Αλεξάνδρα Ρασιδάκη: Λόγος περί μελαγχολίας
Έχουν γράψει γι’ αυτήν ο Αριστοτέλης, ο Γαληνός, οι πατέρες της εκκλησίας, ο Μπέρτον, ο Φρόιντ. Θεωρήθηκε πηγή έμπνευσης, θανάσιμο αμάρτημα, ένδειξη ιδιοφυίας αλλά και αρρώστια. Η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, επίκουρη καθηγήτρια της συγκριτικής γραμματολογίας στο ΑΠΘ, παρουσιάζει μια μελέτη για τη μελαγχολία, στη θεωρία, τη λογοτεχνία και την τέχνη. Στόχος της είναι να αναδείξει και […]
Έχουν γράψει γι’ αυτήν ο Αριστοτέλης, ο Γαληνός, οι πατέρες της εκκλησίας, ο Μπέρτον, ο Φρόιντ. Θεωρήθηκε πηγή έμπνευσης, θανάσιμο αμάρτημα, ένδειξη ιδιοφυίας αλλά και αρρώστια. Η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, επίκουρη καθηγήτρια της συγκριτικής γραμματολογίας στο ΑΠΘ, παρουσιάζει μια μελέτη για τη μελαγχολία, στη θεωρία, τη λογοτεχνία και την τέχνη. Στόχος της είναι να αναδείξει και τις πολλαπλές όψεις του λόγου περί μελαγχολίας, συσχετίζοντας μεταξύ τους διαφορετικές παραδόσεις και επισημαίνοντας τους βασικούς της άξονες.
-Με τη μελέτη σας «Περί μελαγχολίας» επιχειρήσατε τον τρόπο με τον οποίο η Δύση αντιμετώπισε τη μελαγχολία στη θεωρία, τη λογοτεχνία και την τέχνη. Το να είναι κανείς μελαγχολικός είχε συνήθως θετικό ή αρνητικό πρόσημο;
Το ενδιαφέρον στο φαινόμενο της Μελαγχολίας είναι ακριβώς το γεγονός ότι ενώ υπάρχει η έννοια της νόσου, ταυτόχρονα αναπτύσσεται ανά τους αιώνες και η πεποίθηση ότι πρόκειται για ενός είδους ιδιαιτερότητα, χαρακτηριστικό δηλαδή που ξεχώριζε κάποια εκλεκτά άτομα από το σύνολο.
-Έχει ιστορικές ρίζες η έλξη του δυτικού πολιτισμού για τη μελαγχολία ή πρόκειται για μια κατάσταση που γεννήθηκε μέσα στους κόλπους του;
Στην μελέτη μου έθεσα ως αφετηρία την αρχαιότητα, το σύστημα των τεσσάρων χυμών του Ιπποκράτη, καθώς και ετυμολογικά από κει πηγάζει η δυτική έννοια της μελαγχολίας (μέλαινα χολή). Ωστόσο ξέρουμε πως στον χώρο των ιδεών δεν υπάρχουν στεγανά. Η δυτική θεώρηση της μελαγχολίας εμπλουτίστηκε εν συνεχεία από την αραβική αστρολογία, η οποία συσχετίζει την υγεία του ανθρώπου με τους πλανήτες, με αποτέλεσμα αυτό που ονομάζουμε σήμερα «ευρωπαϊκή παράδοση περί μελαγχολίας» να είναι ένα κράμα με ποικίλη προέλευση. Δεν γνωρίζω κατά πόσο το φαινόμενο της μελαγχολίας έχει αποτελέσει αντικείμενο θεωρητικοποίησης σε άλλα πολιτισμικά συμφραζόμενα, πχ. στην κλασσική ινδική ιατρική, η οποία παρουσιάζει αρκετές αναλογίες με την αρχαία ελληνική ιατρική.
– Υπήρξαν ρεύματα, η αισθητική και τα επιτεύγματα των οποίων έδειξαν αντοχή στο χρόνο τροφοδοτώντας μέχρι σήμερα τις αντιλήψεις μας περί μελαγχολίας ή μήπως ως κατάσταση αντιμετωπίστηκε από αιώνα σε αιώνα με διαφορετικούς όρους και διαφορετικό τρόπο;
Σαφώς και υπάρχουν διαφορές ανά εποχή και ιδεολογικό πλαίσιο στην θεώρηση της μελαγχολίας. Παρόλα αυτά παραμένουν «ίχνη» από τις προηγούμενες αντιλήψεις και συχνά επανέρχονται παλαιότερες νοηματοδοτήσεις που παραγκωνίζουν άλλες, όπως συμβαίνει πχ. με την αριστοτελική σύλληψη της μελαγχολίας ως ιδιαιτερότητας, στην οποία θα παραπέμψει η ιταλική αναγέννηση, παρακάμπτοντας ουσιαστικά την θεολογική έννοια της αμαρτίας, αλλά και ο Φρόιντ. Την μεγαλύτερη διάρκεια νομίζω ότι συναντάμε στον χώρο της εικονολογίας της μελαγχολίας, με αδιαμφισβήτητο «σταρ» το χαρακτικό του Ντύρερ, που αποτελεί πηγή έμπνευσης και σημείο αναφοράς από τον 15ο αιώνα εως σήμερα.
– Μπορεί η γνωριμία με την ευρωπαϊκή παράδοση περί μελαγχολίας να γίνει εφαλτήριο για στοχασμό ή αναστοχασμό πάνω στον δυτικό πολιτισμό ευρύτερα;
Η μελαγχολία αφορά στην σχέση του ατόμου με τον εαυτό του αλλά και με τον κόσμο. Ως εκ τούτου αποτελεί μια θεματική που δίνει την δυνατότητα να σχολιαστεί το ζήτημα της ατομικότητας και της σχέσης ατόμου-κοινωνίας. Η θετική ή αρνητική αντιμετώπιση της μελαγχολίας ανά περίοδο και σύστημα ιδεών είναι κατά συνέπεια αποκαλυπτική ως προς την αξία που δίδεται στην ατομικότητα στην εκάστοτε περίπτωση.
– Υπήρξε περίοδος στον ευρωπαϊκό πολιτισμό που αντιμετώπισε την μελαγχολία με καχυποψία ή ακόμη και με εχθρότητα;
Σε εποχές ή σε γνωστικά συστήματα τα οποία προκρίνουν την ένταξη του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο κάθε διαφοροποίηση ή απόκλιση εκλαμβάνεται ως απειλή∙ συνεπώς, σε ένα τέτοιο πλαίσιο η μελαγχολία φέρει αρνητικές συνδηλώσεις. Έτσι στον μεσαιωνικό θεολογικό λόγο η μελαγχολία ως ακηδία συγκαταλέγεται στα θανάσιμα αμαρτήματα. Η μελαγχολική θεώρηση του κόσμου αποτελεί άλλωστε υπονόμευση κάθε λόγου περί προόδου και ευημερίας. Ονόμασα την στάση αυτή του μελαγχολικού «αντίσταση στη χαρά» και την αναζήτησα σε σχέση τόσο με την ρητορική του διαφωτισμού όσο και σε μεταγενέστερες περιόδους πολιτικής επαγγελίας, όπως στον πολιτικό λόγο για την ένωση της Γερμανίας.
– Στο δεύτερο μέρος της μελέτης σας επιλέγετε διαφορετικά μεταξύ τους έργα και τα συσχετίζεται με τον ευρωπαϊκό περί μελαγχολίας λόγο. Γιατί επιλέξατε τα συγκεκριμένα;
Προσπάθησα να αποφύγω τις αυτονόητες επιλογές κειμένων με δεδηλωμένα μελαγχολικούς πρωταγωνιστές όπως ο Άμλετ η ο Βέρθερος ή και εκείνα με ρητή αναφορά στην θεματική της μελαγχολίας όπως Οι δακτύλιοι του Κρόνου του Σέμπαλντ. Με ενδιέφερε περισσότερο να δείξω ότι η γνώση της παράδοσης αυτής επιτρέπει μια διαφορετική ανάγνωση κειμένων της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, να προβώ δηλαδή σε έναν συσχετισμό μη αυτονόητο, που όμως φωτίζει διαφορετικές πτυχές των κατά κανόνα πολυσυζητημένων έργων αυτών. Από το πρώτο μέρος της μελέτης προκύπτει ότι δεν υπάρχει η μία θεώρηση της μελαγχολίας αλλά πολύ διαφορετικά μεταξύ τους θεωρητικά σχήματα. Στο δεύτερο μέρος λοιπόν αναζήτησα κείμενα που μπορούν να λειτουργήσουν ως «εικονογράφηση» των σχημάτων αυτών ή να ερμηνευτούν με βάση αυτά. Έτσι προσπάθησα να δείξω πως τα ποιήματα του Μπεν λειτουργούν σαν νεκρές φύσεις ή ότι το διήγημα του Βιζυηνού Αι συνέπειαι μιας παλαιάς ιστορίας μπορεί να αναλυθεί βάση της θεωρίας περί μελαγχολίας του Φρόιντ.
– Ποιο είναι το ρεύμα, το λογοτεχνικό ή εικαστικό έργο στην παράδοση περί μελαγχολίας το οποίο σας γοητεύει περισσότερο από τα άλλα σε προσωπικό επίπεδο;
Το κείμενο το οποίο διασκέδασα περισσότερο από όλα ήταν αναμφισβήτητα Η Ανατομία της μελαγχολίας του Μπέρτον. Εκεί συνδέεται η μελαγχολία με το μοτίβο του τρελού με αποτέλεσμα ο μελαγχολικός να μπορεί να διεκδικήσει εξαιτίας της πάθησής του το δικαίωμα εκφοράς κριτικού, πολιτικού λόγου. Αλλά και γενικότερα με γοητεύει ο τρόπος με τον οποίο η τέχνη του μπαρόκ εμμένει στην θεματική του θανάτου, υιοθετώντας και «αντέχοντας» μια μελαγχολική οπτική πάνω στην ανθρώπινη ζωή και τον κόσμο και μετουσιώνοντάς την σε τέχνη. Οι νεκρές φύσεις και τα σονέτα του μπαρόκ είναι τα έργα αυτά που σαν νοοτροπία μας είναι τα πιο ξένα – η αισθητική και κρατούσα ρητορική της εποχής μας αποκρύπτει τον θάνατο, απωθεί την θνησιμότητα. Περιβαλλόμαστε από εικόνες (διαφημίσεις, πολιτικές αφίσες κτλ.) όμορφων, νέων, υγιών ανθρώπων και σε κανέναν δεν θα περνούσε από το μυαλό να τοποθετήσει μια νεκροκεφαλή στο γραφείο του, όπως έκαναν οι λόγιοι άλλων εποχών ή να κρεμάσει έναν πίνακα ματαιότητας στο σαλόνι του. Ίσως όμως γι αυτό να είμαστε και τόσο απροετοίμαστοι για τις σκοτεινές όψεις της ζωής. Φυσικά, η αισθητική του μπαρόκ δεν είναι η δική μας (ούτε εγώ έχω τοποθετήσει νεκροκεφαλή δίπλα στον υπολογιστή μου) ωστόσο μπορούμε να αφήσουμε τα έργα αυτά να μας βάλουν σε σκέψεις.
* Η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Είναι επίκουρη καθηγήτρια γερμανικής και συγκριτικής γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Οι επιστημονικές της δημοσιεύσεις αφορούν τη θεωρία και τη λογοτεχνική παραγωγή του γερμανικού ρομαντισμού, τη σχέση λόγου και εικόνας και ζητήματα της συγκριτικής γραμματολογίας του 19ου και του 20ου αιώνα. Το βιβλίο της Περί Μελαγχολίας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.