Αθηνά Τερζή: Φοβάμαι μονάχα μήπως χάσω την ελπίδα μου

Συνέντευξη: Κύα Τζήμου Την Αθηνά τη γνώρισα όταν ξεκίνησε να αρθογραφεί για το parallaximag.gr. Αγαπάει τους ανθρώπους και αγαπά να τους παρατηρεί κρατώντας το μυαλό της ανοιχτό ρουφώντας τις ιστορίες τους. Όμορφη, ευγενική και ανοιχτόκαρδη αλλά παρόλα αυτά “ανοιχτό βιβλίο” δεν τη λες. Οι ιστορίες της και τα κείμενά της είναι τελικά αυτά που ξεκλειδώνουν […]

Κύα Τζήμου
αθηνά-τερζή-φοβάμαι-μονάχα-μήπως-χάσω-31880
Κύα Τζήμου
10521788_10152328769968751_1640725893_o.jpg

Συνέντευξη: Κύα Τζήμου

Την Αθηνά τη γνώρισα όταν ξεκίνησε να αρθογραφεί για το parallaximag.gr. Αγαπάει τους ανθρώπους και αγαπά να τους παρατηρεί κρατώντας το μυαλό της ανοιχτό ρουφώντας τις ιστορίες τους. Όμορφη, ευγενική και ανοιχτόκαρδη αλλά παρόλα αυτά “ανοιχτό βιβλίο” δεν τη λες. Οι ιστορίες της και τα κείμενά της είναι τελικά αυτά που ξεκλειδώνουν το μέσα της. Σαν άλλη Περσεφόνη.

Ποιο είναι πιο σημαντικό στη λογοτεχνία; Οι χαρακτήρες ή η ιστορία; Εσύ σε τι δίνεις περισσότερη βαρύτητα, στην πλοκή, στην ίδια την γραφή, στο πέρασμα μηνυμάτων ή στους ήρωές σου; Δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Είναι σαν όταν σε συνεπαίρνει κάτι έντονα, για παράδειγμα μια ταινία, ένα ταξίδι, ένας προορισμός κι είναι αδύνατο να απομονώσεις εκείνο που σου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση, αλλά έχεις μια γενικότερη αίσθηση γλύκας και ικανοποίησης στο στόμα! Αν και μιας και μιλάω για το στόμα θα σταθώ περισσότερο στις λέξεις, στην ίδια τη γραφή δηλαδή. Στη λαχτάρα μου να επιστρέφω στη δική μου πατρίδα. Κι είναι αλήθεια ότι σκιρτάει περισσότερο η καρδιά μου για τις ψυχοπλάνες λέξεις, που ‘λεγε κι ο βοσκός παππούς μου. Είναι ψεύτρες οι λέξεις κι αγαπημένες και κάνουν το μικρό μεγάλο και το ασήμαντο σημαντικό. Υψώνουν κάστρα και βάζουν φωτιές. Την ίδια ιστορία αν την αφηγηθούμε με λέξεις διαφορετικές μπορούμε είτε να της βάλουμε φτερά είτε απλώς να την υποστούμε. Άλλωστε σε όλες τις μορφές τέχνης τα θέματα που μας βασανίζουν κι αγαπάμε είναι πάνω κάτω τα ίδια. Τα υλικά κάνουν τη διαφορά κι η έμπνευση στο ταίριασμα και στο σμίξιμό τους.

Έρωτας. Το συναίσθημα που κινεί τις αντιδράσεις και τους ήρωες του βιβλίου σου. Είναι δικαιολογημένη η ανάγκη να τον κρατήσουμε αιώνιο; Ή μήπως τελικά το εφήμερο είναι αυτό που του πρέπει; Για μένα το “για πάντα” δεν υπάρχει στον έρωτα κι ίσως γι’ αυτό το παιδεύουμε τόσο πολύ στην τέχνη. Του κάνουμε τα χατίρια, το ταΐζουμε ζάχαρη και μέλι, του τάζουμε λαγούς με πετραχήλια για να το ξεχνάμε, να βαστάμε το μαράζι τούτο. Είναι όμως αυτή ακριβώς κι η ομορφιά του. Μοιάζει με άπιαστο πουλί, με το αθάνατο νερό. Οι ήρωες μου έχουν συναίσθηση της δύναμης του έρωτα κι είναι απόλυτοι σε αυτήν ακριβώς τη δύναμη κι ας γνωρίζουν εκ των προτέρων τη ματαιότητά της. Τους σηκώνει ψηλά και νιώθουν άτρωτοι. Ο έρωτας τους “αναντρανίζει” κι έπειτα τους αφήνει ξέπνοους. Έτσι, όμως, του πρέπει. Είναι άρχοντας αυτός. Δε λογαριάζει κανέναν. Αλλάζει σχήματα και χρώματα. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε όλοι τελικά είναι να τον έχουμε από κοντά και να μην χάνουμε την ελπίδα μας. Και τούτο δεν είναι διόλου μοιρολατρικό. Είναι η αλήθεια της ίδιας της ζωής, που δε σταματά ποτέ να μας εκπλήσσει.

Πόσο αυτοβιογραφικό είναι το βιβλίο σου; Το βιβλίο μου είναι η μισή μου αλήθεια. Την άλλη τη ζω έξω στην καθημερινότητα. Κι οι δυο μαζί άλλες φορές συναντιούνται κι άλλες παλεύουν μεταξύ τους. Εναντιώνονται η μια στην άλλη. Πιστεύω πως όλοι μας είμαστε αβάσταχτα μόνοι. Κι εννοώ ότι είναι κάποιες σκέψεις, εκείνες που φτάνουν στο μεδούλι, που δεν τις μοιραζόμαστε με κανένα. Τρομάζουμε να τις ξεστομίσουμε και σε μας τους ίδιους. Τις σιγοψιθυρίζουμε στις μοναξιές μας, σε κάποια μεθυσμένα βράδια, για να συντροφέψουν πεθαμένες αγάπες, σε στιγμές ανείπωτης ευτυχίας. Εγώ το κάνω γράφοντας. Ενδύομαι ρόλους. Φοράω τη μπέρτα που με κάνει πανίσχυρη και ξαναπιάνω τη ζωή από την αρχή. Μαλώνω με τις λέξεις, ξαναγεννιέμαι, ζω έρωτες κι ακραίες καταστάσεις, χορταίνω τους φόβους μου, μαλακώνω τα λάθη μου, κονταροχτυπιέμαι με τον εαυτό μου, που καθημερινά τον σαμποτάρω στις συναναστροφές μου. Κάτι που νομίζω ότι κάνουμε όλοι. Ναι, το μυθιστόρημα είναι η δική μου προσωπική διαμαρτυρία και μαρτυρία να με αποδεχτώ. Αλλά είναι κι οι ιστορίες άλλων που φαντάστηκα ή που τόλμησα να αφουγκραστώ.

Κινηματογράφος και λογοτεχνία. Η μια τέχνη αποτελεί τράπεζα θεμάτων για την άλλη. Αν γινόταν σενάριο σε ταινία η ιστορία σου ποιος θα ήθελες να το σκηνοθετήσει και ποιοι να πρωταγωνιστήσουν; Λατρεύω τον κινηματογράφο. Την σπιρτάδα του. Η τέχνη του είναι για τους ανυπόμονους, τους ονειροπαρμένους. Όταν γράφω φτιάχνω εικόνες. Αυτό συμβαίνει κι όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο. Συμβαίνει σε όλους. Το βιβλίο μου είναι ένα οδοιπορικό βαμμένο στα χρώματα της Μεσογείου. Ένα μουσικό ταξίδι με κινηματογραφικό ρυθμό. Βιαστικό, ανατρεπτικό κι αλήθεια είναι πως φαντάστηκα πολλές φορές τους ήρωες μου να ζωντανεύουν. Αν ζούσε ο Βασίλης Γεωργιάδης, θα τον επέλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί οι ταινίες του κουβαλούσαν ένα φρέσκο αεράκι , που μεταμόρφωνε και ανανέωνε σα μαγικό ραβδί. Σήμερα θα διάλεγα το Νίκο Γραμματικό ή τον Πάνο Κούτρα, γιατί είναι σπουδαίοι μέσα στη μεστή, ανεπιτήδευτη απλότητά τους. Τώρα για τους ηθοποιούς, τι να σου πω, ως δεξιοτέχνες και οι δύο, θα επέλεγαν τους καταλληλότερους.

Πού συναντά η ιδιότητα του δημοσιογράφου και η θητεία σου στο ραδιόφωνο αυτήν του συγγραφέα; Η λογοτεχνία βλέπει πίσω από τα γεγονότα. Ψυχορραγεί , τρέμει το φυλλοκάρδι της για κείνο το καλά κρυμμένο, που λέγεται δύσκολα κι επιδέχεται χιλιάδες ερμηνείες. Η δημοσιογραφία πασχίζει για το αυτονόητο, για το ίδιο το γεγονός. Προσπαθεί να σταθεί όρθια σαν καραβίσιο ξάρτι, να μην εξοκείλει. Το ραδιόφωνο είναι συντροφιά .Είναι ιστορίες άλλοτε βροντερές κι άλλοτε μεταξένιες σαν δαντέλες με χρυσή κλωστή. Τρεις δρόμοι, τρεις είσοδοι, τρεις διαφυγές , τρεις επιλογές, τρεις αγάπες. Η μια ιδιότητα συμπληρώνει την άλλη. Παίρνουν και δίνουν σε ένα ατέρμονο αλισβερίσι η καθεμιά από το δικό της μετερίζι. Με μοιράζουν στα τρία και με κρατούν σε εποικοδομητική εγρήγορση με τα μάτια και τα αυτιά ορθάνοιχτα κι υποψιασμένα.

Είναι τελικά η συγγραφή βιβλίων ένα από τα πιο μοναχικά επαγγέλματα στον κόσμο; Εσύ είσαι μοναχικός άνθρωπος; Όπως ανέφερα και πριν οι άνθρωποι είμαστε μοναχικά πλάσματα. Το έχουμε ανάγκη. Το οφείλουμε στον εαυτό μας και στο ανικανοποίητο εγώ μας. Για να ξαστερώσει το μυαλό, να αφουγκραστούμε το ταλαιπωρημένο το κορμί μας οφείλουμε ορισμένες φορές “να δουλεύουμε στο ρελαντί”. Προσωπικά απολαμβάνω τη μοναξιά μου και την επιδιώκω. Ασφαλώς και προσδοκώ τη συντροφιά και τη συναναστροφή, αλλά πασχίζω να καταφέρω να πάψω να επιζητώ την αποδοχή των άλλων. Να συμβιβαστώ στην ιδέα ότι εγώ πρέπει να με αποδεχτώ και να με συμπαθήσω κι όχι οι άλλοι για να νιώσω καλά μ ε τον εαυτό μου. Είμαι φαινομενικά ένας εξωστρεφής άνθρωπος με βαθιά, όμως, προσωπικά και μοναχικά αδιέξοδα, που προσπαθεί να σκάβει καθημερινά τρύπες για να μπαίνει φως. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν ο συγγραφέας είναι ένα από τα πιο μοναχικά επαγγέλματα στον κόσμο, μπορώ να πω όμως τούτο με βεβαιότητα, όταν γράφω με χαζεύω και εξαφανίζομαι . Κι έχω την αίσθηση ότι κι άλλοι δε με βλέπουν. Είμαι εγώ, μονάχα εγώ και κάνω για πολλούς.

Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που αγάπησες και ποιος ο αγαπημένος σου λογοτεχνικός ήρωας; Χωρίς δεύτερη σκέψη η Κατερίνα από “Τα ψάθινα καπέλα” της Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Ανένταχτη κι ονειροπόλα αφηγήθηκε τρία καλοκαίρια λουσμένα στο φως με απέραντη τρυφερότητα και την άγουρη χαριτωμένη αγορίστικη μαγκιά μιας εποχής που χωρούσε ακόμη τα παραμύθια των γιαγιάδων, τις αργόσχολες γειτόνισσες και τις αγαπημένες θείες. Ένα κέντημα παλιό με χρώματα ανεξίτηλα για την παιδική μου ηλικία, που την κουβαλώ σα φορτίο πολύτιμο στη ράχη μου. Και με μια δεύτερη σκέψη ο “Δον Κιχώτης” του Θερβάντες. Ο γλυκός μου! Σα νυχτερινός περίπατος. Αβάσταχτα μόνος απέναντι σε έναν σκληρό κι άκαρδο κόσμο!

Ένα καλό βιβλίο. Ποιες είναι οι ιδανικές συνθήκες ανάγνωσής του για να χαθείς μέσα του; Η σκηνογραφία του. Λατρεύω τα βιβλία που με τοποθετούν σε ένα χώρο. Με κάνουν ταξιδιώτη σε ένα τόπο, φίλο σε μια γειτονιά, επισκέπτη σε ένα σπίτι, ερωμένη σε ένα κρεβάτι . Με συνεπαίρνουν τα βιβλία που κουβαλούν ανυπόμονους ήρωες, που βιάζονται να ξεμπερδεύουν, που μπερδεύονται συνέχεια κι αλλάζουν χίλιες γνώμες κι είναι πάνω από όλα αθεράπευτα προβληματικοί. Κυρίως όμως αγαπάω τη φινέτσα της γραφής που ξεχειλίζει από λυρισμό.

Τι σε φοβίζει περισσότερο κοιτώντας στο μέλλον; Φοβάμαι μονάχα μήπως χάσω την ελπίδα μου. Την κουβαλάει στα χέρια του το κοριτσάκι με τις κοτσίδες και την στραβή φράντζα. Μήπως χάσω και το αχόρταγο παιδί, που μου γαργαλάει ακόμη τα πόδια. Μήπως ζαρώσει η ψυχή μου και πάψω να πιστεύω στην καλοσύνη των ανθρώπων. Μήπως ζωστώ κι εγώ τις πέτρες και τις βέργες κι αρχίσω να στήνω ξόβεργες. Μήπως με δηλητηριάσουν τα λόγια βέλη. Φοβάμαι μήπως χαθεί η ανθρωπιά μου και τότε τι θα πω στους γιους μου; ” Πού να τους κρύψω να μην τους φτάνουν οι κακοί;”

Στις 19/11, στην Αίθουσα εκδηλώσεων της Κεντρικής Δημοτικής Βιβλιοθήκης, Εθνικής Αμύνης 27, και Ώρα: 19.30, η βιβλιοθηκονόμος Λένα Παπαθανασίου, ο συγγραφέας Βασίλης Χατζηβασιλείου και ο δημοσιογράφος Κωστής Ζαφειράκης παρουσιάζουν το βιβλίο της Αθηνάς. Περισσότερες πληροφορίες εδώ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα