Αγγελική Γιαννακίδου: «Στη Θράκη επιβιώνουμε παράγοντας πολιτισμό και όχι πίνοντας καπουτσίνο»
Η ιδρύτρια του Εθνολογικού Μουσείου Θράκης μιλά στην parallaxi για την πατρίδα της ενηλικίωσής της, τη λαϊκή παράδοση και τον θρακιώτικο πολιτισμό.
Μόλις η Αγγελική Γιαννακίδου ενηλικιώθηκε, το 1967, άφησε πίσω της τη Θεσσαλονίκη και έφυγε αρραβωνιασμένη για την Αλεξανδρούπολη. Εκεί έμελλε να γνωρίσει έναν κόσμο άγνωστο και απομονωμένο από την υπόλοιπη χώρα, τη Θράκη, που γρήγορα τη μάγεψε και την έκανε να διαπιστώσει, όπως είχε γράψει και ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος τον 10ο αιώνα, πως «αρχήν δε της Ευρώπης εγώ τίθημι την Θράκην, επεί και αυτό το Βυζάντιον της Θράκης εστί μέρος κάλλιστον και τιμιώτατον».
Η ίδια, ως ξενομερίτισσα, από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής της στο βορειότερο σημείο της Ελλάδας, ξεκίνησε να συλλέγει φιλοτεχνήματα, οικογενειακά κειμήλια, εκκλησιαστικά αντικείμενα, εργαλεία, μουσικά όργανα και φορεσιές, διασώζοντας έτσι, τη συλλογική μνήμη της περιοχής. «Τα αγόραζα όλα, δεν γνωριζόμουν δηλαδή με τους ανθρώπους και τους έπαιρνα τα πράγματα, γιατί έτσι δεν κτίζεται μια σχέση εμπιστοσύνης και επειδή εγώ την είχα μαζί τους, δεν ήθελα να λειτουργήσω με αυτόν τον τρόπο».
«Με ενδιέφερε πολύ να γνωρίζω τους ανθρώπους, γιατί ξαφνικά σου μιλούσανε για μια μικρή, ατομική ιστορία η οποία πήγαινε πολύ μακριά· Στην Ανατολή ή στη βόρεια Θράκη, έξω από τα σύνορα. Έχει ένα ενδιαφέρον να ακολουθήσεις τις διαδρομές αυτές και ακολουθώντας εν τέλει μια προσωπική ιστορία, βγαίνεις σε ιστορικά γεγονότα πάρα πολύ σημαντικά, που άλλαξαν το χρόνο, το χώρο και εννοείται τις ζωές των ανθρώπων. Αυτό βέβαια συνεχώς απαιτούσε περισσότερο διάβασμα και μεγαλύτερη ενασχόληση», μου εξηγεί.
Το 2002, με την παρότρυνση των δύο γιων της, η Αγγελική Γιαννακίδου ανοίγει το Εθνολογικό Μουσείο της Θράκης, ένα καταφύγιο για την κληρονομιά του τόπου. «Είχα κάνει πάρα πολύ ερευνητική δουλειά, γνώριζα καλά το χώρο και είχα στην κατοχή μου αρκετά αντικείμενα. Τα παιδιά μου ήταν αυτά που επέμειναν να κάνω ένα μουσείο, γιατί ήξεραν πως με τη γνώση που είχα θα μπορούσα να προβάλλω την περιοχή».
Στο Εθνολογικό Μουσείο της Θράκης υπάρχουν θεματολογίες που αφορούν την ενδυματολογία, τη λατρεία, ενώ είναι το πρώτο μουσείο στη χώρα στο οποίο υπάρχει τμήμα Διατροφής. Χάλκινα, πήλινα, λατρευτικά αντικείμενα, πληροφορίες που εκτίθενται, αλλά και τα βίντεο που προβάλλονται στους χώρους μπορούν να ενημερώσουν περαιτέρω τους επισκέπτες του.
Αυτό που κάνει ξεχωριστό το συγκεκριμένο μουσείο από άλλους αντίστοιχους φορείς είναι πως εδώ προβάλλεται η ιστορία από την καθημερινότητα και τη ζωή των κατοίκων της Θράκης. «Είναι το μόνο μουσείο που έχει στοιχεία, αντικείμενα και τεκμήρια από τη ζωή ανθρώπων διαφορετικής εθνοτικής και πολιτισμικής προέλευσης, όπως Αρμένων και μουσουλμάνων», συμπληρώνει η κ. Γιαννακίδου. «Όλα αυτά απαιτεί η ανθρωπογεωγραφία. Η Θράκη ήταν από πάντα ένας χώρος με ανθρώπους που περνάνε και που έρχονται από διάφορα μέρη και από διάφορες πραγματικότητες», επισημαίνει η ίδια.
Το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης, επισκέπτεται καθημερινά πλήθος κόσμου από όλη τη χώρα. Παράλληλα, πραγματοποιούνται ορισμένες σπουδαίες δράσεις, όπως αυτή της εκπαίδευσης ενηλίκων, όπου ομάδες των 12 ατόμων ασκούνται, ώστε να μπορούν ως ξεναγοί να ερμηνεύουν τον τόπο τους με μια πολιτιστική ματιά, στο Σουφλί, στο Διδυμότειχο, στη Δαδιά. «Πρέπει να μάθουμε να διαβάζουμε έναν τόπο, μέσα από τον χάρτη των βιωμάτων και όχι μόνο από την τοπογραφία και τα ιστορικά γεγονότα», τονίζει.
Από την άλλη, στο Δίκτυο Τεχνουργών Riza, που ξεκίνησε το 2020 από τα ορεινά χωριά της Ξάνθης και τους οικισμούς του βόρειου Έβρου, συναντάμε γυναίκες που υφαίνουν, αναβιώνοντας τις παραδοσιακές τέχνες στη σύγχρονη καθημερινότητα. «Έχουμε το δίκτυο των τεχνών, ενώ παράλληλα προσπαθούμε τέσσερις συλλογές που έχουμε καταγράψει να τις στήσουμε μουσειολογικά και να κάνουμε μικρά μουσεία σε τέσσερα χωριά, αλλά σωστά φτιαγμένα».
«Τα μουσεία σήμερα έχουν επαναπροσδιορίσει το ρόλο τους, δεν πρέπει να είναι οι χώροι που απλώς μαζεύουν πράγματα και τα “ρίχνουν” για να τα δει ο κόσμος. Σήμερα στα μουσεία ζητάμε προσωπικές ιστορίες, πιο υποκειμενικές ερμηνείες», αναφέρει στη συνέχεια η κ. Γιαννακίδου και προσθέτει:
«Το θέμα είναι πώς θα αξιοποιήσεις την έρευνα στο πεδίο πρακτικά. Εκεί είναι σήμερα το ζητούμενο. Γιατί πληροφόρηση υπάρχει, υπάρχει έρευνα και πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει. Από εκεί και πέρα είναι πώς θα αξιοποιήσεις αυτά τα πράγματα. Να πηγαίνουμε ένα βήμα παρακάτω και η τεχνολογία, ο τεχνολογικός πολιτισμός που έχει αναπτυχθεί βοηθάει πάρα πολύ και πρέπει να το εκμεταλλευτούμε».
Για την ίδια «ένα μουσείο στην επαρχία δεν έχει την ίδια επιφάνεια που θα μπορούσε να έχει στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, αλλά όλα αυτά έχουν να κάνουν γενικώς με την αντίληψη που έχουμε περί πολιτισμού. Πολιτισμό μπορεί πλέον να θεωρούμε το να πάμε σε μια γκαλερί και να βγάλουμε μια φωτογραφία για να την αναρτήσουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά δεν είναι αυτό. Πολιτισμός είναι ο τρόπος που ζούμε το προϊόν που προκύπτει από τη συμπεριφορά των ανθρώπων και η συμπεριφορά έχει να κάνει με το πως αξιολογούμε τον τόπο μας, την ιστορία μας και όλα αυτά. Είναι ένα δύσκολο, περίπλοκο θέμα».
Μιλώντας για τη Θράκη, η κ. Γιαννακίδου μου λέει: «Εμείς εδώ έχουμε ένα τεράστιο πεδίο έρευνας, αλλά και δράσης, γιατί πρέπει να διαχειριστούμε όλο αυτό το πολιτιστικό απόθεμα, έτσι ώστε να γίνει μια δυναμική για τον τόπο και να ενισχυθούν οι άνθρωποι για να συνεχίσουν. Αν παρουσιάσεις το χώρο σου σαν ένα νεκροταφείο που έχεις κρεμασμένα δέκα πράγματα, δεν το καταφέρνεις αυτό. Πρέπει να βρεις τον τρόπο να εντάσσεις και να συνδέεις το παρελθόν με τη σύγχρονη κοινωνία. Εμείς στη Θράκη συνεχίζουμε να επιβιώνουμε παράγοντας πολιτισμό και όχι πίνοντας μόνο φραπέ και καπουτσίνο».
“Να γίνει ένας εκδημοκρατισμός της κουλτούρας και τους αόρατους να τους κάνουμε ορατούς”
«Την εποχή όπου γίνεται η μεγάλη συζήτηση για τα δικαιώματα και τη συμπερίληψη, δηλαδή το πώς θα συμπεριλάβεις μέσα στο οπτικό σου πεδίο και στο πεδίο των δράσεων, ανθρώπους που δεν είναι ορατούς, που είναι σε απομακρυσμένες περιοχές και δεν πρόκειται να έρθουν, πρέπει να τους βρεις εσύ. Πρέπει να γίνει ένας εκδημοκρατισμός της κουλτούρας και τους αόρατους να τους κάνουμε ορατούς. Το μουσείο έχει ένα σημαντικό ρόλο σε αυτό και πρέπει να το κάνει. Βέβαια, είναι πολύ δύσκολο να γίνει στην πράξη. Υπάρχουν άτομα που δεν μπορούν να έρθουν σε ένα μουσείο, δεν έχουν πρόσβαση. Υπάρχουν άνθρωποι καθηλωμένοι στις μικρές κοινότητες στα χωριά τους. Ο λαϊκός πολιτισμός έχει μια δυναμική και πρέπει να τους το εξηγήσεις, γιατί οφείλουμε να χρησιμοποιούμε τη τοπικότητα και τη δεξιοτεχνία αυτή που κατέχουμε ως μικρή κοινωνία ως ένα αναπτυξιακό εργαλείο. Πρέπει να πας εσύ να τους βρεις. Δεν είναι εύκολο, γιατί τους κινητοποιείς σε μια άλλη κατεύθυνση που έως τώρα δεν ήταν μαθημένοι».
Η Αγγελική Γιαννακίδου, που έκανε πατρίδα της τη Θράκη, καταλήγει κάνοντας λόγο για τη μνήμη της συμβίωσης του “διαφορετικού”: «Σε εποχές παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, μεγαλύτερη σημασία στον ελλαδικό χώρο έχει η βόρεια πλευρά και η Θράκη, επειδή είναι ο ενδιάμεσος χώρος της ανατολής και της δύσης. Η γεωγραφία είναι αυτή που καθορίζει και την ιστορία και την ανθρωπογεωγραφία και τον πολιτισμό, την πολιτιστική φυσιογνωμία της περιοχής.
Είμαστε στα σύνορα κοντά, πρέπει να αυτοπροσδιοριστούμε, να συνεχίσουμε να παράγουμε αυτόν τον πολιτισμό τον οποίο παρήγαγε η Θράκη, ένας πολιτισμός πολύ σημαντικός, ο οποίος μέσα από τόσο μεγάλα ιστορικά γεγονότα , με ένα πολιτιστικό απόθεμα τεράστιο δίνει ένα πολύ σημαντικό μάθημα στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αυτό του σεβασμού του άλλου. Γιατί αυτό είναι το σημαντικό για εμάς. Ότι έχουμε τη μνήμη, τον κώδικα επικοινωνίας με τους άλλους, με ανθρώπους του άλλου δόγματος και όμως συνυπάρχουμε διαχρονικά με όποια προβλήματα μπορεί να προκύψουν, χωρίς να έχουν δημιουργηθεί συμπεριφορές εξτρεμιστικές. Είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά. Και αυτό που λένε οι άλλοι στη θεωρία για τον σεβασμό για τον άλλο και την αλληλεγγύη, εμείς το έχουμε βίωμα και το ζούμε καθημερινά στην πράξη. Ο καθένας ζει με τον δικό του πολιτισμό και την πολιτισμική λαλιά, αλλά με κοινούς δρόμους που όρισε η ανθρώπινη ανάγκη. Το να ζήσουν οι άνθρωποι μονιασμένοι και ειρηνικά σε ένα τόπο. Και αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο μάθημα για την υπόλοιπη Ελλάδα».