μοναδικά ο Φλερυ τόσο αγαπημένος, η Αίγλη επίμονη!

ΓΙΟΡΤΗ!!!!!! 29 11 80 η πρεμιέρα, ο Νίκος δεν ήρθε δεν θυμάμαι γιατί θύμωσε μάλλον ναι για το ωράριο και τις απαγορεύσεις…ένα ελεύθερο πνεύμα που δεν καταλάβαινε από κανόνες που δεν ανοίγουν τα όρια όταν χρειάζεται.

Και από τότε και μέχρι τέλος της σεζόν τσαμπιά που λέγαμε οι θεατές, μέχρι τον δεύτερο εξώστη, κάθε μέρα ένας χαρούμενος πολύχρωμος χειμώνας της Θεσσαλονίκης. Εγώ την γιορτή την μέθη της κρατώ αυτή που τόσο σπάνια πια.

‘Οταν έφυγε απ’ αυτόν τον κόσμο ο Νίκος ήμουν στην Αμερική. Δεν πήρα ούτε να συλληπηθω όταν γύρισα δεν ήθελα τα τελευταία χρόνια τον είχα επισκεφτεί. Πάντα με την καφέ μαύρη ενδυμασία με το την απίστευτη ζωτικότητα να ψάχνει για το επόμενο. Και με τον Μαμαγκακη γιορτάσαμε μια καθαρή Δευτέρα. Ηταν αποχαιρετισμός!

ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΕΧΟΥΝ ΗΔΗ ΣΥΜΒΕΙ …ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΙΑ ΣΤΟ ΤΟΠΙΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ενώ μοιάζουν σαν ναταν χτες! Τι ζητάω απ’ την ζωή, τραγούδαγε η Πόλυ έναν άνδρα ή αγαπήσω να με θέλει να τον θέλω και να ζήσουμε μαζί ψάχνοντας τον μίτο της ζωής της μέσα σ’ αυτόν τόν δαιδαλώδη κόσμο!”

Ο σημερινός καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ, Νίκος Κολοβός έπαιζε σε κείνη την παράσταση το Σουγιά. Θυμάται για μας:

”Νοέμβριος του 1980 και στην Κεντρική Σκηνή της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, μιας άλλης Θεσσαλονίκης, κοντά σαράντα χρόνια νεότερης, η «ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ», ανεβαίνει σε σκηνοθεσία ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΥ.

Πολύμηνες πρόβες κι ένα δεμένο καμαρίνι, δικαιώνουν τη σφραγίδα που φέρει διαχρονικά ως παράσταση – αναφοράς για το ΚΘΒΕ το ανέβασμα του έργου.

Τα ονόματα που υπογράφουν την παραγωγή ηχηρά (Διονύσης Φωτόπουλος, Γιάννης Φλερύ, Νίκος Μαμαγκάκης κα).

Μοιάζουν καλοκουρδισμένες νότες στο αριστουργηματικό πεντάγραμμο του Κουρτ Βάιλ, και μια πλειάδα εξαίρετων ηθοποιών που σήκωσαν στις πλάτες τους το βάρος των χαρακτήρων του μαγικού Μπέρτολ Μπρέχτ (Βέρα Κρούσκα, Νίκος Βρεττός, Ρίκα Γαλάνη, Ανέζα Παπαδοπούλου, Γιώργος Λέφας και τόσοι άλλοι).

Η ιστορία λίγο πολύ γνωστή, τοποθετεί τα πρόσωπα στην βικτοριανή εποχή : μέσα σε μια κοινωνία διαφθοράς με προσχήματα αξιών, το νόημα του αληθινού διαρκώς σε ανατροπή. Ένας στυγνός επιχειρηματίας, μια εταιρία – βιτρίνα, η εκμετάλλευση των φτωχών του Λονδίνου, ένας ληστής για … παχουλά πορτοφόλια, ένας επίορκος αστυνόμος και μια διάσημη εκδιδόμενη.

Η σκηνή γεμίζει εργάτες, ζητιάνους κι ανθρώπους της χαμηλής κοινωνικής τάξης… Καλούμαι να υποδυθώ τον Σουγιά, το άνθρωπο με το μπάντζο: από την ανάγνωση ακόμη θυμάμαι τα τελευταία λόγια του ληστή Μακ : «… Γιατί; Τί το κακό μπορεί να σε κάνει σε τούτο τον κόσμο ένας φουκαράς κατεργάρης, μπροστά στους μεγαλο-κατεργάρηδες της γης»;

Μια κοινωνία ολόκληρη σ’ έναν αέναο εθισμό προς απόκτηση εύκολου χρήματος και στη θέα του κανείς δεν λογαριάζει κανέναν και τίποτα!

Σκέφτομαι πόσο διαχρονικά και παράλληλα σκληρά επίκαιρη διαπίστωση είναι αυτή, όπως κι η υποκειμενικότητα που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις, αξίες και τις δομές.

Το Κρατικό Θέατρο έδωσε 68 παραστάσεις τότε.

Η ζωή όμως φοβάμαι ότι συνεχίζει τις δικές της Ίσως σε άλλα σκηνικά σύμπαντα, ίσως φορώντας διαφορετικά κοστούμια, μιλώντας άλλες γλώσσες, και πάντως -δυστυχώς- το μοτίβο της παγκόσμιας έλλειψης ισορροπιών, δεν αλλάζει.”

Η παράσταση παίχτηκε 68 φορές και την είδαν 34.783 θεατές μέχρι τις 17/05/1981.

Οι κριτικές διχάστηκαν, με την πλειοψηφία να στέκεται επικριτικά απέναντι της. Μία αισθησιακή και ψυχαγωγική ‘όπερα της πεντάρας’ τη χαρακτήρισε στη Μεσημβρινή στις 13/03/1981 η Ελένη Βαροπούλου. Αριστοτεχνικό θέαμα που έλκει το κοινό τη χαρακτηρίζει ο Αντώνης Κούφαλης στο Αντί που διαπιστώνει και αστοχίες. Σκορδαλιά χωρίς σκόρδο τη χαρακτήρισε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στο Βήμα. Για αποθέωση της γραφικότητας γράφει ο Τάσος Λιγνάδης στα Επίκαιρα.

Ο στον Αγωνιστή έγραψε ότι ο Κούνδουρος πρόσφερε νέο φωτισμό και επιμηκυνσεις στο έργο, ο Θόδωρος Κρητικός στην Ελευθεροτυπία μίλησε για ζαμανφουτισμό και ευκολία.

Ο ίδιος ο Κούνδουρος απάντησε στα Επίκαιρα στο τέλος της σεζόν για τις κριτικές δεικτικά:

”25 χιλιάδες ευχαριστημένοι θεατές είναι πιο ευγενικός στόχος για ένα σκηνοθέτη παρά 4 κυκλοθυμικοί κύριοι (κριτικοί) που απασχολούν με τη γκρίνια τους 4 στήλες εντύπων”

Τη διασκευή και απόδοση των τραγουδιών του Κουρτ Βάιλ στην παράσταση είχε κάνει ο Νίκος Μαμαγκάκης. Η πιανίστα και πρώην καλλιτεχνική διευθύντρια του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης Λόλα Τότσιου θυμάται:

‘Η συμμετοχή μου ως πιανίστα επί σκηνής στην Όπερα της Πεντάρας στο ΚΘΒΕ ήταν η πρώτη εμπλοκή μου εκ των έσω με το θέατρο.

Σχεδόν μόλις είχα επιστρέψει από τον πρώτο κύκλο σπουδών μου στο εξωτερικό, με τις ανησυχίες μου μεν, αλλά απολύτως ταυτισμένη ακόμη με την κλασσική μου παιδεία και τον ακαδημαϊκό τρόπο παιξίματος.

Και ξαφνικά βρέθηκα στο θέατρο, σε έργο του τότε και πάντα αγαπημένου Bertolt Brecht, να παίζω Kurt Weill σε μουσική προσαρμογή του εξαίρετου Νίκου Μαμαγκάκη. Γιορτή!!!

Αισθανόμουν κάπως σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, σε μια υπερπαραγωγή της εποχής, και οδηγούς πρόσωπα μύθους του χώρου τους: Νίκος Κούνδουρος, Διονύσης Φωτόπουλος, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιάννης Φλερύ…..

Μου άρεζε να παρατηρώ το πως έπλαθε ο καθένας το υλικό του, πως σταδιακά δινόταν μορφή και ζωή σε ένα ακατέργαστο υλικό. Και φυσικά είμουν κι εγώ μαγεμένη από την ισχυρή και γεμάτη πάθος προσωπικότητα του Νίκου Κούνδουρου.

Από ηθοποιούς θυμάμαι ιδιαίτερα την Ανέζα Παπαδοπούλου και τη Βέρα Κρούσκα στους πρωταγωνιστικούς τους ρόλους. Νέες, ωραίες, πίναμε τακτικά μαζί το ποτό μας μετά από τις παραστάσεις στο φρέσκο τότε bar flou στη Νικηφόρου Φωκά με την αχώριστη συντροφιά της φίλης Μερόπης Κολλάρου, της πιανίστας που μοιραζόμασταν τις παραστάσεις.

Η Όπερα της Πεντάρας του Νίκου Κούνδουρου θάλεγα πως ήταν μια μυθική παράσταση της εποχής, παιζόταν για καιρό με μεγάλη επιτυχία, κι εκεί είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω για πρώτη φορά τον κίνδυνο της τυποποίησης, της μανιέρας. Ένας ρόλος, μια μουσική ακόμη κι αν παίζονται συνεχόμενα για τέσσερις μήνες χρειάζεται επί σκηνής να ξαναπλάθονται, να έχουν ζωή κι ενέργεια κάθε βράδυ”.

Οι συντελεστές της παραστάσης για την ιστορία:

Σκηνοθεσία: Κούνδουρος, Νίκος Μετάφραση: Κούνδουρος, Νίκος Μετάφραση: Ματζίρη, Σωτηρία Σκηνικά: Φωτόπουλος, Διονύσης Κοστούμια: Φωτόπουλος, Διονύσης Σύνθεση: Βαιλ, Κούρτ Μουσική προσαρμογή: Μαμαγκάκης, Νίκος Διεύθυνση ορχήστρας: Μαμαγκάκης, Νίκος Χορογραφία: Φλερύ, Γιάννης Μουσική διδασκαλία: Χαβά-Βάγια, Αίγλη Γλυπτά: Γερολυμάτος, Διονύσης Ηθοποιοί Λέφας, Γιώργος (ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ) Κολοβός, Νίκος (ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΜΠΑΝΤΖΟ, ΣΟΥΓΙΑΣ) Βρεττός, Νίκος (ΚΥΡΙΟΣ ΠΗΤΣΑΜ) Γαλάνη, Ρίκα (ΚΥΡΙΑ ΠΗΤΣΑΜ) Μήττας, Γρηγόρης (ΦΙΛΤΣ) Ζησιμάτος, Ανδρέας (ΜΑΚΥ Ο ΦΟΝΙΑΣ) Παλαντζίδης, Τάσος (ΜΑΘΙΟΣ) Παπαδοπούλου, Ανέζα (ΠΟΛΥ) Κατραμάδας, Ζαφείρης (ΧΟΝΤΡΟΣ) Ντουμούζης, Γιώργος (ΓΚΑΒΟΣ) Μανουκίδης, Στέφανος (ΜΑΓΟΣ) Δεληγιαννίδη, Ιφιγένεια (ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ, Γ’ ΚΟΡΙΤΣΙ) Τερζόπουλος, Δημήτρης (ΕΝΤΥ) Κουτρούλης, Δήμος (ΧΕΛΩΝΑΣ) Τσαλουχίδης, Θόδωρος (ΣΠΙΘΑΣ, Β’ ΖΗΤΙΑΝΟΣ) Ριζούδης, Θόδωρος (ΠΑΠΑΣ) Ουδινότης, Αλέκος (ΜΠΡΑΟΥΝ Ο ΤΙΓΡΗΣ) Ιωαννίδης, Σίμος (ΜΠΡΑΟΥΝ Ο ΤΙΓΡΗΣ) Κώτσος, Γιώργος (Α’ ΖΗΤΙΑΝΟΣ) Κρούσκα, Βέρα (ΤΖΕΝΗ) Κιτσοπούλου, Μόνα (Α’ ΚΟΡΙΤΣΙ (ΦΑΝΥ)) Νικολαΐδου, Ντίνα (Β’ ΚΟΡΙΤΣΙ) Βρανάς, Γιάννης (ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ ΣΜΙΘ) Τριανταφύλλου, Λίνα (ΛΟΥΣΥ) Αλευράς, Κώστας (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Αποστολίδης, Κώστας (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Γιαννακίδου, Άννα (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Δημάδης, Κώστας (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Δραγόλιας, Ανέστης (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Καράογλου, Θόδωρος (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Καρολίδης, Αντώνης (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Λιναρδή, Κατερίνα (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Μουστάκας, Γιώργος (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Μπαζάκας, Νίκος (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Μπουμπούλη, Ελένη (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Παπαδοπούλου, Φωτεινή (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Παπακυριακίδου, Ζωή (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Σουγιουλτζής, Χρήστος (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Φώτου, Λίλιαν (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Φώτος, Νίκος (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Κώστας, Γιώργος (ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ, ΖΗΤΙΑΝΟΙ) Νικολούδης, Δημήτρης (ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΜΠΑΝΤΖΟ -αντικατάσταση-) Χορευτές Δεληγιαννίδη, Ιφιγένεια Κώτσος, Γιώργος Μουσικοί Κολλάρου, Μερόπη Τότσιου, Λόλα

O Νίκος Κούνδουρος και η Όπερα της Πεντάρας: Ένα σπάνιο ντοκουμέντο από το Αρχείο της ΕΡΤ (video)

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα