«Χιόνια του χτες, χιόνια του αύριο»: Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Πέτερ Χάντκε
Ένας θεατρικός μονόλογος, σαν απολογία ζωής, χωρίς συμπεράσματα, όλο ερωτήματα και νύξεις
Ο Αυστριακός νομπελίστας Πέτερ Χάντκε έκλεισε τον Δεκέμβριο τα 82, αλλά συνεχίζει, σαν ακούραστος, σαν ανένδοτος. Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε το τελευταίο του βιβλίο, μια φτενή μπροσούρα 75 σελίδων από τις εκδόσεις Suhrkamp με τίτλο «Χιόνια του χτες, χιόνια του αύριο», ένα κομμάτι για το θέατρο, ένα δράμα όμως χωρίς διαλόγους, ένα «τραγούδι χωρίς ρεφραίν», όπως σημειώνει ο εκδοτικός οίκος. Αυτός ο δεξιοτέχνης της εσωτερικότητας εμφανίζεται όπως τόσο συχνά σαν μοναχικός οδοιπόρος και μονολογεί. Για το νόημα της ζωής, αλλά χωρίς επιταγές και μεγάλες αλήθειες. Πάντα στο έργο του την πρωτοκαθεδρία είχαν οι μικρές αλήθειες.
Έτσι και τώρα: το πέταγμα μιας μύγας που απελευθερώνεται από μια παλάμη, οι σκιές των σύννεφων που ποδοβολούν στα λιβάδια, ο ήχος από τις σταγόνες της βροχής που πέφτουν στη φυλλωσιά. Όπως τόσο συχνά στον Χάντκε το δευτερεύον και γλίσχρο ως επιτομή του ουσιώδους. Το βιβλιαράκι αυτό εκτός από τη χαρακτηριστική για τον συγγραφέα ποιητική αναμόχλευση του κόσμου αφήνει και την εντύπωση ενός ρέκβιεμ, μια διάχυτη αίσθηση κάποιου επερχόμενου τέλους, πόσο μάλλον που στο τέλος του βιβλίου ένας άλλος αφηγητής μας διηγείται πως ο μοναχικός οδοιπόρος χάθηκε για πάντα στην άκρη ενός δάσους.
Ένα απόσπασμα
“Γιατί γεννήθηκα; Αχ και να το ‘ξερα! Για να γίνω καπνοδοχοκαθαριστής; Για να σηκώνω τις κυρίες στα κέντρα να χορέψουν; Για να γίνω λίμπερο προς πάσα χρήση; Για να φτιάχνω μπαστούνια από ξύλο φουντουκιάς; Για να γίνω οδηγός τυφλών; Για να αποκρυπτογραφώ μυστικές γραφές; Για να γίνω δάσκαλος συλλαβισμού; Για να συλλέγω κόκκαλα για τα παπούτσια; Για να γίνω βροχοποιός; Καθαριστής πόμολων; Επιληπτικός; Για να γυρίζω σελίδες; Αλλά γιατί θέλεις να έχεις γεννηθεί για κάτι; Πρέπει όντως να έχεις γεννηθεί για κάτι; – Ναι, πρέπει. Και δεν πρέπει μόνο εγώ. Ουρανοί, πώς μπόρεσα να γίνω ένας μοναχικός οδοιπόρος; – Θες να πεις, πώς μπόρεσες να μαραζώσεις; – Όχι αυτό. – Μήπως να καταντήσεις μοναχικός οδοιπόρος; – Αυτό όχι, όχι και πάλι όχι! Ή μάλλον: όχι ακόμη. – Άρα να συνεχίσεις την ίδια πορεία μέχρι το τέλος σου; – Ναι, ένα ωραίο τέλος. Αχ, στα μαλλιά μιας κοπέλας σήμερα τα ίχνη ακόμη των κόμπων από τις κοτσίδες που είχε πλέξει χτες, και ποιος ξέρει τι δώρο μου επιφυλάσσει ακόμα το αύριο;! Καλά το είπες, Ρουσσώ: Τα μάγια της αυταπάτης διαρκούν τόσο όσο και το πάθος που τα προκαλεί. Ναι, η χώρα με τις χίμαιρες, η μοναδική χώρα όπου αξίζει να ζεις. Μπλουζ στις φωτισμένες λεωφόρους, μπλουζ όλη τη μέρα, και στο χώμα του λιβαδιού το στριφογύρισμα του ρυακιού που από την εποχή του Μεσαίωνα κιόλας το λέγανε «νερόφιδο». Και πώς με λένε εμένα σήμερα; Και πώς λεγόμουν χθες; Και πώς θα με φωνάζουν αύριο; Και το ρήμα «σώζω» στην αρχαία Ελλάδα τελειώνει μ’ ένα στομφώδες παρατεταμένο διπλό φωνήεν και μάλιστα μ’ ένα διπλάσιο όμικρον, το τελευταίο γράμμα του αλφαβήτου, να συνεχίζεις να σαλπίζεις αυτό το μακρόσυρτο Ω σαν να ήταν έκκληση, όχι, όχι μόνο σαν, ένα τελευταίο ωμέγα, και μετά άλλο ένα τελευταίο και πάλι ένα τελευταίο Ω, και πάει λέγοντας…”
Πηγή: Σπύρος Μοσκόβου / DW