5+1 βιβλία που διαβάσαμε και ξεχωρίσαμε τη χρονιά που φεύγει

Το αποτέλεσμα από ένα αυστηρό κόσκινο στην φουρνιά της ελληνικής λογοτεχνίας - Επιλέγει ο Χ. Ωραιόπουλος

Χρήστος Ωραιόπουλος
51-βιβλία-που-διαβάσαμε-και-ξεχωρίσαμε-1261513
Χρήστος Ωραιόπουλος

Μεγαλώνουμε και κάθε χρόνο οι γιορτινές μέρες φαίνονται όλο και λιγότερες. Το αισθητικό τους αποτύπωμα κυρίως εντοπίζεται σε δυο-τρεις λιγότερες εργάσιμες, που όταν παρέρχονται αφήνουν την εντύπωση ότι δεν ήταν αρκετές τελικά.

Αυτό, που, λοιπόν, επιχειρεί να διατηρήσει την ονειρική υφή τέτοιων ημερών, είναι μικρές συνήθειες που θυμίζουν τελετουργικά ή παγιωμένα έθιμα που τα περιμένεις καιρό, ώστε να γίνει η κατάλληλη σύλληψη του χρόνου και το άλμα μέσα στο υλικό των πυροτεχνημάτων, όταν σκάνε στον ουρανό.

Ένα τραπέζι, μια μικρή, γρήγορη εκδρομή, ένα αλλιώτικο φαγητό ή βόλτα, η εσωτερική κατάστρωση προσωπικών απολογισμών (ή καταστροφών) της χρονιάς που έφυγε.

Μπορεί τελευταία οι δημοσιευόμενες λίστες -σχεδόν- να λοιδορούνται, να έχουν κάπως ξεπεραστεί ή να γίναμε λιγότεροι ικανοί να τις καταρτίσουμε.

Ωστόσο, εντάσσονται σίγουρα σε αυτή την μυητική διαδικασία αποχαιρετισμού ενός ακόμα έτους που ετοιμάζεται να φορτωθεί στην πλάτη μας. Χωρίς χρυσόσκονη δεν γίνεται, ούτε χωρίς βιβλία.

Παρακάτω, το αποτέλεσμα από ένα αυστηρό κόσκινο στην φουρνιά της ελληνικής λογοτεχνίας. Η σειρά είναι τυχαία.

Δεν θ’ αργήσω, Βασιλική Πέτσα, εκδόσεις Πόλις, σελ. 144

Το μυθιστόρημα της Βασιλικής Πέτσα εκκινεί πλέκοντας το κοινωνικοοικονομικό background ενός κοινού ανθρώπου. Στην ζωή του δεν συμβαίνει τίποτα το συνταρακτικό, η δουλειά του είναι καλύτερη από του πατέρα του, αλλά και πάλι όχι κάτι το μεγαλειώδες, έχει σύζυγο κα δυο παιδιά, ένα σπίτι με γκαράζ, αυτοκίνητο και ένα καναρίνι που του μοιάζει. Όχι και άσχημα. Κάποιος θα έλεγε ότι με μαεστρία ενορχηστρώθηκε για να είναι τόσο πεζή, φαινομενικά απλή και προστατευμένη. Όμως, η αιτία και το αποτέλεσμα της διαμορφωθείσας αυτής ζωής είναι μια τραυματική μνήμη. Ένα ασήκωτο (;) φορτίο να είσαι επιζών μιας τραγωδίας. Με επίκεντρο ενός συνταρακτικού ψυχοκοινωνικού σεισμού το τραγικό δυστύχημα του Χίλσμπορο στον ημιτελικό κυπέλου του αγγλικού ποδοσφαίρου η Βασιλική Πέτσα ξετυλίγει μια αφήγηση που έχει οριστεί και χαρακτηριστεί από το τραύμα του ήρωα. Δεν ανήκει στους 97 νεκρούς της τραγωδίας, αλλά ανήκει στους επιζώντες που βίωσαν στην κερκίδα την ημέρα εκείνη που άλλαξε ριζικά το αγγλικό ποδόσφαιρο και πολλές ζωές. Πώς είναι μόνιμα να ανοίγεις την πόρτα του σπιτιού σου και να σου έρχεται μια τέτοια εικόνα στο μυαλό, άνθρωποι να πεθαίνουν δίπλα σου από το σπρώξιμο και την ασφυξία. Φαινομενικά μοιάζεις πάντα ελεύθερος μέσα στην ήρεμη και στρωμένη ζωή σου, αλλά το τραύμα ισούται με δεσμά άρρηκτα και καθηλωτικά, όπως το κλουβί του καναρινιού στο γκαράζ.

Αυτός ο χειμώνας, Δημήτρης Καρακίτσος, εκδόσεις Αντίποδες, σελ. 184

Η ελληνική επαρχία αποτελεί μια χωροχρονική επικράτεια στην -και για την- οποία πολλά έργα τελευταία ρίχνουν τα μπετά τους. Επιλέγεται για να ξεδιπλωθούν ιστορίες που σχετίζονται και κάτι τσιμπάνε από τους ιδιωματισμούς του τόπου και των ανθρώπων. Σε ένα χωριό της Πίνδου φέρεται να αυτοφυλακίζεται (;) ένας φύλακας του ερημοποιητή χειμώνα. Προμήθειες στα παλιά ντουλάπια του σπιτιού, μια ξυλόσομπα, ένα αυτοκίνητο, φυσίγγια. Ο Στέργιος δεν είναι κάποιος μποέμ, που βριίσκει την ευκαιρία μιας δήθεν γόνιμης απομόνωσης για μελέτη και περισυλλογή. Τα ερωτήματα είναι πιο απλά γι’ αυτό και πιο σύνθετα και τα δίνει μόνο η φύση και συγκεκριμένα το δάσος. Ωστόσο μεταξύ της απόδοσης του ανθρώπινου ψυχισμού του Στέργιου και της φύσης, ο Καρακίτσος κρατάει μια ισορροπία που τίποτα από τα δυο δεν μονοπωλεί την αφήγηση, αλλά αντίθετα ο φύλακας του έρημου χωριού προχωρά και επιβιώνει δια, όχι μέσα, αλλά μέσω του δάσους, ενώ το δάσος και τα στοιχεία της φύσης αναδεικνύονται και δοξολογούνται από αυτές τις αναζητήσεις του μονήρους φύλακας. Για εμένα, το βιβλίο της χρονιάς που μας ήρθε στο 90΄.

Το κερί του Καρτέσιου, Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 176

Ο μαιτρ Κυριακίδης στην τελευταία αυτή συλλογή διηγημάτων συνθέτει λες το πραγματικό με το αλλόκοτο, ώστε να μοιάζει εύλογο, τη συνηθισμένη ιδιότητα με την παράταιρη εξέλιξή της σε βαθμό που η τελευταία μοιάζει αναπόδραστη. Κεντάει το υφαντό ενός δεδομένου που χάνει χωρίς κρότο την ψυχραιμία του. Μέσα σε αυτή τη δίνη θέλει να παίξει με το εξής: Τίποτα από τα αρχικά υλικά, έναν άντρα, ένα νησί, έναν συνθέτη, ίσως τον ίδιο δεν χάνει το δομικά του στοιχεία, τις μηχανικές του ρυθμίσεις μέσα στις περιπλοκές που ενέχει η πραγματικότητα, ακόμα κι αν αυτές την κάνουν να μοιάζει φανταστική. Και το κερί ακόμα κι όταν λιώσει, παραμένει κερί.

Ένα για το δρόμο, Θεοδόσης Μίχος, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 176

Θα ήθελα τώρα να έχω έρθει για Σαββατοκύριακο και να κάθομαι και Δευτέρα. Η πτήση να είναι Τρίτη ξημέρωμα και να πάω κατευθείαν στο γραφείο. Θα ήθελα να ανηφορίζω την Σταδίου, όσο σε περιμένω να σχολάσεις. Θα ήθελα να έχουν ανάψει τα νυχτερινά φώτα της Αθήνας και στο περίπτερο απέναντι από την Παλαιά Βουλή να δουλεύει βάρδια ο γλυκός αλλοδαπός. Θα ήθελα τώρα να είναι βράδυ και να μπαίνω στη θαλπωρή αυτού του μπαρ. Θα ήθελα στην τσάντα να έχω τα διηγήματα του Μίχου και έτσι όπως πάρω θέση στη μπάρα και αφού χαϊδέψω το μπορντώ στασίδι των χεριών του πότη να προσπαθήσω να κεντράρω, να τοποθετήσω με ακρίβεια το εξώφυλλο του βιβλίου στο φυσικό του περιβάλλον. Εγκιβωτισμός λέγεται αυτό; Εν πάση περιπτώσει ο Μίχος είναι ωραίος τύπος και τα πράγματα που παρατηρώ από απόσταση πως είναι διαφυγές του, οι λατρείες και τα καταφύγιά του μοιάζουν να έγιναν συνθετικό υλικό σε αυτά τα διηγήματα. Με σκληρό ρεαλισμό είτε αυτές εντοπίζεται σε θεραπευτικά χάδια είτε σε έκρυθμες υποτροπές, ο τόπος παραμένει πάντα ίδιος. Η ζόρικη παλέτα της πόλης έχει από όλα, κι όμως τα πάντα στο τέλος της ημέρας θα τα βρούνε και θα ταιριάζουν μεταξύ τους. Κάποιους τους καταπίνουν τα πάθη τους, κάποιους τους εξυψώνουν οι συνήθειές τους.

Σφερδούκλια στο κεφάλι, τα ιστορήματα της Διονυσίας, Βρασίδας Καραλής, εκδόσεις ΔΩΜΑ, σελ. 88

Έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία σε αυτές τις καταγραφές συναισθημάτων του Καραλή. Ο συγκινητικός του «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ» με καθήλωσε. Όπως λέει και ο ίδιος τα ιστορήματα αυτά δεν είναι ούτε λαογραφικές ασκήσεις, ούτε χαριεντίζονται με νοσταλγικές αποδράσεις. Είναι όμως τα στιγμιότυπα εκείνα στα οποία είχε μπολιαστεί και μετουσιωθεί η αγάπη των προσώπων που μας αγάπησαν και μας διαμόρφωσαν κατά ένα μεγάλο μέρος, αν όχι συθέμελα. Ο γενικότερος αναλφαβητισμός της εποχής, τα θανατικά, η σταδιακή εμφάνιση των οπτικοακουστικών μέσων, οι μύθοι και τα παραμύθια, οι λέξεις με τις πάμπολλες και ευρύτερες σημασίες νομίζω πως αποτελούν στοιχεία μιας συλλογικής αυτοβιογραφίας του ελληνικού χωριού και όχι μόνο. Τα ιστορήματα του Καραλή είναι τρόπον τινά η διαδικασία φυγοκέντρησης των στοιχείων εκείνων που αν καθίσουμε δίπλα – δίπλα στην άμμο και κοιτάξουμε τους πήδους των δελφινιών και ακούσουμε την ακινησία και το φλοίσβο, τότε θα αντιληφθούμε ότι το καθένα ξεχωριστά, αλλά και όλα μαζί είναι οι αιτίες του ψυχισμού και της ευαισθησίας μας.

Μια ξεχωριστή αναφορά:

37 ιστορίες αθηναϊκών πολυκατοικιών, Συλλογικό, επιμέλεια: Θωμάς Μαλούτας, Νικολίνα Μυωφά, Δημήτρης Μπαλαμπανίδης, Ιφιγένεια Δημητράκου, Ίδρυμα Ωνάση, σελ. 666

Νομίζω ότι δεν υπάρχει πιο ελληνική λέξη από την «αντιπαροχή». Μέσα της είναι εμπεδωμένοι κοινωνιολογικοί συνειρμοί ικανοί να αποτυπώσουν τη σύγχρονη μακρο-ιστορία των πόλεων και την καθημερινή μικρο-ιστορία των ανθρώπων.

Αν η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη «χτισμένη πάνω σε μια άλλη», τότε η Αθήνα είναι μια διαδοχή στενό παρά στενό, δρόμο ανά δρόμο μεταπολεμικών παλινδρομήσεων και συνταιριασμένων αλισβερισιών δεκαετιών. Ένα συμπίλημα αρχιτεκτονικών τάσεων και πολεοδομικού μπερδέματος που καταλήγει σε κάτι ομοιόμορφο μεσ’ την ανομοιογένειά του. Μια διάσχιση ιστορική και κινηματογραφική πάνω στην ίδια επίπεδη παλέτα. Κάθετες στρώσεις μαρτυριών των εποχών όχι απλά εφαπτόμενες, αλλά αναμεμειγμένες μεταξύ τους.

Η αθηναϊκή πολυκατοικία με τις αρχιτεκτονικές της κομψοτεχνίες, τις πολεοδομικές της κακοτοπιές και αυθαιρεσίες είναι ένα συμπαγές, μεστό κουβάρι ανθρώπινων ιστοριών και καταγραφών διαχρονικών στιγμιοτύπων. Δεν βρίσκω λέξεις να περιγράψω την ευγένεια που έχουν τα μεταλλικά ντουλάπια προς ενίσχυση των ημίθολων διαχωριστικών στα μπαλκόνια.

Θεωρώ ότι είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες μελέτες, καταγραφές, έρευνες που στρέφει -επιτέλους- τον προβολέα στα μεγάλα καθημερινά, δομικά -κυριολεκτικά- της κοινωνιολογίας και της ιδιομορφίας μας πράγματα.

*πηγή εικόνας: pexels-pixabay

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα