«Δεν είμαστε γυναίκες απέναντι στους άνδρες, αλλά όλοι απέναντι στην πατριαρχία»
Η Τζένη Κριθαρά με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της μιλά στην parallaxi για την πατριαρχία, τις γυναικοκτονίες, την έμφυλη βία και την ανισότητα που «πρωταγωνιστούν» στη σύγχρονη κοινωνία.
«Είμαι γυναίκα, γι’ αυτό με σκοτώνεις»· Μια φράση ωμή που -παρά τη συνεχή της επαλήθευση στην πράξη- εξακολουθεί να διχάζει τη σύγχρονη κοινωνία. Μια κοινωνία πλασμένη από την πατριαρχία, στην οποία ο σεξισμός, η τοξική αρρενωπότητα, ο εσωτερικευμένος μισογυνισμός, η ενοχοποίηση του θύματος και η σεξουαλική αντικειμενικοποίηση αποτελούν μια κανονικότητα.
Η έμφυλη βία καταγράφεται καθημερινά σε όλες τις εκφάνσεις της, χωρίς να δίνει περιθώρια για αυταπάτες περί έμφυλης ισοτιμίας. Ο κόσμος έχει μάθει να φυσιολογικοποιεί και να δικαιολογεί παραβιαστικές συμπεριφορές, ενθαρρύνοντας το χέρι του κακοποιητή.
Η δημοσιογράφος Τζένη Κριθαρά συγκεντρώνει εμπειρίες γυναικών και στοιχεία για τις γυναικοκτονίες μέσα σε ένα βιβλίο με τίτλο «Είμαι γυναίκα, γι’ αυτό με σκοτώνεις». Δέκα γυναίκες αφηγούνται στην ίδια τις δικιές τους ιστορίες. Γυναίκες που κακοποιήθηκαν λόγω του φύλου τους περιγράφουν μέσα από τα σκληρά βιώματά τους πώς γεννάται, πώς εκφράζεται και πώς συγκαλύπτεται το έμφυλο έγκλημα.
Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γράψετε το βιβλίο;
Μελετούσα το ζήτημα της έμφυλης ανισότητας για καιρό και αρθρογραφούσα για τις γυναικοκτονίες, όταν ακόμα ο όρος ήταν «απαγορευμένος» στη δημόσια σφαίρα και ιδίως στα μέσα ενημέρωσης. Είναι ένα ζήτημα που με απασχολούσε ερευνητικά και δημοσιογραφικά πολύ πριν έρθω για πρώτη φορά σε επαφή με θύματα έμφυλης βίας. Το κομβικό σημείο για την έναρξη της συγγραφής του βιβλίου ήταν η γυναικοκτονία της Καρολάιν. Με αφορμή μία τοποθέτησή μου στην εκπομπή που εργάζομαι, επικοινώνησαν μαζί μου αρκετές γυναίκες που θέλησαν να μου εμπιστευτούν το τραύμα τους. Η μία με γνώριζε στην άλλη και κάπως έτσι, συγκέντρωσα τις μαρτυρίες που αποτελούν την ραχοκοκαλιά του βιβλίου. Ο εκδότης του ΚΨΜ, Βασίλης Γραμμέλης, είχε την ιδέα και το θάρρος να κυκλοφορήσουν ως βιβλίο μαζί με την έρευνά μου για τη γυναικοκτονία και κάπως έτσι, με την σημαντική συμβολή του Νίκου Μπογιόπουλου στον πρόλογο, εκδόθηκε το «Είμαι γυναίκα, γι’ αυτό με σκοτώνεις».
Πόσο δύσκολο είναι ένα θύμα έμφυλης βίας να ανοιχτεί και να μιλήσει για τα βιώματά του;
Είναι πολλοί οι σκόπελοι που πρέπει να περάσει ένα θύμα που έχει υποστεί έμφυλη βία – είτε ενδοοικογενειακά, είτε όχι – μέχρι να φτάσει στο σημείο να μπορεί να μιλήσει για το τραύμα και το βίωμά του. Ακριβώς επειδή πρόκειται για τραύμα, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ασφάλεια. Να νιώσει ότι δεν κινδυνεύει. Ότι δεν θα το εκμεταλλευτείς. Ότι δεν θα το κακοποιήσεις με έναν νέο τρόπο. Λόγω επαγγέλματος, έχω γίνει μάρτυρας περιπτώσεων που ένα θύμα έμφυλης βίας επιθυμεί να μοιραστεί την ιστορία του και η αντιμετώπισή του από τους δημοσιογράφους / παρουσιαστές είναι τόσο επιφανειακή, τόσο «κίτρινη», που έρχεται σε πολύ δύσκολη θέση. Όταν το κάνεις αυτό σε έναν άνθρωπο που έχει δεχθεί βία είναι σαν να το κακοποιείς ξανά, αλλά διαφορετικά. Το ίδιο ισχύει και όταν η κοινή γνώμη αναρωτιέται για ένα θύμα «γιατί δεν έφυγε;», «τι δουλειά είχε με αυτόν;», «τι έψαχνε εκείνη την ώρα σε αυτό το σημείο;». Η ενοχοποίηση του θύματος είναι μία πολύ ύπουλη μορφή βίας: από την μία πληγώνει έναν ήδη πληγωμένο άνθρωπο και από την άλλη «δηλητηριάζει» την κοινωνία με πατριαρχικά στερεότυπα.
Υπήρξε κάποια μαρτυρία που σας “ταρακούνησε” περισσότερο και για ποιο λόγο;
Με συγκλόνισαν και συνεχίζουν να με συγκλονίζουν όλες οι μαρτυρίες τόσο λόγω της ωμότητας που διέπει την έμφυλη βία, όσο και εξαιτίας του γεγονότος ότι έχω συνδέσει κάθε μαρτυρία με ένα πρόσωπο. Οι μαρτυρίες που έχουν συγκεντρωθεί στο βιβλίο δεν έχουν προκύψει από ένα τηλεφώνημα ή μία συνάντηση. Είναι προϊόν συναντήσεων πολλών μηνών. Σκοπός μου δεν ήταν να ακούσω απλά μία αφήγηση. Ήθελα να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος φτάνει στο σημείο να κακοποιήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν άλλον άνθρωπο και πώς γίνεται στο τέλος να φταίει το ίδιο το θύμα! Ήθελα να αντιληφθώ τι σημαίνει να δέχεσαι έμφυλη βία και να μην έχεις την δυνατότητα να ξεφύγεις, να μην σε πιστεύουν ή να μην μπορείς να βρεις το δίκιο σου. Αυτά ακριβώς προσπάθησα να καταγράψω και να τα προσφέρω στους αναγνώστες.
Γιατί υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που απορρίπτουν τον όρο «γυναικοκτονία»;
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που απορρίπτουν τον όρο «γυναικοκτονία» γιατί υπάρχει ακόμα το σύστημα που γεννά και αναπαράγει την έμφυλη βία που καταλήγει στη γυναικοκτονία. Η ελληνική κοινωνία είναι πατριαρχικά δομημένη, έχει ως θεμέλιο λίθο την ανισότητα (έμφυλη, ταξική, οικονομική) και ένα σύστημα εξουσίας που τρέφεται από αυτήν, άρα την προστατεύει ως κόρη οφθαλμού. Είναι ενδεικτική η ανταπόκριση του πολιτικού συστήματος στο κοινωνικό αίτημα για την νομική κατοχύρωση του όρου «γυναικοκτονία». Κάθε φορά, οι κυβερνώντες εμφανίζονται περίλυποι μετά από μία νέα γυναικοκτονία, αλλά ποτέ δεν κάνουν τίποτα προς τη νομοθέτηση είτε του όρου, είτε μέτρων για την προστασία των θυμάτων. Ακόμα και όταν γίνεται ένα βήμα μπροστά, ακολουθούν δέκα βήματα πίσω. Για παράδειγμα, είχαμε Γενική Γραμματεία Ισότητας και επί της παρούσας κυβέρνησης έγινε Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων. Όχι μόνο υποβαθμίζεις αυτομάτως το θέμα της έμφυλης ισότητας με την συγχώνευση των γραμματειών, αλλά η ίδια η συγχώνευση της Ισότητας των Φύλων και της Οικογενειακής Πολιτικής μαρτυρά ότι η κυβέρνηση δεν επιθυμεί καθόλου να ασχοληθεί με την ισότιμη κοινωνική θέση των γυναικών. Στο δικό τους σκεπτικό ισχύει το εξής: ισότητα των φύλων = γυναίκες και γυναίκες = οικογένεια. Δεν μπορούν ούτε να δουν τη γυναίκα εκτός οικογενειακού πλαισίου. Αυτό από μόνο του καθρεφτίζει την πατριαρχική δόμηση της κοινωνίας, η οποία ξεκινάει ασφαλώς από ψηλά.
Σε μια χώρα με βαθιά ριζωμένες τις πατριαρχικές αντιλήψεις, όπως η Ελλάδα, πιστεύετε πως θα υπάρξει στιγμή που θα ζούμε χωρίς τον φόβο της έμφυλης βίας;
Δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξη. Η οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση των τελευταίων ετών έχει οδηγήσει ένα διόλου αμελητέο τμήμα των πολιτών στον εκφασισμό, ο οποίος γεννά τη βία σε όλες τις μορφές της. Θεωρώ ότι το πιο τρομακτικό στοιχείο για το άμεσο μέλλον της ελληνικής κοινωνίας είναι η ευκολία με την οποία ασπάζονται τα παιδιά και οι έφηβοι – δηλαδή, οι αυριανοί ενήλικες – ακροδεξιές απόψεις. Ελλείψει σοβαρής αντιπολίτευσης, ελλείψει ουσιαστικής κοινωνικοποίησης, ελλείψει εκπαίδευσης με επίκεντρο τον άνθρωπο, τα μυαλά τους είναι έκθετα στις πατριαρχικές, ακραία συντηρητικές ή και φασίζουσες απόψεις που με πάρα πολύ μεγάλη ευκολία υιοθετούνται ευρέως από τα μέσα ενημέρωσης και μέλη του πολιτικού προσωπικού. Η συνθήκη γίνεται ακόμα πιο επικίνδυνη αν σκεφτούμε πόσο εύκολη είναι η πρόσβαση για παιδιά και εφήβους σε alt right δίκτυα και ομάδες που λειτουργούν ελεύθερα στο διαδίκτυο. Τα μυαλά και οι ψυχές τους «εκπαιδεύονται» στην επιβολή δια της βίας, στην … «παραδοσιακή» θέση του άντρα ή της γυναίκας, ακόμα και στην καθαρότητα της φυλής!
Τις περισσότερες φορές και ενώ μια γυναίκα βρίσκει το κουράγιο να μιλήσει, μπορεί να υποστεί μία διαφορετικού είδους κακοποίηση, όπου κρίνεται και αποδοκιμάζεται από τρίτους. Γιατί δεν φεύγει από τη νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας το «προκαλεί» και το «γιατί δεν τα είπε νωρίτερα»;
Η απάντηση βρίσκεται και πάλι στην πατριαρχική δόμηση της κοινωνίας μας. Γενιές ολόκληρες έχουν γαλουχηθεί με ένα σύστημα αξιών και ιδεών που υπαγορεύει μία σειρά από άδικους και περιοριστικούς για τις γυναίκες, στις οποίες έχει δοθεί ιστορικά ο ρόλος της ανισότητας. Βιάζεται μία κοπέλα και η αυτόματη αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας είναι να ρωτήσει εάν ήταν ντυμένη προκλητικά, εάν βρισκόταν πολύ αργά την νύχτα έξω από το σπίτι της ή εάν είχε προκαλέσει τον βιαστή της! Γίνεται ένα έγκλημα και αντί να ανακρίνουμε τον δράστη, ανακρίνουμε το θύμα. Αυτό συμβαίνει μόνο στο έμφυλο έγκλημα. Δεν θα ρωτήσει κανείς τον υπάλληλο εάν προκάλεσε τον ληστή που πήρε τα λεφτά από την τράπεζα. Ούτε θα ρωτήσει κανείς γιατί ένας νεκρός άνδρας που δολοφονήθηκε από τον κολλητό «δεν έφυγε» από την κακοποιητική φιλία τους. Θα ρωτήσει, όμως, «γιατί δεν έφυγε» η σύζυγος που δεχόταν ενδοοικογενειακή βία και κατέληξε νεκρή. Αυτό συμβαίνει γιατί η κοινωνία έχει διαμορφώσει ένα πλαίσιο στο οποίο οι γυναίκες είναι υπόλογες όχι μόνο για τις δικές τους πράξεις, αλλά και για τις πράξεις των ανδρών. Αντί να μαθαίνουμε – ως κοινωνία – στα αγόρια να φέρονται με σεβασμό και με γνώμονα την συναίνεση για να εξαλείψουμε τον κίνδυνο, μαθαίνουμε στα κορίτσια πώς να προστατεύονται από τον κίνδυνο που οι ίδιοι επιτρέπουμε να αναπαράγεται.
Με αφορμή την τελευταία γυναικοκτονία έξω από το Α.Τ. των Αγίων Αναργύρων, παρατηρήσαμε μια απαξιωτική στάση των Αρχών απέναντι στο θύμα. Γίνονται τόσες καμπάνιες, είμαστε όμως όντως ασφαλείς;
Δυστυχώς, καμία καμπάνια δεν μπορεί να προσφέρει κανένα αποτέλεσμα, όσο τα δομικά και συστημικά δεδομένα είναι απαράλλαχτα. Αυτός είναι ο λόγος που δεν είμαστε ασφαλείς. Η γυναικοκτονία στους Αγίους Αναργύρους είναι το πιο τρανταχτό παράδειγμα. Η Κυριακή εντόπισε τον κίνδυνο, πήγε στην αστυνομία και κατέληξε νεκρή. Εκ των υστέρων, μάθαμε ότι η κοπέλα δεν έκανε μήνυση (πράγμα σύνηθες για τα θύματα έμφυλης βίας) και γι αυτό δεν κινήθηκαν οι αστυνομικοί εναντίον του ή δεν της παρείχαν περαιτέρω βοήθεια. Στις περιπτώσεις έμφυλης βίας, όμως, η διαδικασία κινείται αυτεπάγγελτα. Η κοπέλα μπορεί να μην τον γνώριζε, οι αστυνομικοί όμως έπρεπε να το γνωρίζουν. Αντί να κινηθούν εναντίον του μετέπειτα γυναικοκτόνου, άφησαν την κοπέλα να φύγει χωρίς να πάρουν ούτε τα δικά της στοιχεία, ούτε του δράστη. Εάν πραγματικά ήθελαν οι κυβερνώντες να λύσουν το πρόβλημα, θα έκαναν μία καμπάνια που θα βοηθούσε τα θύματα έμφυλης βίας να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους, την διαδικασία της καταγγελίας και την προστασία που δικαιούνται. Δεν αρκεί να λέμε σε κάποια «μίλα», «φύγε» ή «μην φοβάσαι». Πρέπει να δημιουργήσουμε το πλαίσιο για να μιλήσει, να φύγει και να μην φοβάται. Σε αντίθετη περίπτωση, πρόκειται αποκλειστικά για πολιτική του θεαθήναι.
Ποιο είναι το κύριο μήνυμα που θα θέλατε να συγκρατήσουν τα άτομα που θα διαβάσουν το βιβλίο σας;
Να θυμόμαστε ότι η έμφυλη ανισότητα γεννάται και αναπαράγεται σε ένα σύστημα του οποίου είμαστε μέρος. Ως εκ τούτου, έχουμε την δύναμη – ακόμα και όταν δεν μας δίνεται η δυνατότητα – να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο. Να θυμόμαστε ότι δεν είμαστε οι γυναίκες απέναντι στους άντρες. Είμαστε άντρες και γυναίκες απέναντι στην πατριαρχία, η οποία σκοτώνει και στην συνέχεια ενοχοποιεί τα ίδια τα θύματα για τον θάνατό τους προκειμένου να ξεπλύνει τις ευθύνες των δραστών που δημιουργεί η ίδια. Τα «εγκλήματα τιμής», «τα εγκλήματα πάθους» ή «οι δράστες με ψυχικά προβλήματα» είναι όψεις του ίδιου νομίσματος: της εθελοτυφλίας απέναντι στα πραγματικά αίτια της έμφυλης βίας.
*Το βιβλίο της Τζένης Κριθαρά «Είμαι γυναίκα, γι’ αυτό με σκοτώνεις» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ.