Βιβλίο

Ένα παραμύθι αφηγείται το όμορφο πριν και το άσχημο μετά απ’ όταν καίγεται ένα δάσος

Το" Όταν χάθηκαν τα παραμύθια" της κας. Χρυσάνθης Χατζηδημητριάδου, περνάει μεταξύ άλλων ένα από τα πιο σημαντικά μηνύματα - Τι λέει η συγγραφέας στην Parallaxi

Αλέξανδρος Βασιλείου
ένα-παραμύθι-αφηγείται-το-όμορφο-πριν-1219719
Αλέξανδρος Βασιλείου

Σε μια εποχή που τα παραμύθια φαίνεται να έχουν δώσει τη θέση τους στις οθόνες και τα παιδιά μεγαλώνουν από μικρά με ένα κινητό στο χέρι, η ανάγκη για αυτές τις όμορφες ιστορίες που εξιτάρουν τη φαντασία των παιδιών είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Γιατί, όσο και αν η τεχνολογία εξελίσσεται, η ανάγνωση είναι πάγια αξία και απαραίτητη για την ευαίσθητη παιδική ηλικία.

Τα παραμύθια όμως γράφονται ακόμη. Είναι εδώ, γοητεύουν μικρούς και μεγάλους. Γιατί τα παραμύθια είναι οι ρίζες μας, είναι άμεσα συνδεδεμένα με την τοπική κουλτούρα, είναι η πρώτη επαφή των παιδιών με την ανάγνωση, πριν καλά καλά μπουν στα σχολεία, όπου το διάβασμα παίρνει άλλη μορφή.

Ένα παραμύθι με αφορμή τις φωτιές, που έχει γίνει εφιάλτης στη χώρα μας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες έγραψε η κα. Χρυσάνθη Χατζηδημητριάδου, συνταξιούχος εκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο και θα διαβάστε παρακάτω.  Και, ακόμη κι αν ο πρωταρχικός στόχος της συγγραφέα δεν ήταν να περάσει κάποιο μήνυμα, αυτό που πραγματεύεται το παραμύθι είναι κάτι πολύ μεγάλο στην πραγματικότητα και είναι πολύ ελπιδοφόρο τα παιδιά, μέσα από αφηγήματα που αγαπούν και προκαλούν όμορφα συναισθήματα και αναμνήσεις, να καταδεικνύουν το όμορφο έναντι του άσχημου και γιατί όχι, να προβληματίζουν και να διαπλάθουν μια συνείδηση για τη σημασία του περιβάλλοντος.

Πρώτα, όμως, ας δούμε τι έχει να πει η συγγραφέας του παραμυθιού για το δημιούργημά της. Η parallaxi μίλησε με την κα. Χατζηδημητριάδου και η συζήτηση εκτυλίχθηκε κάπως έτσι…

Το παραμύθι μιλά για τις φωτιές. Αφετηρία για να γράψετε αυτό το παραμύθι ήταν αυτό που βλέπουμε κάθε χρόνο στην Ελλάδα; Τι σας οδήγησε να γράψετε αυτό το παραμύθι;

Θα σας πω. Τα παραμύθια τα χρησιμοποιούσα πάρα πολύ όταν ήμουν εκπαιδευτικός, δηλαδή έφτιανα ιστορίες για να διδάξω κάτι καινούριο. Για παράδειγμα, για να διδάξω τα διαλυτικά και πότε τα βάζουμε, έφτιαχνα μια ιστορία με ένα ζευγάρι που όταν ήταν μαζί και αγαπημένο ας πούμε φόραγαν ένα καπελάκι, για τον τόνο… Τέλος πάντων, έφτιαχνα ιστορίες για να διδάξω κάτι καινούριο και να το κάνω ενδιαφέρον στα παιδιά, οπότε ήμουν συνηθισμένη στο να φτιάχνω ιστορίες.

Κάποια στιγμή, ένα καλοκαίρι που ήμουν κοντά στην Αγιά, ένα παραλιακό χωριό και είχε πιάσει φωτιά εκεί κοντά το δάσος, μια πυρκαγιά δηλαδή που την ένιωθα και την έβλεπα, τον πανικό που δημιούργησε κλπ, αυτό ήταν η αφορμή να γραφτεί αυτό το παραμυθάκι.

Θεωρείτε ότι διαβάζουν πλέον παραμύθια στα παιδιά οι γονείς ή θεωρείτε ότι έχουν λίγο χαθεί με το πέρασμα των χρόνων και τις τεχνολογικές εξελίξεις;

Όχι, όχι, πιστεύω ότι όσο το διάβασμα είναι στα χέρια των γονιών, δηλαδή όταν τα παιδάκια είναι μικρά, διαβάζουν οι γονείς- και οι νέοι γονείς- παραμύθια στα παιδιά, ή φτιάχνουν δικά τους παραμύθια το βράδυ που θα κοιμηθούν. Δηλαδή, πιστευώ, τα παιδάκια κοιμούνται με ένα παραμύθι. Απλώς όταν μεγαλώσουν λιγάκι και μετά μένει το διάβασμα στα ίδια τα παιδιά, εκεί υπάρχει μια παραίτηση. Αλλά πιστεύω κοιμούνται ακόμη με παραμύθια. Και το θέλουν, αλλά και οι γονείς το κάνουν και πιο συστηματικά στις μέρες μας, γιατί υπάρχουν πάρα πολύ ωραίες ιστορίες παιδικές, πάρα πολύ ωραία βιβλία κυκλοφορούν,δεν έχουμε μείνει δηλαδή στην Κοκκινοσκουφίτσα και την Χιονάτη μόνο. Κυκλοφορούν πάρα πολύ ωραία παραμύθια, και με ωραία εικονογράφηση και με ωραία μηνύματα. Αν και πάντα, εντάξει, ένα παραμύθι δεν είναι απαραίτητο να στέλνει κι ένα μήνυμα, μπορεί απλά να είναι ένα παραμύθι έτσι όπως το λέμε… Μια ιστορία, με ωραίες εικόνες, που θα αφήσει το παιδάκι να φανταστεί διάφορες εικόνες, δεν είναι απαραίτητο για μένα να στέλνει κι ένα μήνυμα ένα παραμύθι πάντα.

Θεωρείτε πως το δικό σας παραμύθι έχει κάποιο μήνυμα ως σκοπό ή ήταν καθαρά στο πλαίσιο δημιουργίας μιας ιστορίας;

Το δικό μου παραμύθι, όταν το έγραψα, δεν ήταν για να διδάξω κάτι. Ήθελα να φτιάξω την ωραία εικόνα με το δάσος πριν την πυρκαγιά και το δάσος μετά την πυρκαγιά. Μέσα από αυτήν την ιστορία περνάει κι ένα μήνυμα, αλλά δεν ήταν και ο στόχος μου να περάσω κάποιο μήυνμα στα παιδάκια. Ήταν να τα κάνω να φανταστούν αυτό, δηλαδή, συνήθως γράφω προσπαθώντας να φτιάξω όμορφες εικόνες ώστε να ταξιδέψει το μυαλό των παιδιών, αυτός είναι ο στόχος, το ταξίδι.

Νομίζω είμαστε σε μια εποχή που χρειαζόμαστε τα παραμύθια. Είμαστε σε μια εποχή που τα παιδιά είναι μπροστά στις οθόνες και κάπως χάνεται η όλη δημιουργικότητα, η φαντασία, που είναι πολύ σημαντικό για αυτήν την ηλικία, αλλά και μεγαλώνοντας είναι σημαντικό να έχουμε τέτοια ερεθίσματα. Και, είναι σημαντικό ότι- και ας μην ήταν αυτός ο στόχος- περνάει ένα μήνυμα.

Δεν ξεκίνησα με αυτόν τον στόχο. Με τρόμαξε αυτός ο κόκκινος ουρανός την ώρα της πυρκαγιάς και τις επόμενες μέρες το τοπίο που άφησε πίσω του, η μαυρίλα και η ξεραΐλα… Δηλαδή εκεί που περνούσαμε μέσα από ένα καταπράσινο δάσος για την παραλία που πηγαίναμε και, το πριν και το μετά, δηλαδή το καταπράσινο πριν και μετά… το μαύρο. Ο στόχος δεν ήταν βασικά “πρόσεχε το δάσος”, ο στόχος ήταν το αποτέλεσμα των πράξεών μας. Αλλά έτσι βγήκε τελικά, ότι ακόμα και τα παιδιά μπορούν κάτι να κάνουν τέλος πάντων.

ΟΤΑΝ ΧΑΘΗΚΑΝ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Μια φορά κι έναν καιρό σ’ έναν τόπο μακρινό, υπήρχε μια πολιτεία, η Νεραϊδοπολιτεία. Έλαμπε ο ήλιος κι έκανε τη Νεραϊδοπολιτεία να λαμποκοπά. Χαίρονταν οι νεράιδοι και οι νεράιδες. Η χαρά τους έδιωχνε τα σύννεφα κι έκανε τον ήλιο να λάμπει περισσότερο. Ζήλευε τότε η βροχή κι έτρεχε κι αυτή να μπει στο χορό σιγανή, δροσερή. Βιαστικά πρόφταινε και το αεράκι με τα δώρα του, μυρωδιές πεύκου κι έλατου, γιασεμιού και λεμονοπορτόκαλου.

Όνειρο η φύση γύρω. Η μάνα γη απλόχερα βλάσταινε, άνθιζε, κάρπιζε κάθε σποράκι που ακουμπούσε στην αγκαλιά της. Δέντρα λυγερόκορμα, σαν εικοσάχρονα παλικάρια που χόρευαν τον πυρρίχιο, άπλωναν τα κλαδιά τους άλλοτε ψηλά, λες και ήθελαν να φτάσουν τον ήλιο κι άλλοτε πάλι τριγύρω για να αγκαλιάσουν τα αδέλφια τους. Στον κορμό τους ζωάκια έβρισκαν προστασία και στα κλαδιά τους πουλιά ξαπόσταιναν τιτιβίζοντας. Πιο κάτω η θάλασσα, σαν μικρό κοριτσάκι, ήρεμη, έλουζε στα νερά της τις αχτίδες του ήλιου και γέμιζε χρυσάφια. Άλλοτε πάλι σαν γυναίκα με κάτασπρα μαλλιά, μόνη αυτή, πάλευε με τον τρελό βοριά.

Ήταν μια μέρα καλοκαιριού που όλα άλλαξαν. Το παιχνιδιάρικο αεράκι αυτή τη φορά έφερε μαζί του μια άσχημη μυρωδιά. Στο βάθος του ορίζοντα ο ουρανός είχε γίνει κόκκινος. Οι νεραϊδοπολίτες σήκωσαν το κεφάλι ψηλά, οσμίστηκαν τον αέρα. Δεν τους άρεσε καθόλου αυτό που ένιωσαν.

Οι νεράιδες κεντούσαν τον ουρανό με τ’ άστρα στο φόρεμα της Σταχτοπούτας. Άφησαν το κέντημα, πέρασαν γρήγορα- γρήγορα τα χέρια τους πάνω στα χρυσά τους μαλλιά κι έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. Οι άντρες τους μόλις είχαν τελειώσει τη χρυσή άμαξα της Σταχτοπούτας. Έπλυναν βιαστικά τα χέρια τους κι έτρεξαν κι αυτοί. Από μακριά ακούστηκαν φωνές παιδιών που πλησίαζαν. Ήταν τα μικρά νεραϊδόπουλα. Στην πλατεία της πολιτείας συναντήθηκαν. Κανείς δεν τολμούσε να ρωτήσει. Είχαν καταλάβει. Άρχισαν πρώτα τα μικρά νεραϊδόπουλα.

Μιλούσαν όλα μαζί. Κάτι φοβερό προσπαθούσαν να πουν.

-Καίγεται το δάσος. Κι η γιαγιά; Ο λύκος; Ο κυνηγός; Τι να έγιναν; έλεγε ένα κοριτσάκι με κόκκινο σκουφάκι.

-Καίγεται το δάσος. Και οι νάνοι; Τι να έγιναν οι νάνοι που πρωί πρωί ξεκίνησαν για το δάσος; έλεγε ένα άλλο με άσπρο δέρμα σαν το χιόνι.

-Καίγεται το δάσος. Κι η βασιλοπούλα που κοιμάται εδώ κι εκατό χρόνια και περιμένει να της λύσω τα μάγια για να ξυπνήσει; Τι να έγινε; Έλεγε ένα αγόρι, ένας μικρός πρίγκιπας.

-Καίγεται το δάσος. Και η αδελφούλα μου, η μικρή Γκρέτελ, τι να έγινε; έλεγε ένα άλλο με έξυπνο μουτράκι.

Στο μεταξύ , μακριά, στη Μεγάλη Πολιτεία έφτασε η νύχτα, όμως τα φώτα των σπιτιών δεν έσβησαν ακόμα. Τα παιδιά δεν μπορούν να κοιμηθούν. Περιμένουν να ακούσουν το αγαπημένο τους παραμύθι. Απόψε όμως, αυτό είναι αδύνατον. Αρχίζουν όλα μα σταματούν γρήγορα. Πήρε η Κοκκινοσκουφίτσα το καλαθάκι με την πίτα για τη γιαγιά και ξεκίνησε. Αλλά το δάσος δεν το βρήκε πουθενά. Δεν βρήκε το δάσος ούτε ο Κοντορεβιθούλης ούτε η Χιονάτη. Κάηκε το δάσος! Χάθηκε το δάσος! Χάθηκαν μαζί του τα παραμύθια. Το πρωί τα παιδιά δυσκολεύτηκαν να πάνε στο σχολείο. Τι άσχημη που ήταν η πόλη! Γκρίζοι τοίχοι από μπετόν, μαραμένα άρρωστα λουλούδια στα μπαλκόνια και παντού μια μυρωδιά που σου έκαιγε τη μύτη. Το θέμα έγινε πρώτη είδηση στην τηλεόραση. Μίλησαν ψυχολόγοι και άλλοι ειδικοί, έγιναν συζητήσεις και συμβούλια. «Κάηκε το δάσος και χάθηκαν τα παραμύθια! Πώς θα μεγαλώσουν τα παιδιά δίχως παραμύθια;»

Στη Νεραϊδοπολιτεία προσπαθούν να βρουν λύση. Τέτοιο γεγονός δεν έχει ξανασυμβεί.

-Το μυστικό της ζωής στη Μάνα Φύση θα το βρεις, είπε η γιαγιά Νεράιδα, που πολλά είχαν δει τα μάτια της.

-Νέα ζωή μόνο από νέα ζωή έχει ελπίδα, είπε ο γέρο-σύντροφός της κι έλαμψαν τα μάτια του από φως, που μόνο η νιότη χαρίζει.Τα νεραϊδόπουλα κατάλαβαν. Έτρεξαν στη Μεγάλη Πολιτεία. Βρήκαν τα παιδιά. Τρύπωσαν στα ανήσυχα όνειρά τους.

-Νέα ζωή μόνο από νέα ζωή έχει ελπίδα, τους είπαν.

-Πώς; αναρωτήθηκαν τα παιδιά.

-Το μυστικό της ζωής στη Μάνα Φύση θα το βρεις, αποκρίθηκαν. Είμαστε μαζί σας, πετάχτηκαν από τα ζεστά κρεβάτια τους τα παιδιά. Μαζί θα είναι πιο εύκολο.

Στη μεγάλη πλατεία παιδιά και νεραϊδόπουλα, κουβεντιάζουν.

-Γρήγορα πρέπει να ξαναγεννηθεί το δάσος!

-Η γη κρύβει στην αγκαλιά της πολλά σποράκια και νέα βλαστάρια!

-Θα χρειαστεί να βοηθήσει κι η κόρη της, η βροχή!

-Κι ο ήλιος, με τα ζεστά του χάδια να ξυπνήσει τα σποράκια που έχει φυλαγμένα η Μάνα!

-Κι αν ξανασυμβεί; είπε το αγόρι με το έξυπνο μουτράκι. Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν πώς να προστατεύουν το δάσος. Αν ξέρουν, τότε θα είναι πιο προσεχτικοί.

Συμφώνησαν σε όλα. Καιρός για δουλειά.

Τρέξανε στη Μάνα γη.

-Μάνα, ζεστή αγκαλιά, αρχή και τέλος του παντός, έχεις αυτό που ζητάμε; Το δάσος πρέπει να ξαναγεννηθεί.

-Σας περίμενα, είπε η μάνα γη. Πάρτε αυτούς τους σβώλους χώμα. Έχει όλους τους σπόρους που χρειάζεστε, πεύκα κι έλατα, μαργαρίτες και χλόη, φτέρες και πικροράδικα. Βρείτε τον άνεμο και ζητήστε του να φυσήξει για να τους σκορπίσει στην καμένη πλαγιά. Βρήκαν τον Άνεμο ξεχτένιστο, ντυμένο στο χοντρό του παλτό.

-Άνεμε! Το δάσος πρέπει να ξαναγεννηθεί

-Σας περίμενα, είπε ο άνεμος. Χαίρομαι που θα βοηθήσω. Θα φυσήξω τόσο όσο χρειάζεται να σκορπίσουν οι σπόροι στην καμένη πλαγιά. Βρείτε όμως την βροχή και ζητήστε της να βρέξει απαλά για να ποτίσει το χώμα, που θα σκεπάσει τα σποράκια. Τρέξανε στη βροχή. Κρατούσε τη μεγάλη ομπρέλα της, το ουράνιο τόξο.

-Βροχή! Το δάσος πρέπει να ξαναγεννηθεί

-Σας περίμενα, είπε η βροχή. Όταν αντίκρισα την καταστροφή , δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου, έπεσαν μ’ ορμή στη γη και κατέστρεψαν ό,τι είχε απομείνει. και τώρα πάλι δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια μου αλλά δάκρυα χαράς. Θα πέσουν απαλά και θα ποτίσουν το χώμα που κρύβει τα σποράκια, μέχρι να βγει ο ήλιος που θα τα ζεστάνει για να βλαστήσουν. Βρείτε όμως τον ήλιο και ζητήστε του να στείλει τις ηλιαχτίδες του.

Τρέξανε στον Ήλιο. Έπαιζε κυνηγητό με τις κόρες του, τις ηλιαχτίδες.

-Ήλιε! Το δάσος πρέπει να ξαναγεννηθεί

-Σας περίμενα, είπε ο ήλιος. Χωρίς εμένα δεν υπάρχει ζωή αλλά και μόνος μου μόνο μια έρημο μπορώ να φτιάξω. Θα στείλω τις ηλιαχτίδες μου να ζεστάνουν τα σποράκια για να βλαστήσουν. Γρήγορα θα ψηλώσουν, θα πρασινίσουν, θα ανθίσουν, θα καρπίσουν. Βρείτε όμως και τον Άνθρωπο. Αυτός ορίζει την τύχη όλων μας.

-Σας ευχαριστούμε, φώναξαν τα παιδιά.

Ικανοποιημένα από την επιτυχία του πρώτου μέρους του σχεδίου τους, πήραν μια ανάσα και άρχισαν να εφαρμόζουν το δεύτερο μέρος . Οι μικροί νέραϊδοι κι οι μικρές νεράιδες γύρισαν στη Νεραϊδοπολιτεία. Δεν είχαν παρά να κάνουν λίγο υπομονή. Σε λίγο όλα θα ήταν μια άσχημη ανάμνηση.

Τα παιδιά γύρισαν στη Μεγάλη Πολιτεία. Είχαν μια ακόμη αποστολή πολύ σημαντική. Έπρεπε να θυμίσουν στους ανθρώπους, που το είχαν ξεχάσει, ότι η μάνα γη άνοιξε την αγκαλιά της και τους χάρισε πλούσια δώρα για να ζουν και να χαίρονται. Τους πρόσφερε τον καθαρό αέρα, το γόνιμο χώμα, το νερό, τον ήλιο και την βροχή. Και για να μην τελειώσουν ποτέ, τους χάρισε και το πιο σπουδαίο δώρο. Τους χάρισε το δάσος, το εργοστάσιο της φύσης. Το δάσος, που ξεχειλίζει με οξυγόνο τον αέρα, που συγκρατεί το νερό της βροχής και κρατά γόνιμο το χώμα. Το δάσος, όπου φυτρώνουν κάθε λογής φυτά και φωλιάζουν αμέτρητα ζώα. Και τους άφησε να το προσέχουν. Γιατί ο άνθρωπος κι η συμπεριφορά του είναι που ρυθμίζουν τη Ζωή πάνω στη γη. Ο Άνθρωπος που μπορεί να χτίζει ή να καταστρέφει. Το δάσος καίγεται όταν δεν το αγαπάμε, όταν δεν το νοιαζόμαστε και δεν το προσέχουμε. Τι μας ζητάει; Να μην αφήνουμε σκουπίδια. Να μην ανάβουμε φωτιά για οποιοδήποτε λόγο. Να το καθαρίζουμε και να το φυλάμε. Αυτά είπαν τα παιδιά κι ύστερα ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους και κοιμήθηκαν γλυκά, πρώτη φορά μετά την μεγάλη πυρκαγιά.

Νωρίς το πρωί ξύπνησαν από τις πρώτες ηλιαχτίδες , που είχαν αρχίσει κιόλας τη δουλειά. Όνειρο η φύση γύρω. Η μάνα γη απλόχερα βλασταίνει, ανθίζει, καρπίζει κάθε σποράκι που ακουμπά στην αγκαλιά της. Δέντρα λυγερόκορμα, σαν εικοσάχρονα παλικάρια χορεύουν τον πυρρίχιο κι απλώνουν τα κλαδιά τους άλλοτε ψηλά, λες και θέλουν να φτάσουν τον ήλιο κι άλλοτε πάλι τριγύρω για να αγκαλιάσουν τα αδέλφια τους. Στον κορμό τους ζωάκια βρίσκουν προστασία και στα κλαδιά τους πουλιά ξαποσταίνουν τιτιβίζοντας.

Στη Μεγάλη Πολιτεία τα φώτα σβήνουν νωρίς. Κάθε βράδυ τα παιδιά έχουν πια τα αγαπημένα τους παραμύθια. Σ’ αυτά συναντούν τους φίλους τους, τα νεραϊδόπουλα, την Κοκκινοσκουφίτσα, τη Χιονάτη, τον Κοντορεβιθούλη και τόσους άλλους.. Μαζί ξεκινούν νέες περιπέτειες για να κάνουν τον κόσμο που ζουν καλύτερο.

Κι οι μεγαλύτεροι; Α! Αυτοί έγιναν πιο προσεκτικοί. Αγαπούν το δάσος, το νοιάζονται και το προσέχουν. Δασοφύλακες το φυλάνε, δασολόγοι φροντίζουν για την υγεία του, δασοπυροσβέστες σβήνουν αμέσως τις φωτιές. Όμως απέκτησαν μια περίεργη συνήθεια. Κάθε βράδυ κάνουν παραμυθένιες σκέψεις, χαμογελούν, τους παίρνει έτσι ο ύπνος και φυσικά ονειρεύονται το δικό τους παραμύθι.