Έφυγε από τη ζωή ο συγγραφέας Γελωτοποιός – Η συγκινητική ανάρτηση
Την είδηση του θανάτου έκανε γνωστή με ανάρτηση η επίσημη σελίδα του συγγραφέα
Θλίψη σκόρπισε στο αναγνωστικό κοινό η είδηση πως την περασμένη Τετάρτη έφυγε από τη ζωή ο συγγραφέας Παύλος Θωμόπουλος ή αλλιώς, γνωστός ως Γελωτοποιός σε ηλικία 49 ετών.
Την είδηση έκανε γνωστή με ανάρτηση η επίσημη σελίδα του συγγραφέα σήμερα, γράφοντας πως “Με βαθιά λύπη σας ανακοινώνουμε πως ο Παύλος μας ή αλλιώς Γελωτοποιός αποχώρησε χθες από τον πλανήτη Γη και ξεκίνησε για το μακρινό του ταξίδι. Σας στέλνει την μεγάλη του αγάπη και το απέραντο φως του. Η κηδεία του θα τελεσθεί σε κοντινό οικογενειακό κύκλο , όπως ήταν η επιθυμία του. Θέλει να τον θυμάστε γερό, δυνατό και χαμογελαστό έτσι όπως τον ξέρατε. Τη νύχτα αν κοιτάξετε στον ουρανό θα διακρίνετε το πιο λαμπρό αστέρι, εκεί κάπου βρίσκεται ο αγαπημένος μας τώρα πια…
ΥΓ. Θα σας ενημερώσουμε για την τοποθεσία του μνήματος του εάν θελήσετε να το επισκεφτείτε.”
Ο Παύλος Θωμόπουλος ήταν συγγραφέας και δάσκαλος, πολύ αγαπητός στον κόσμο της πόλης. Είχε κάνει γνωστό μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα πώς έπασχε από επιθετικό καρκίνο.
Ο Γελωτοποιός (1975- 2024), διαδικτυακό ψευδώνυμο ενός εγγονού της Πηνελόπης Δ. είναι ο γνωστός blogger “sanejoker”. Έχει γράψει πολλά βιβλία που κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο και την “Λεγεώνα των ψυχών” που εκδόθηκε.
Ο ίδιος, περιγράφοντας παλιότερα σε συνέντευξη του το πώς άρχισε να γράφει είπε:
“Έκτη δημοτικού αποφάσισα να ξεκινήσω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Ήταν η ιστορία ενός αγοριού στην ηλικία μου που πηγαίνει εκδρομή με το σχολείο στο Γκραν Κάνυον (πώς βρέθηκαν εκεί δεν θυμάμαι).
Ο μικρός μπαίνει σε μια σπηλιά και χάνεται σ’ έναν Άγνωστο Κόσμο, όπου υπάρχουν δεινόσαυροι, άνθρωποι φτιαγμένοι από πάγο, πρωτόγονοι και φυσικά ένα πανέμορφο κορίτσι (ήξερα από τότε ότι δεν γίνεται ιστορία χωρίς έρωτα).
Θυμάμαι ότι είχα γράψει γύρω στις πενήντα σελίδες. Μετά κάναμε άλλη μια μετακόμιση. Το τετράδιο χάθηκε.
Αγγελία: Χάθηκε τετράδιο. Δίνεται αμοιβή. Μπλε τετράδιο χάθηκε το 1986, στην Κορινθία. Μέσα έχει μια ιστορία με δεινόσαυρους. Αν το βρείτε παρακαλώ στείλτε μήνυμα στο [email protected] Αμοιβή 10.000 δραχμές.
Μετά από αυτό έγραφα διάφορες μικρές ιστορίες, όπως μία παραλλαγή των Βατραχομυομαχιών, όπου πολεμούσαν τα μαλακά με τα σκληρά τυριά.
Οι φιλόλογοι καθόλου δεν εκτιμούσαν τις εκθέσεις που τους έγραφα, γιατί δεν μπορούσα με τίποτα να γράψω «κανονικά» (πρόλογος, κυρίως θέμα, επίλογος) ούτε να μείνω στο θέμα. Στις πανελλήνιες εξετάσεις τον χειρότερο βαθμό, κάπου στο 13,5 τον πήρα στην Έκθεση.
Συνέχισα να γράφω διηγήματα. Όχι πολύ συχνά, όποτε μου ερχόταν. Μέχρι που βρέθηκε στο δρόμο μου ο Ιάκωβος Καμπανέλλης.
Τον γνώρισα στη Νάξο όπου δούλευα. Ήταν τόσο υπέροχος άνθρωπος. Δεν τεντωνόταν για να δείξει ότι είναι κάποιος.
Το χειμώνα του έστειλα ένα διήγημα.
Δεν περίμενα να μου απαντήσει. Λίγο καιρό μετά ήρθε το γράμμα. Και πρέπει να παραδεχτώ ότι έκλαψα λιγάκι. Ανάμεσα στα άλλα ο Καμπανέλλης μου είχε γράψει: «Βασισμένος μόνο στο προσωπικό μου κριτήριο, μόνο αυτό έχω, θέλω να σου πω ότι είσαι γεννημένος για να γράφεις και μάλιστα…!!!»
Μέχρι εκείνη τη μέρα αμφιταλαντευόμουν. Ο Καμπανέλλης μ’ έκανε να πάρω την απόφαση. Παράτησα τη δουλειά και το νησί όπου περνούσα υπέροχα, πήρα ό,τι λεφτά είχα μαζέψει δουλεύοντας σκληρά, κι έφυγα για το μέρος όπου πηγαίνουν όλοι οι ρομαντικοί weirdo συγγραφείς: Τη Γαλλία.
Πήγα από δω κι από κει. Κατέληξα σ’ ένα χωριό στα Πυρηναία, το Les Bagnieres de Luchon, ένα μέρος με ιαματικά λουτρά όπου ο μέσος όρος ηλικίας ήταν λίγο-πριν-το-θάνατο.
Κλείστηκα σ’ ένα δωμάτιο και ξεκίνησα να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα, χωρίς δεινόσαυρους, στο πρότυπο του Οδυσσέα, του Τζέιμς Τζόις. Όπως καταλαβαίνετε απέτυχα, αφού ξεκίνησα με τον πήχη πολύ ψηλά.
Γύρισα απογοητευμένος. Είχα γράψει εκατό σελίδες, αλλά ήταν σκόρπια φύλλα. Επιπλέον είχα ξοδέψει ότι λεφτά είχα και αναγκάστηκα να μείνω στο πατρικό μου.
Μετά τη μανία έρχεται η κατάθλιψη πάντα.
Αλλά εκεί, στο παιδικό μου κρεβάτι, ξύπνησα ένα πρωινό, αφυπνίστηκα μάλλον και είπα: «Βρήκα το δρόμο μου!»
Δεν ξέρω τι όνειρο είχα δει. Αλλά πλέον ένιωθα ότι αυτό θα έκανα, με πόλεμο, πανδημίες, φτώχεια και πλούτη.
Όπως λέει ο Μαρκ Τουέην: «Κάθε άνθρωπος γεννιέται δυο φορές. Την πρώτη με τη γέννηση του. Τη δεύτερη όταν ανακαλύπτει για ποιο λόγο γεννήθηκε.»
Συνέχισα να γράφω για τρία χρόνια το «Αδάμ, ο τελευταίος άνθρωπος», 540 σελίδες Α4 σε γραφομηχανή. Δεν το έδωσα ποτέ σε εκδότη.
Ήταν τρία χρόνια μαθητείας. Και συνεχίζω. Γιατί, όπως λέει ο Χέμινγουεϊ: «Στη συγγραφή όλοι είμαστε μαθητευόμενοι και κανείς δεν γίνεται μάστορας.»
Από τότε έχω γράψει εφτά μυθιστορήματα και γύρω στα 200 διηγήματα/νουβέλες. Ο Καμπανέλλης είχε δίκιο. Όχι την πρώτη φορά, αλλά τη δεύτερη γεννήθηκα για να γράφω”.