Αποκριές στην οδό Ειρήνης

Ένα διήγημα από τους Λένα Καλαϊτζή Οφλίδη και Σίμο Οφλίδη

αποκριές-στην-οδό-ειρήνης-1134973

Τέλη Φεβρουαρίου του 1956. Καρδιά της Αποκριάς.

Η μικρή Μαριλένα ντυμένη καρναβαλάκι κατηφορίζει την οδό Ειρήνης. Την κρατάει από το χέρι η μαμά της. Μια κυρία καθωσπρέπει, καλοντυμένη. Φοράει παλτό με σηκωμένο το γιακά, ζώνη στη μέση, γάντια. Μαλλιά τραβηγμένα σ’ ένα σφιχτό κότσο.

Η οδός Ειρήνης έχει βέβαια τη φήμη πως δεν είναι δρόμος και τόσο ασφαλής να τον περπατάει νύχτα, μόνη της μια γυναίκα μ’ ένα κοριτσάκι. Ωστόσο ποτέ κανένας δεν ακούστηκε ότι κινδύνεψε κει, ούτε άντρας ούτε γυναίκα, αν δεν πήγαινε γυρεύοντας.

Όμορφος δρόμος, όπως κάθε μακρόστενη κατηφόρα. Ξεκινάει από τη οδό Αγίου Δημητρίου, στο ύψος του καφενείου «Καφαντάρη», και κατηφορίζει παράλληλα με το βυζαντινό τείχος μέχρι το Βαρδάρη, στο ύψος του «Σινέ Ίλιον». Τη μέρα έχει το χάζι του. Κόσμος περπατάει, ψάχνει στα μαγαζιά και ψάχνεται. Το βράδυ πάλι, παρά το σκοτάδι, έχει τη μαγεία των λιγοστών φώτων στα ταβερνεία του, τις τέσσερις χιλιάδες αποχρώσεις του γκρίζου και τις άλλες τόσες υποσχέσεις της νύχτας.

Στα παλιά τα χρόνια ο δρόμος δεν υπήρχε, η πόλη ζούσε μόνον εντός των τειχών της. Πόσοι άραγε εργάτες να δούλεψαν για να τα χτίσουν; Χιλιάδες λένε οι διαδόσεις. Ο ακριβής αριθμός τους εν τέλει θάφτηκε σ’ ένα γρίφο, που πιθανότατα δεν θα λύσει κανένας ιστορικός. Τώρα δεν έχουμε γνωστό το όνομα κανενός από εκείνους τους μεροκαματιάρηδες χτίστες. Πάντως θα πρέπει πολύ να παιδεύτηκαν, ακόμα λάμπει τις ηλιόλουστες μέρες ο ιδρώτας τους πάνω στο ασβεστοκονίαμα. Η οδός Ειρήνης ήρθε και κόλλησε έξω από τη δυτική πλευρά τους πολλούς αιώνες αργότερα.

Τα μαγαζιά της, κάτι πρόχειρες μικροσκοπικές κατασκευές, στεγασμένες με παλιολαμαρίνες, είναι σφιχτά σκαλωμένα πάνω στο βυζαντινό μνημείο, λες και τρέμει το φυλλοκάρδι τους μην τα πάρει σβάρνα καμιά απρόσμενη νεροποντή. Παράγκες ταιριάζει καλύτερα να τα πούμε. Τα πιο πολλά είναι σιδεράδικα, κάνα δυο λαμαρινάδικα που εμπορεύονται ξυλόσομπες δικής τους κατασκευής και μπουριά. Πιο κάτω, προς το μέρος της μεγάλης πλατείας, μανάβικα και μια μικρή ψαραγορά με φτηνά ψάρια. Εδώ κι εκεί, σε σκοτεινά μπαλκονάκια με κλειστά τα παντζούρια, μέρα νύχτα αχνοφέγγει ένα ξεψυχισμένο κόκκινο φως.

Πρακτορεία αυτοκινήτων ΚΤΕΛ.

Χαρούμενο το κοριτσάκι μέσα στη ροζ στολή μαρκησίας. Μόλις τελείωσε η αποκριάτικη γιορτή στο σχολείο της, έχει βγει την καθιερωμένη καρναβαλίστικη φωτογραφία της στο περίφημο καλλιτεχνικό φωτογραφείο «Ζενίθ» δίπλα στην Παναγία τη Φανερωμένη, να την έχει να τη δείχνει, όταν μεγαλώσει.

Χορεύει ταραντέλα. Τα ροζ τούλια να στριφογυρίζουν γύρω από το κορμάκι της, κάνει μια ολόκληρη στροφή και μετά απότομα άλλη, μια ανάποδη, ίσα ίσα για να βλέπει τα βολάν με τις νταντέλες να μπερδεύονται και να μην ξέρουν ποιον κύκλο ν’ ακολουθήσουν. Πιάνεται από τον κορμό του δένδρου με το ένα χέρι, με το άλλο κρατάει την άκρη της φούστας και με μικρά βηματάκια στις μύτες το φέρνει βόλτα. Ακριβώς μπροστά στην είσοδο της ταβέρνας χωρίς όνομα.

«Έλα εδώ, καλέ, να σε δείξω πως χορεύουν…»

Η γυναίκα στην πόρτα είναι ζαρωμένη και κοντή. Έχει τα μαλλιά της κατσαρά, βαμμένα μαύρα και μια ψεύτικη ελιά πάνω από τα χείλια, το ίδιο έντονα μαύρη. Αδύνατη πολύ, σταφιδιασμένη, κακοπαθημένη. Τα ’χει τα χρονάκια της. Το μάτι της όμως λάμπει.

Φαίνεται πως εδώ και ώρα παρακολουθούσε τη Μαριλένα να κατηφορίζει χορεύοντας και τη χάζευε. «Τι χαριτωμένο κοριτσάκι!». Το χέρι της μαμάς σφίγγει τη Μαριλένα μην κάνει καμιά κουτουράδα και την παρασύρουν τα λόγια αυτηνής της κακοφτιαγμένης σειρήνας.

«Κοντά μου, εσύ!…»

Επιμένει ωστόσο η κοντή. Έχει και μια βραχνάδα η φωνή της (εμ, μια ζωή δυο πακέτα τσιγάρα την ημέρα!), ένα δικό της ξεχωριστό βελούδο, που αντί να την αγριεύει, την κάνει πιο ελκυστική…

«Έλα δω, κουκλίτσα μου, να σε μάθω εγώ πως χορεύουν οι αληθινές γυναίκες!»

Η Μαριλένα κοιτάζει στα μάτια τη μαμά της.

«Να πάω;»

«Έλα, καλέ κυρία, ασ’ το παιδί, μη φοβάσαι», λέει η κοντή στη μαμά αυτή τη φορά. «Δεν τρώμε ανθρώπους! Ασ’ το, αποκριά είναι στο κάτω κάτω»

Πιάνει τη Μαριλένα, την τραβάει κοντά της και, σεινάμενη κουνάμενη με χίλια νάζια, μπαίνουν στο μαγαζί. Η μαμά σύξυλη από το θράσος της κοντής ναζλούς κοντοστέκεται απέξω για να δει, όσο μπορεί, πίσω από το χνοτισμένο τζάμι. Πού να τολμήσει να μπει μέσα, δεν είναι μέρος για καθωσπρέπει κυρίες.

Το βλέμμα της Μαριλένας τρέχει γύρω γύρω, δεν ξέρει πού να πρωτοσταθεί.

Κάνει μια στάση στο φτηνιάρικο ημερολόγιο του τοίχου. Η τσίτσιδη γιαπωνέζα αγκαλιάζει με χάρη γκέισας ελαστικά αυτοκινήτων. Σάββατο, 25 Φεβρουαρίου 1956. Πιο εκεί στο διαφημιστικό χαρτόνι ο λεβέντης τσολιάς καμαρώνει ένα ξεχειλισμένο κρίκερ ΦΙΞ. Με μια τρομαγμένη μετακίνηση στέκεται στο παραθυράκι της κουζίνας, όπου ο χοντρός ταβερνιάρης τηγανίζει πατάτες στη μασίνα.

Και ύστερα, παίρνοντας θάρρος, σεργιανάει σ’ αυτόν τον μαγικό και τόσο άγνωστό της κόσμο. Στα λιγοστά τραπέζια με τα καρό τραπεζομάντηλα και τα μικρά ανθοδοχεία με τα ψεύτικα λουλούδια. Στη λιγδερή ταπετσαρία στον τοίχο, τους καπνούς και την τσίκνα που δεν προλαβαίνει να καταπιεί το φουγάρο της κουζίνας. Ανακαλύπτει τον πανικό της τηγανιέρας, την εις θάνατον καταδίκη της πατάτας, τη νύστα σε κάποια πρόσωπα αξύριστα που έχουν μέρες να κοιμηθούν, στα χασμουρητά των χασομέρηδων, την αυθάδεια των χαχανητών, τα βάρβαρα ρεψίματα, στις δύο συνομήλικες της κοντής που, καθισμένες στο τραπέζι φάτσα στην είσοδο προς άγραν πελατείας, μοιράζουν επαγγελματικά χαμόγελα, στα κατεβασμένα μούτρα της αμίλητης μικρής κοκότας που βιάζεται να ξεμπερδέψει μια ώρα αρχύτερα με τον ηλικιωμένο πελάτη της, στο ανέμελο φάλτσο της παρέας στο γωνιακό τραπέζι, την ξενοιασιά του κρασιού στις φλέβες, τη γενική ψευδαίσθηση πως περνάμε καλά. Ψάχνει με την περιέργεια του μικρού που βρίσκεται άξαφνα στον κόσμο των μεγάλων, στον ερωτισμό που, αγοραστός ή πουλημένος, αρωματισμένος με φτηνιάρικια χύμα κολόνια και βρώμικος από το ντουμάνι των τσιγάρων, είναι διάχυτος παντού. Είναι πολύ μικρή η Μαριλένα για ν’ απολαύσει τη γιορτή, όμως αυτό που βλέπει της αρέσει.

Η κοντή διαλέγει ένα δίσκο από το τζουκ μποξ.

Άναψε το τσιγάρο δος μου φωτιά· έχω μεγάλο ντέρτι μες στην καρδιά.

Το είχε ξανακούσει πολλές φορές αυτό το τραγούδι. Στο καφενείο της γειτονιάς της, στο μεγάλο γιαπί απέναντι από το σχολείο να το τραγουδάνε με την ψυχή τους οι σουβατζήδες, στους δρόμους αργά τη νύχτα από κάτι αργοπορημένους ξενύχτηδες που αναστατώνουν τα σοκάκια. Δεν ήξερε όμως πως χορεύεται και μάλιστα καλύτερα από τις ταραντέλες.

Τα τέλια του μπουζουκιού αντηχούν στα αρχαία τείχη, ξεσηκώνουν σκιές, πολλές σκιές, αόρατες, μια απόχρωση κι αυτές από τις τόσες της νύχτας.

Λαχταρισμένες για ξεφαντώματα, έρχονται και στήνονται έξω από τα θολωμένα τζάμια, δίπλα στην μαμά της Μαριλένας. Αυτές δεν έχουν πρόβλημα από τη θολούρα. Τέτοιες ώρες στην οδό Ειρήνης, όταν η νύχτα δίνει το σύνθημα, τα πάντα, έμψυχα και άψυχα, ζωντανά και πεθαμένα ζουν και βασιλεύουν.

Α, να και κάτι σιδερένια δισκάκια στα δάχτυλά της κοντής, που τινάζει τα κατσιασμένα μαλλιά της προς τα πίσω και προσεύχεται με ανοιχτά τα χέρια, χτυπώντας ρυθμικά τα ζίλια της, ποιος ξέρει σε ποιον Θεό.

Μισανοίγει τα λυγισμένα πόδια, τα κλείνει πάλι, τινάζει τη γάμπα, στρίβει τη μέση…

«Ανέβα, ρε Άφρω, στο τραπέζι μου!» παραγγέλνει ο μοναχικός από δίπλα.

Άλλο που δε θέλει. Πετάει τα πασούμια και ξυπόλητη σαλτάρει πάνω στο τραπέζι παρασέρνοντας ποτήρια και πιρούνια και το πανεράκι με το ψωμί.

Λικνίζεται επιτόπου, δεν την παίρνει για σβούρες και μεγάλα βήματα.

Ζωντανεύει μεμιάς το μαγαζί, τα νυσταγμένα βλέμματα καρφώνονται στο μίζερο κορμί. Τώρα τους φαίνεται μεγάλο, μακρύ, γεμάτο χυμούς, ολόκληρο μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο, ένα στόμα έτοιμο να καταπιεί όλους τους μαγεμένους.

«Γιασά, ρε Άφρω!» φωνάζουν η Φούλα και η Πίτσα.

Ίδια χρονιά βγήκαν με την Άφρω στο κουρμπέτι. Την παραδέχονται σαν πρώτη χορευταρού ανάμεσα σε όλες τις φυλές που κυκλοφορούν στην οδό Ειρήνης, την μοναδική που κατέχει τόσο καλά το θείο χάρισμα, την ευλογία και το μεγαλείο του τσιφτετελιού.

Κάθε αληθινή γυναίκα έχει το σερμπέτι της για να ποτίσει τους αρσενικούς, να τους πλανέψει. Η Άφρω στο χορό κερνούσε από το δικό της. Και τι σερμπέτι! Τέτοιες στιγμές, όσοι το δοκίμασαν, ήπιαν το αθάνατο νερό.

«Αχ, ας μην τελειώσει!» παρακαλάει από μέσα της η Μαριλένα. Να προλάβει να μάθει τη γλώσσα του κορμιού, τη γλώσσα των χεριών, της γάμπας, των ματιών. Ο χρόνος, αιχμάλωτος κι αυτός στα τσαλίμια της Άφρως, ξεγελασμένος από τα παιχνίδια της με τα ζίλια, της κάνει το χατίρι της μικρής να βαδίσει σημειωτόν.

«Σ’ άρεσε;» τη ρωτάει η γριά Σαλώμη λαχανιασμένα και της σκάει ένα φιλάκι στο μάγουλο.

«Μ’ άρεσε πολύ!…»

«Α να, μπράβο! Έτσι να μάθεις να χορεύεις και συ σα μεγαλώσεις».

Η Άφρω στρυγγολοκάθεται να πάρει δυό ανάσες στο τραπέζι όπου ξεφάντωσε, δίπλα στον μοναχικό. Εκείνος άνοιξε το πακέτο του να την κεράσει τσιγάρο.

«Άιντε, Άφρω, άναψε το τσιγάρο, πάρε φωτιά»

Χάραξε περισσότερο τις ρυτίδες της η φλόγα του σπίρτου.

Η μαμά φώναξε τη Μαριλένα κοντά της, την τράβηξε απότομα από το χέρι και απομακρύνθηκαν από το μαγαζί σχεδόν τρέχοντας. Δεν θεώρησε καλό μάθημα για την αγωγή της μικρής αυτό το ξεστράτημα.

Μετά το τσιφτετέλι της Άφρως ερημιά και βούβα την οδό Ειρήνης. Ο δρόμος βυθίστηκε στις βαριές ανάσες πίσω από τα κόκκινα φωτάκια και τα κλειστά παντζούρια. Τώρα έμοιαζε περισσότερο με το αβάδιστο κρυφό μονοπάτι προτού χτιστούνε τα μεγάλα τείχη ή και ακόμα πιο πριν.

Χορτασμένες και οι σκιές κούρνιασαν πίσω στο ασβεστοκονίαμά τους, παραμονεύοντας πάλι για την Άφρω, πότε θα ξαναμερακλωθεί. Ίσως αύριο, ίσως κι απόψε ξανά, μ’ αυτήν ποτές δεν ξέρεις. Με κάτι τέτοιες μερακλούδες σέρνουν οι έρμες οι σκιές τους αιώνες τους.

Την καρδιά της Μαριλένας έκλεψαν τα μαγικά της Άφρως. Να φτάσει, λέει, στο σπίτι της και κείνη τη στιγμή το τζουκ μποξ του καφενείου από απέναντι…

«Μαμά, αυτή ήταν αληθινή γυναίκα;».

«Ξέρω κι εγώ;» προσπαθεί η μαμά να ξεγλιστρήσει. Μια κυρία καθωσπρέπει προσέχει πάντοτε τα ρούχα της και τα λεγόμενά της.

Όμως τρία βήματα παρακάτω, με κάποιον αναστεναγμό,

«Μπορεί αυτή να ήταν», παραδέχτηκε.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα