Ένα βιβλίο για την υδάτινη ιστορία της Θεσσαλονίκης
Έχει ήδη χαρακτηριστεί ως ένας «τουριστικός οδηγός» της «υπόγειας πλευράς της πόλης».
Δεν έχει ακόμη συμπληρώσει ένα χρόνο που εκδόθηκε το βιβλίο «Η Θεσσαλονίκη των νερών» (Εκδ. Αντιγόνη) και έχει ήδη προκαλέσει ποικίλα θετικά σχόλια. Οι συγγραφείς αναφέρουν στον πρόλογό τους ότι πραγματεύονται την ιστορία, την παρουσία, την αξία και τη διαχείριση των χειμάρρων και των υπόγειων νερών της πόλης της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, το βιβλίο είναι κάτι παραπάνω. Έχει ήδη χαρακτηριστεί ως ένας «τουριστικός οδηγός» της «υπόγειας πλευράς της πόλης», αλλά και μια διαφορετική διήγηση της ιστορίας της, από την πλευρά των υδάτων της, αν αυτά βέβαια είχαν φωνή για να μιλήσουν.
Το βιβλίο ξεκινά από τη νεολιθική εποχή και τις τούμπες της Μυγδονίας που είναι τοποθετημένες κοντά σε χείμαρρους, περνά στη διερεύνηση των κριτηρίων για την ίδρυση της πόλης από τον Κάσσανδρο, περιγράφει την ελληνιστική πόλη και τις αλλαγές που συντελέστηκαν στην περίοδο της ρωμαϊκής κατάκτησης, μελετώντας τα υδραγωγεία, σταματώντας στους θρύλους για τις θεότητες των νερών και τις νεράιδες και καταγράφοντας τις διευθετήσεις χειμάρρων κατά την αρχαιότητα όσο και τον τρόπο της αποχέτευσης. Ακολουθούν οι εξελίξεις που συντελέστηκαν κατά τα βυζαντινά χρόνια, με αναφορές σε κινστέρνες και λουτρά, αγιάσματα και νερόμυλους όσο και στις συνέπειες των επιδρομών που έπαιξαν ρόλο στην αποδάσωση και την ερήμωση. Ένα σημαντικό κεφάλαιο πραγματεύεται την Οθωμανική περίοδο, όταν στην πόλη κατασκευάστηκαν υδρευτικά έργα, δημόσιες κρήνες, κάποιες από τις οποίες έφτασαν μέχρι τις μέρες μας, σιντριβάνια, ποτίστρες και νερόμυλοι. Ταυτόχρονα καταγράφεται η έντονη ξύλευση στους λόφους και τα ορεινά γύρω από την πόλη, που αύξησαν τη διάβρωση και τις προσχώσεις, ακόμη και στο λιμάνι. Οι συγγραφείς φτάνουν στα σύγχρονα χρόνια, γράφοντας για τη βιοποικιλότητα του Σέιχ Σου και τις ανθρωπογενείς πιέσεις, την κλιματική αλλαγή και το νομοθετικό πλαίσιο.
Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί ότι το βιβλίο δεν μένει στη στεγνή καταγραφή της γεωγραφικής μορφολογίας, αλλά τη συναρτά με τη λεπτομερή καταγραφή της ιστορίας της πόλης και των μνημείων της, αναδεικνύοντας τη σχέση της φυσικής με την πολιτιστική κληρονομιά, χρησιμοποιώντας λογοτεχνικά αποσπάσματα και ποιητικές συνδηλώσεις και λειτουργώντας «παιδαγωγικά» για όψεις της πόλης, η αξία των οποίων έχει υποτιμηθεί και ξεχαστεί.
Σύμφωνα και με το προλογικό σημείωμα της Διευθύντριας του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, Πολυξένης Αδάμ-Βελένη, «Το παρόν βιβλίο αποτελεί μια καλά τεκμηριωμένη συμβολή στη διερεύνηση του υδάτινου παρελθόντος της πόλης, το οποίο έχει κατά σημαντικό μέρος του απωλεσθεί, ιδίως κατά την τελευταία πεντηκονταετία του 20ου αιώνα με ασύδοτες πολεοδομικές και αστικές παρεμβάσεις, χωρίς πρόγραμμα και στρατηγικό σχεδιασμό για μια πιο αποδοτική εκμετάλλευση αυτού του πλούτου. Οι δύο συγγραφείς του πονήματος συγκεντρώνουν με περισσή ενδελέχεια όλες τις πληροφορίες και τις αξιοποιούν με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο, ώστε να αποκαταστήσουν, στο μέτρο του δυνατού, την εικόνα που θα είχε η πόλη σε παλαιότερες εποχές με αυτό το ζωοδοτικό της πλεονέκτημα, το υγρό στοιχείο, το οποίο σε μεγάλο βαθμό απώλεσε ασυλλόγιστα, επιπόλαια και καταχρηστικά».
Γνωστοί για τη δράση τους τα τελευταία τριάντα χρόνια όσο και για το αδιάπτωτο ενδιαφέρον τους για οικολογικά ζητήματα, οι συγγραφείς αφιερώνουν το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου στη σκιαγράφηση ενός πιο οικολογικού τρόπου διαχείρισης των χειμαρρικών οικοσυστημάτων, σύμφωνα και με τα πιο πρόσφατα επιστημονικά πορίσματα, ενώ κατατίθενται και συγκεκριμένες προτάσεις για το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, στηριγμένες οι περισσότερες και σε προτάσεις που έχουν καταθέσει κατά καιρούς φορείς της πόλης. Επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε, μετά και την περσινή τραγωδία από την πλημμύρα στη Μάνδρα της Αττικής, το βιβλίο μας καλεί να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με τις ταπεινές ροές του νερού και να τους δώσουμε τη βαρύνουσα σημασία που τους αξίζει.