Ένα βιβλίο μας υπενθυμίζει ότι η επιλεκτική ενσυναίσθηση ήταν πάντα το αφήγημα του ισχυρού
Η Ioanna Lu γράφει για τη «Διαμάχη του Βαγιαδολίδ» του Ζαν Κλοντ Καριέρ
Λέξεις: Ioanna Lu
Στα μέσα του 16ου αι., δύο διανοούμενοι της εποχής, ο δομινικανός μοναχός Μπαρτολομέ ντε Λας Κάσας (1484-1566) και ο φιλόσοφος Χουάν Τζινές ντε Σεπουλβέδα (1490-1573) συμμετείχαν σε μια θρησκευτικο-πολιτική διαμάχη, κατόπιν αιτήματος του Καρόλου Ε’ και υπό την επίβλεψη του Ποντίφικα, διαπιστευμένου από τον πάπα Ιούλιο Γ’, καθώς και άλλων υψηλών προσωπικοτήτων από τον εκκλησιαστικό και δικαστικό χώρο, στη λεγόμενη «διαμάχη του Βαγιαδολίδ».
Η θεωρητική αυτή αντιπαράθεση έλαβε χώρα στο Colegio de San Gregorio της Ισπανίας, και διήρκησε συνολικά δύο μήνες, αλλά με απόσταση σχεδόν ενός έτους ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη συνεδρία (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1550 για την πρώτη και Απρίλιος-Μάιος 1551 για τη δεύτερη), ενώ παράλληλα μεγάλο μέρος της εκτυλίχθηκε στη συνέχεια μέσα από ανταλλαγή κειμένων.
Το διακύβευμα ήταν αν οι Ινδιάνοι της Αμερικής, είχαν…ψυχή, αν ήταν «απόγονοι του Αδάμ και της Εύας» όπως οι Χριστιανοί του δυτικού κόσμου, ή αν ήταν γεννημένοι «από τη φύση τους» σκλάβοι, τους οποίους η Ισπανική αυτοκρατορία μπορούσε άρα να συνεχίσει να εκμεταλλεύεται με τον πιο βάναυσο τρόπο, χωρίς αυτό να θέτει οποιοδήποτε θέμα ηθικής.
Ο Λας Κάσας κατάφερε να πείσει το συντηρητικό ακροατήριο των εκκλησιαστικών,- από τους οποίους σημειωτέον κανείς δεν είχε ποτέ πατήσει το πόδι του στο Νέο Κόσμο -, ότι οι φρικαλεότητες εναντίον των Ινδιάνων της Αμερικής (οι μαζικές σφαγές αμάχων, οι βιασμοί, η εκμετάλλευση της γης μέσα από το σύστημα των encomienda, αλλά και των φυσικών πόρων και κυρίως του χρυσού …) έπρεπε να σταματήσουν.
Όμως, τα συμφέροντα των φιλάργυρων κατακτητών συναντούσαν εκείνα της εκκλησίας και της αυτοκρατορίας (οι πρώτοι πλήρωναν φόρους στους άλλους δύο) κι έτσι οι εκκλησιαστικοί, θέλοντας να βρουν έναν «διπλωματικό τρόπο» επίλυσης της διαμάχης, που θα ικανοποιούσε όλα τα μέρη, αποφάσισαν να περιορίσουν μεν τις βαναυσότητες προς τους « αγαθούς άγριους» της Αμερικής, αλλά να στρέψουν τα αδηφάγα βλέμματα των κατακτητών προς τους μαύρους της Αφρικής.
To λεγάτο των εκκλησιαστικών θεώρησε ότι αυτοί οι τελευταίοι ήταν υποδεέστερα όντα που δεν είχαν καν ψυχή και με διανοητικό επίπεδο εφάμιλλο των ζώων. Έτσι, στη ζυγαριά της ενσυναίσθησης μπήκαν διαφορετικοί λαοί και κάποιοι απαλλάχθηκαν εν μέρει από τις βαρβαρότητες, επειδή θεωρήθηκαν ισάξιοί μας (ή σχεδόν…), ενώ άλλοι κρίθηκαν άξιοι της μοίρας τους και της «βιολογικής κατωτερότητάς τους»…
Σήμερα ποιους έχουμε βάλει στη ζυγαριά και ποιους είμαστε έτοιμοι να αφήσουμε στο έλεος οποιασδήποτε εκμετάλλευσης, βαρβαρότητας και φρικαλεότητας;
Κάποτε ο φυσιοδίφης μαθηματικός Buffon (1707-1788) έγραψε στο βιβλίο του Les époques de la nature (1788) ότι ολόκληρη η Γη έφερε πλέον το ανθρώπινο αποτύπωμα.
Τρεις αιώνες μετά, ο Αμερικανός βιολόγος Eugene F. Stoermer και ο βραβευμένος με Νόμπελ χημικός Paul Joseph Crutzen έδωσαν σ’ αυτήν την παρατήρηση έναν όρο: «το Ανρθωπόκαινο», σηματοδοτώντας έτσι μια νέα εποχή, που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50, με τη συνεχή εντατικοποίηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων πάνω στη Γη (εντατικοποίηση της παραγωγής, υπερκατανάλωση, πυρηνικές δοκιμές, γεωπολιτικά, πολιτικά και οικονομικά παιχνίδια, πόλεμοι…), οι οποίες ευθύνονται για τις πρωτοφανείς κλιματικές και περιβαλλοντικές διαταραχές που βιώνουμε πλέον καθημερινά….
Οι αλλαγές αυτές ξεπερνούν τις γεωφυσικές δυνάμεις και επηρεάζουν με καθοριστικό τρόπο την ανθρώπινη υπόσταση και συνείδηση. Δε μεταμορφώνουν λοιπόν μόνο το γεωλογικό χάρτη και τα φυσικά στοιχεία, αλλά και τον τρόπο που εμείς οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε αυτές τις αλλαγές, καθώς και την επιβίωσή μας, τη διατήρηση του ανθρώπινου είδους μέσα στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον των συνεχόμενων αλλαγών. (Κλιματική αλλαγή, φυσικές καταστροφές, πρόσβαση στους ζωτικούς φυσικούς πόρους, επισιτιστική ασφάλεια, πόλεμοι, φτώχια, ξαφνικές μεταναστεύσεις πληθυσμών…)
Μέσα σ’αυτή την δυστοπική πραγματικότητα πολλοί επιλέγουν και διαχωρίζουν λαούς, γιατί θεωρούν ότι δεν χωράμε όλοι πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη (που εμείς οι ίδιοι καταστρέφουμε). Έτσι, εγκαθιδρύεται σιγά σιγά, η επιλεκτική ενσυναίσθηση. Αυτό βέβαια επιδεινώνεται και εξαιτίας στερεοτύπων, αλλά και της όξυνσης της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Κάποιοι για παράδειγμα, συγκινούνται και χύνουν δάκρυα για τα θύματα πολέμου της Ουκρανίας, αλλά όχι για εκείνα της Ρωσίας, ή και τούμπαλιν. Κάποιοι άλλοι έκλαψαν για τα θύματα της ισλαμιστικής βαρβαρότητας στο Μπατακλάν, ή της Χαμάς στο Ισραήλ, αλλά αδιαφορούν ή κλείνουν τα μάτια μπροστά σε τρομοκρατικά χτυπήματα που έχουν για θύματα πολίτες της αφρικανικής Ηπείρου ή αραβικών χωρών, αλλά και μπροστά στον αφανισμό των Παλαιστινίων της Γάζας και στον υποσιτισμό που σκοτώνει παιδάκια κάθε μέρα ή στους ατελείωτους πνιγμούς προσφύγων στη Μεσόγειο.
Από την άλλη, κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι όλοι τους Ουκρανούς είναι ναζί ή οπαδοί του Ζελένσκι ή ότι όλοι οι Ισραηλίτες είναι ακροδεξιοί οπαδοί του Νετανιάχου κι έτσι δε θα έχυναν ούτε ένα δάκρυ γι αυτούς.
Το παράδοξο σ’όλο αυτό είναι ότι ενώ η επιστήμη και πιο συγκεκριμένα οι μελέτες σχετικά με τη γενετική ποικιλότητα, έχουν ήδη χαρτογραφήσει το ανθρώπινο γονιδίωμα μέσα στον 20ο αιώνα (Ο βιοχημικός και ιδρυτής του ιδιωτικού Ινστιτούτου Γονιδιοματικής Έρευνας (Tigr) Craig Venter θεώρησε το 2000 ότι εκείνος είχει τα πρωτεία της γνώσης, ενώ άλλοι επιστήμονες τον επέκριναν υποστηρίζοντας ότι η δημόσια έρευνα είχε ήδη χαρτογραφήσει το 70% του γονιδιακού υλικού των Homo sapiens πριν από εκείνον) κι έχουν αποδείξει ότι «φυλή» και «ράτσα» είναι αφηγήματα του παρελθόντος, αβάσιμα επιστημονικά (όλοι οι άνθρωποι έχουμε πάνω κάτω την ίδια γενετική προέλευση, με ένα μείγμα γενετικού υλικού από τη βόρεια και νότια Ευρώπη, την Υποσαχάρια Αφρική και τη Νοτιοδυτική Ασία…), εξακολουθούμε να έχουμε στερεότυπα και ρατσιστικές ιδέες που διαμορφώνουν τις πολιτικές μας απόψεις, επηρεάζοντας τις συνειδήσεις, τα ηθικά μας πρότυπα και τα συναισθήματά μας απέναντι στους συνανθρώπους μας.
Ο Ζαν Κλωντ Καριέρ (1931-2021), αφιερώνει το βιβλίο του «Η διαμάχη του Βαγιαδολίδ» στον Λουί Μπουνιουέλ. Αυτό γιατί ο σημαντικός Γάλλος συγγραφέας, πέρα απ΄το σπουδαίο συγγραφικό του έργο είχε και σημαντική παρουσία στον κινηματογράφο και στο θέατρο μέσα από συνεργασίες με αναγνωρισμένους διεθνώς σκηνοθέτες, όχι μόνο με τον Λουί Μπουνιουέλ, αλλά και με τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ, τον Μίλος Φόρμαν και τον Πήτερ Μπρουκ, σκηνοθέτες οι όποιοι μέσα από το έργο τους κριτίκαραν την υπερκατανάλωση, τη διαφθορά της μπουρζουαζίας και της άρχουσας τάξης, την εκμετάλλευση, ενώ ταυτόχρονα έψαχναν διεξόδους και διόδους που οδηγούν σε διαφορετικούς τρόπους ζωής, εσωτερικότητας και αυτοκριτικής .
Στο βιβλίο του ο Ζ. Κ. Καριέρ καταγράφει, με αριστουργηματικό τρόπο και μέσα από μια πολύ ζωντανή αφήγηση, όσα διαδραματίστηκαν ανάμεσα στους δύο διανοούμενους και πνευματικούς αντιπάλους, τον Λας Κάσας και τον Σεπουλβέδα, μέσα στο πανεπιστημιακό χώρο του Κολλέγιου στην Βαγιαδολίδ και έχοντας για ακροατήριο σημαντικά πρόσωπα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και της δικαστικής εξουσίας.
Όπως εξηγεί ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου του, στην πραγματικότητα, οι δύο συνεδρίες με τη φυσική παρουσία των δύο θεωρητικών αντιπάλων αποτελεί μέρος μόνο της διαμάχης, καθότι αυτή συνεχίστηκε μέσα από ανταλλαγή επιστολών και συγγραμμάτων.
«Στόχος μου, γράφει, δεν ήταν να γράψω ένα ιστορικό κείμενο, αλλά ένα αφήγημα με δραματική διάσταση». Έτσι, επινόησε μια σειρά επεισοδίων, όπως την παρουσία Ινδιάνων, ως είδος specimen που ήθελαν να εξετάσουν από κοντά οι εκκλησιαστικοί, καθώς και δύο αντιπροσώπων των αποικιοκρατών του Νέου κόσμου που ήρθαν να παρακολουθήσουν στα κρυφά τις συνεδρίες, τα οποία δεν έλαβαν πραγματικά χώρα.
Όμως, όσον αφορά στη θεολογική, πολιτισμική και κοινωνική διάστασή τους, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι περιέγραψε τα γεγονότα βασιζόμενος πάνω στα γραπτά κείμενα που έγραψαν οι δύο πλευρές, καθώς και σε άλλα βιβλία της εποχής, χωρίς να επινοήσει τίποτα ο ίδιος.
Σχετικά με τις πηγές του, εκτός από τα έργα του Λας Κάσας και του Σεπουλβέδα, ο συγγραφέας αναφέρεται σε κείμενα των Cortès, Berai Diaz del Castillo, Sahagùn αλλά και σε πιο σύγχρονες μελέτες, όπως «Την Κατάκτηση της Αμερικής» του Tzvetan Todorov, ειδικά όσον αφορά στον τρόπο προσέγγισης του Άλλου (1982), αλλά και στο βιβλίο που έγραψε ο τελευταίος μαζί με τον Georges Baudot (Récits aztèques de la conquête, Παρίσι εκδ. Le Seuil, 1983).
Ο Ζαν Κλωντ Καριέρ, χρησιμοποιώντας αριστοτεχνικά τις γνώσεις πάνω στη συγγραφή κινηματογραφικών και θεατρικών σεναρίων, καταφέρνει να τοποθετήσει τον αναγνώστη στο κέντρο της διαμάχης, σαν πραγματικό θεατή και να τον εντάξει στο πνεύμα, στα πιστεύω και στη νοοτροπία της εποχής.
Ποιοι ήταν λοιπόν οι Ινδιάνοι της Αμερικής και πώς τους έβλεπαν οι διανοούμενοι, οι θεολόγοι, οι φιλόσοφοι και οι κληρικοί της εποχής; «
Ήταν ένα νέο είδος που κανείς δεν είχε συναντήσει έως τότε; Η «Ισπανιόλα», όπως ονόμασαν την Αμερική ο Κολόμβος και οι πρώτοι Ισπανοί κατακτητές, ήταν ο κήπος των Εσπερίδων και οι ιθαγενείς που τον κατοικούσαν απόγονοι των ναυτών του βιβλικού Ιάσονα, ή μήπως ήταν σκλάβοι των Τιτάνων;»
«Ήταν ο λαός των Λωτοφάγων, ή μήπως ήταν οι Αντίποδες που περπατούσαν με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω, σύμφωνα με την αρχαιοελληνική λαογραφία σε μια εποχή όπου θεωρούσαμε ότι η γη ήταν επίπεδη;». (Ο Αριστοτέλης διαφωνούσε βέβαια, μας επισημαίνει ο συγγραφέας, κάτι που μας κάνει να απελπιζόμαστε σκεπτόμενοι ότι πλέον στον 21ο αι., έχουμε παγκόσμιο κίνημα πλατιστών…).
Ο Ζαν Κλωντ Καριέρ παραθέτει βιβλικές αναφορές και μυθοπλαστικά αφηγήματα μέσα από τα οποία οι πρώτοι κατακτητές προσπάθησαν να κατανοήσουν τον Άλλον, τον ξένο, τον διαφορετικό…
«Οι μύθοι όμως, μας επισημαίνει στη συνέχεια ο συγγραφέας, καταρρίπτονται εύκολα. Στην προκείμενη, αυτό έγινε πολύ γρήγορα όταν οι κατακτητές παρατήρησαν ότι οι γυναίκες ιθαγενείς με τις οποίες είχαν σεξουαλικές επαφές έμειναν έγκυες και γέννησαν στη συνέχεια παιδιά κι όταν παρατήρησαν ότι αυτοί οι Άλλοι, οι διαφορετικοί, έκλειναν τα μάτια τους όπως κι εκείνοι τα βράδια για να κοιμηθούν κι ότι μπορούσαν να μιμηθούν τις κινήσεις τους, ακόμα και τη γλώσσα που μιλούσαν».
Γυναίκες, άντρες, παιδιά, νέοι και γέροι. Αλλά τί είδους; Τον 16ο αιώνα βρισκόμαστε ακόμη σε μια εποχή όπου το αριστοτελικό πνεύμα με το ανθρώπινο είδος «είχε χωρίσει τους ανθρώπους σε διαφορετικούς ορόφους», γράφει ο Ζ.Κ. Καριέρ. «Κάποιοι από αυτούς των άνω διαζωμάτων ήταν οι πολιτισμένοι, ενώ οι των κάτω διαζωμάτων ήταν οι βάρβαροι. Έτσι, κάτω από αυτό το πνεύμα ξεκίνησε και η βάρβαρη εκμετάλλευσή τους».
«Η ύπαρξή τους, γράφει, λίγο απασχολούσε τους δυτικούς άποικους. Η αρχαία παράδοση των σκλαβοπάζαρων που καλά κρατούσε ακόμη, δικαιολογούσε και τις πιο βάρβαρες τακτικές. Οι Δυτικοί Χριστιανοί θεωρούσαν επίσης ότι οι δικές τους ζωές είχαν απείρως μεγαλύτερη αξία από εκείνη “των βαρβάρων” ».
«O ίδιος ο πάπας, ήδη από το 1492, είχε αναγνωρίσει την ισπανική κυριαρχία σ’αυτούς τους νέους τόπους που ονομάστηκαν αρχικά Ινδίες.
Οι καθολικοί ηγεμόνες Φερδινάνδος Β’ και Ισαβέλλα της Καστίλης, θέλοντας να ακολουθήσουν τις επιταγές του πάπα, είχαν στείλει εκεί στους νέους τόπους μισιονάριους για κατήχηση κι αυτό την εποχή όπου ο μύθος του «αγαθού άγριου» είχε ήδη υποχωρήσει.
Από το 1501 άρχισε να καθιερώνεται η τακτική της encomienda, δηλαδή του μοιράσματος της γης των ιθαγενών στους Ισπανούς αποίκους, όπου το 1/5 των κερδών από την εκμετάλλευση γης και ανθρώπων δινόταν στην ισπανική μοναρχία. Ένα αρχαϊκό φεουδαρχικό σύστημα που πρώτος κατήγγειλε δημόσια ο δομινικανός Pedro de Cordoba το 1511, τονίζοντας ότι οι ιθαγενείς της Αμερικής ήταν θύματα στυγνής εκμετάλλευσης. Μάλιστα ήταν ο πρώτος που βεβαίωσε ότι οι ιθαγενείς ήταν άνθρωποι νοήμονες και με ψυχή».
Έτσι, ξεκίνησε στην Ισπανία μια μακρά διαμάχη, μέσα στην καρδιά του κόσμου των γραμμάτων, της εκκλησίας και των ισχυρών της εξουσίας, την οποία όμως, από την άλλη, αμέσως έσπευσαν να εκμεταλλευθούν κι οι εχθροί της ισπανικής ηγεμονικής κυριαρχίας, οι Άγγλοι προτεστάντες, καθώς και οι Γάλλοι καθολικοί. Από το 1517, αλλά κυρίως το 1519 ο Λούθηρος ξέσπασε ανοιχτά ενάντια στον παπισμό, κάτι που οδήγησε στην απόσχιση ολόκληρων κρατών από τη Ρώμη και στην οριστική ρήξη των Άγγλων το 1534 (όχι όμως ενάντια στον καθολικισμό, καθότι ο Ερρίκος Η’, παρέμεινε θερμός υποστηρικτής του).
Μέσα σ’όλο αυτό το χαοτικό διχαστικό κλίμα, γράφει ο Ζαν Κλωντ Καριέρ, σαν από θαύμα οι Ισπανοί έφτασαν στις ακτές του Μεξικού. Εκεί ο Χερνάν Κορτές και οι στρατιώτες του βρήκαν ένα οργανωμένο λαό ο οποίος δεν είχε καμία σχέση με τους αγαθούς άγριους που είχαν εφεύρει οι πρώτοι conquistadors στην «Ισπανιόλα». Όμως οι άποικοι, εκτός από τις οργανωμένες κοινωνίες των ντόπιων, ανακάλυψαν και νέους θησαυρούς : αχανείς κι εύφορες δασικές εκτάσεις, καλλιέργειες μπαχαρικών και καπνού και φυσικά κοιτάσματα χρυσού…
Μαζί μ’αυτές τις ανακαλύψεις ήρθαν και οι βιαιοπραγίες, οι μαζικές σφαγές άμαχων, οι βιασμοί γυναικών, οι καταστροφές των ναών, ιερών κειμένων, αγαλμάτων, με λίγα λόγια, η άγρια εκμετάλλευση ανθρώπων και φυσικών πόρων…
Έτσι ξεκίνησε όμως και ο αποδεκατισμός του ντόπιου πληθυσμού, (οι μανάδες προτιμούσαν να σκοτώσουν τα νεογνά τους παρά να τα δουν σκλάβους ή να πεθαίνουν από την πείνα…) κι όταν τελικά ο Κορτές πέθανε το 1547 τα ερωτήματα παρέμειναν ανοιχτά : ποιοι ήταν τελικά αυτοί οι λαοί; Πώς έπρεπε να τους βλέπουν οι Ισπανοί; Σύμφωνα με ποιο δίκαιο και ποιους νόμους έπρεπε να τους κρίνουν;
«Ύστερα, έβλεπαν μεν τις «επιτυχίες» και τα κέρδη των Ισπανών αδηφάγων κατακτητών, όμως από την άλλη η άγρια εκμετάλλευση και οι βαρβαρότητες είχαν οδηγήσει σε ένα τεράστιο φιάσκο, καθότι οι ντόπιοι πληθυσμοί αποδεκατίζονταν μέρα με τη μέρα».
Μέσα σ’αυτό το διχαστικό κλίμα, που έθετε πολλά ηθικά ερωτήματα, δημιουργήθηκαν τα δύο διαφορετικά στρατόπεδα, τα οποία αντιπροσώπευαν από τη μία, ο Μπαρτολομέ Ντε Λας Κάσας κι από την άλλη ο Χουάν Τζινές ντε Σεπουλδέβα.
Ο τελευταίος είχε δημοσιεύσει στη Ρώμη ένα έργο γραμμένο στα λατινικά, το Democrates Alter sive de justis belli causis, (Οι δίκαιες αιτίες πολέμου) όπου μέσα από τη αφηγηματική φόρμα του διαλόγου, που ήταν και της μόδας εκείνη την εποχή, έθετε το ηθικό ερώτημα εάν οι πόλεμοι κατά των ιθαγενών της Αμερικής ήταν δικαιολογημένοι και τελικά απαντούσε υποστηρίζοντας ότι οι αδηφάγες και βίαιες συμπεριφορές των κατακτητών κι οι φρικαλεότητες που αυτοί είχαν διαπράξει ήταν καθόλα δικαιολογημένες, κι όλ’αυτά βεβαίως στη θεωρία, καθότι ο ίδιος, όπως και οι εκκλησιαστικοί που συνευρέθηκαν στη θεωρητική διένεξη, δεν είχαν πατήσει ποτέ το πόδι τους στο Νέο Κόσμο…
Όμως ο Σεπουλβέδα δεν κατάφερε να εκδώσει, όπως επιθυμούσε, το βιβλίο του αυτό στην Ισπανία όσο ήταν εν ζωή (η μετάφραση στα ισπανικά και η έκδοση έγινε πολλά χρόνια μετά, το 1892) και στην ουσία, η βασική αιτία για την οποία θέλησε να λάβει μέρος σ’αυτή την ιδεολογική διαμάχη, έχοντας για αντίπαλο τον δομινικανό Λας Κάσας ήταν η επιθυμία του να καταφέρει να εκδώσει το βιβλίο του και εκεί.
Ο Λας Κάσας, από την άλλη πλευρά, δημοσίευσε, μόλις ένα χρόνο μετά από τη δια ζώσης αντιπαράθεση, ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε ευρέως στην Ευρώπη, όπου παρουσίαζε αναλυτικά τις φρικαλεότητες των Ισπανών αποίκων κατά των ιθαγενών, υπερασπιζόμενος ταυτόχρονα τα δικαιώματά τους. (Η καταστροφή των Ινδιάνων, εκδ. Στοχαστής 2003/Brevisima relaciòn de la destruction de las Indias Ocidentales, 1552).
Ο ίδιος είχε ζήσει στο Νέο Κόσμο από το 1503. Μάλιστα ο πατέρας και ο θείος του είχαν πάρει μέρος το 1493 στο δεύτερο ταξίδι του Χριστόφορου Κολόμβου στις Αντίλλες και την Καραϊβική. Ο Λας Κάσας είχε υποστηρίξει αρχικά το σύστημα των «encomiendas», καθότι ήταν ο ίδιος «encomiendo», αλλά ακριβώς αυτή η καθημερινή επαφή του με τη στυγνή πραγματικότητα, την καταπίεση και τις συνθήκες εξαθλίωσης που βίωναν οι ντόπιοι τον έκανe τελικά να περάσει στην απέναντι όχθη. Σίγουρα, σημαντικό λόγο σ’αυτή τη μεταστροφή έπαιξε το γεγονός ότι οχτώ χρόνια μετά την άφιξή του στο Νέο Κόσμο χρίστηκε ιεραπόστολος στον Άγιο Δομίνικο.
Ο Λας Κάσας, είχε κερδίσει εν μέρει την εύνοια του βασιλιά Κάρολου Ε’ ήδη από την επίσκεψή του στην Ισπανία το 1514, παραθέτοντας στην επιχειρηματολογία του τα πλεονεκτήματα μιας ήπιας και ειρηνικής αποστολικής δράσης που θα αποδυνάμωνε τους τοπικούς ιερείς και άρχοντες και θα έφερνε σταδιακά τους ντόπιους ιθαγενείς στους κόλπους του Χριστιανισμού.
Επιστρέφοντας όμως στο Νέο Κόσμο το 1520, είχε να αντιμετωπίσει τους εξαγριωμένους αποίκους οι οποίοι έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν πολέμιο των συμφερόντων τους. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να τον προπηλακίσουν και να τον εκδιώξουν οριστικά το 1545.
Από την άλλη, η εκκλησία δεν τολμούσε να έρθει σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τα τεράστια συμφέροντα των αποικιοκρατών και με τα πανίσχυρα δουλοκρατικά κυκλώματα. Ένα μεγάλο βήμα ωστόσο έγινε όταν ο πάπας Παύλος Γ’ εξέδωσε μια εγκύκλιο με την οποία απαγόρευσε το σκλαβοπάζαρο των ιθαγενών του Νέου Κόσμου προωθώντας ταυτόχρονα τον εκχριστιανισμό μέσα από ειρηνικά μέσα.
Αλλά ας μπούμε για λίγο μέσα στο μυθιστόρημα του Ζαν Κλωντ Καριέρ, ας γίνουμε για λίγο αυτόπτες μάρτυρες της θεωρητικής διαμάχης που έλαβε χώρα στην Αναγέννηση κι ας ακούσουμε μέρος των επιχειρημάτων των δύο πλευρών. Ίσως αυτά να μας οδηγήσουν σαν ηχώ μέσα στη σημερινή πραγματικότητα κι έτσι να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα πώς οι ισχυροί δικαιολογούν και δικαιολογούσαν πάντα τόσο τις βιαιοπραγίες, όσο και την αδιαφορία απέναντι στις μαζικές σφαγές αμάχων και πώς, από την άλλη, μπορούμε εμείς να μείνουμε σταθερά στο πλευρό εκείνων που μάχονταν πάντα για ίσα δικαιώματα, βάζοντας την αξία της ανθρώπινης ζωής πάνω από στερεότυπα και συμφέροντα.
Λας Κάσας: Ήδη από τις πρώτες κιόλας επαφές (με το Νέο Κόσμο) οι Ισπανοί έδειχναν να παρακινούνται μόνο μέσα από ένα κίνητρο : την τρομερή δίψα τους για χρυσό. Είναι το μόνο που αποζητούσαν. Χρυσό ! Χρυσό ! Φέρτε μας χρυσό ! Σε σημείο που οι ντόπιοι αναρωτιόνταν :
«Μα τί το κάνουν όλο αυτό το χρυσάφι ; Μάλλον θα το τρώνε ! Όλα στο βωμό του χρυσού. Όλα ! Σα να επρόκειτο για ένα νέο Θεό ». Έτσι, οι άτυχοι Ινδιάνοι αντιμετωπίστηκαν από την αρχή σα ζώα που στερούνταν λογικής. (…) Από την αρχή, τους έριξαν μαζικά μέσα στα μεταλλωρυχεία χρυσού και αργύρου, κι εκεί πέθαιναν κατά χιλιάδες. (…)
Καρδινάλιος Ροντσιέρι : Αναφέρεστε επίσης και σε δολοφονίες.
Λας Κάσας : Μάλιστα Σεβασμιότατε. Η λέξη είναι πολύ ακριβής. Δολοφονήθηκαν κατά εκατομμύρια. (…)
Καρδινάλιος : Αλλά με ποιες μεθόδους; (…)
Λας Κάσας : Ω όλες οι μέθοδοι ήταν καλές. Κυρίως όμως το σίδερο, γιατί το μπαρούτι είναι ακριβό. Μερικές φορές τους παλουκώνουν ανά ομάδες των δεκατριών, ύστερα τοποθετούσαν γύρω τους άχυρο και βάζαν φωτιά. Άλλες φορές πάλι τους κόβαν τα χέρια και τους άφηναν να διαφύγουν στα δάση, φωνάζοντάς τους : « Πηγαίντε να μεταφέρετε τα γράμματα !»
-Καρδινάλιος : Το οποίο σημαίνει;
-Λας Κάσας : Πηγαίνετε να μεταφέρετε το μήνυμα ! Πηγαίνετε να δείξετε στους άλλους ποιοί είμαστε .
-Τα αποδοκιμάζω κι εγώ, λέει ο καρδινάλιος, αλλά πρόκειται όπως καλά γνωρίζετε κι εσείς, για παλιά πολεμικά έθιμα. (…)
Ο Σεπουλβέδα απευθυνόμενος στον Λας Κάσας :
-Λέτε με εμμονή ότι είναι πράοι σαν τα πρόβατα. Αυτό το επιχείρημα έρχεται συχνά στην πένα και στο λόγο σας. Μα αν είναι όπως τα πρόβατα, τότε δεν είναι άνθρωποι. Ποιος μπορεί να πει ότι ο άνθρωπος είναι πράος ;
Λας Κάσας : Μα ο Χριστός το λέει ! Δε σταματά μάλιστα να το λέει ! Εάν σας χτυπήσουν γυρίστε το άλλο μάγουλο. (…)
Σεπουλβέδα : Ναι, αλλά λέει επίσης : «Δεν ήρθα να φέρω την ειρήνη αλλά το σπαθί ». Ο Χριστός αγαπά αυτή τη μάχη. Αλλιώς νομίζετε ότι θα είχε επιτρέψει αυτές τις σφαγές; (…) Κι ύστερα οι ιθαγενείς είναι άξιοι αυτής της μοίρας, γιατί οι αμαρτίες τους και η ειδωλολατρία τους αποτελούν συνεχή προσβολή προς το Θεό. (…) Είναι ο πιο βάρβαρος κι αιματηρός λαός ! Σοδομίτες και κανίβαλοι ! (…) Στην πλειοψηφία τους είναι στυγερά αγρίμια. Όχι μόνο λοιπόν είναι δίκαιο, αλλά είναι και αναγκαίο να τους επιβάλλουμε στο σώμα τους τη σκλαβιά και στο πνεύμα τους την πραγματική θρησκεία ! (…) H δουλεία είναι ένας αρχαίος και σωτήριος θεσμός που ανταποκρίνεται στους διαχωρισμούς της ίδιας της φύσης και που επιτρέπει τη διατήρηση της ζωής. Αυτό έχει αποδειχτεί εκατοντάδες φορές. Οι σκλάβοι είναι δεξαμενή ζωής. (…)
Τελικά τα ευαγγελικά μηνύματα του Λας Κάσας, με άμεσες αναφορές στον Απόστολο Παύλο, οι καταγγελίες του για την άδικη βία καθώς και το βασικό επιχείρημά του, ότι το κακό δεν καταπολεμάται με το κακό και με βαρβαρότητα, όπως υποστήριζε ο Σεπουλβέδα, κατάφεραν να πείσουν την εκκλησιαστική ιεραρχία, όμως μονάχα όσον αφορά στους αυτόχθονες της Αμερικής.
Ο Ζαν Κλωντ Καριέρ μεταφέρει με γλαφυρότητα την απόφαση της εκκλησιαστικής αρχής και πιο συγκεκριμένα, τον λόγο που έβγαλε ο καρδινάλιος μπροστά στους υψηλούς παρευρισκόμενους υπέρ των ιθαγενών της Αμερικής, παρουσιάζοντας όμως την τελευταία στιγμή μια «λύση», ώστε να μην αφήσει δυσαρεστημένη την άλλη πλευρά, εκείνη των αδηφάγων αποίκων:
Αγαπητοί αδερφοί. Η απόφασή μου έχει ληφθεί. (…) Οι κάτοικοι του Νέου Κόσμου, τους οποίους ονομάζουμε Ινδιάνους, είναι όντως απόγονοι του Αδάμ και της Εύας, όπως εμείς. Απολαμβάνουν αθάνατο πνεύμα και ψυχή, όπως κι εμείς, και έχουν λυτρωθεί με το αίμα του Χριστού. Κατά συνέπεια είναι όμοιοί μας. (…)
Εκείνη τη στιγμή η φωνή του ανώτατου εκκλησιαστικού άρχοντα, που συνομιλούσε με τους δύο αποίκους ακούστηκε :
Σεβασμιότατε ! (…) Μια ιδέα ήρθε στη σκέψη μου, που μου εστάλη από τον Θεό, την τελευταία στιγμή. Θα μπορούσε όλα να τα τακτοποιήσει, όλα να τα συμφιλιώσει, και να γίνει αποδεχτή απ’όλους. (…) Θα ήταν μεγάλο λάθος να θεωρήσουμε ότι η εκκλησία δεν λαμβάνει υπόψη της τα δίκαια αιτήματα της κοινότητάς της.
«Είμαστε πράγματι πολύ ευαίσθητοι, συνεχίζει το λόγο του ο προκαθήμενος, όσον αφορά στις συνέπειες της αποικιοκρατίας. (…) Όμως, υπάρχει ίσως μία λύση, που μόλις τώρα μου ήρθε στη σκέψη. (…) Εάν είναι ξεκάθαρο ότι οι Ινδιάνοι είναι αδερφοί Χριστιανοί, προικισμένοι με λογική σκέψη και ψυχή όπως εμείς, αντίθετα είναι αλήθεια ότι οι κάτοικοι των αφρικανικών χωρών είναι πολύ πιο κοντά στο ζώο.
Αυτοί οι κάτοικοι είναι μαύροι και άξεστοι, αγνοούν κάθε μορφή τέχνης και γραφής κι έχουν κατασκευάσει μόνο μερικές καλύβες. Ο Αριστοτέλης θα έλεγε ότι, όπως το επιτάσσει η φύση του σκλάβου, πρόκειται για όντα που στερούνται πνεύματος και νοημοσύνης. (…)
Από την εποχή της αρχαίας Ρώμης ήταν υποταγμένοι σύμφωνα με τις επιταγές του κυρίαρχου κράτους. (…) Εδώ στη Χερσόνησο γνωρίζουμε άλλωστε ότι ο Βασιλιάς της Ισπανίας επέτρεψε τη μεταφορά χιλιάδων σκλάβων από την Αφρική. Τέσσερις χιλιάδες ήδη από το 1518, πέντε στη συνέχεια κι αυτό χωρίς να αναφερθούμε στα παράνομα δίκτυα. (…)
Στο όνομα της Αγιότητάς του σας ευχαριστώ για τη βοήθειά σας. Ας ευχαριστήσουμε το Θεό που ήταν ανάμεσά μας μέχρι το τέλος». Σηκώνει το χέρι για να δώσει τις ευλογίες του :
In nomime patris , et filii et spiritus sancti.
(…)
Ο Ζαν Κλωντ Καριέρ περιγράφει στη συνέχεια τα συναισθήματα των δύο αντιπάλων μετά το άκουσμα της απόφασης : «Ο Σεπουλβέδα σταματά να τακτοποιεί τα χαρτιά του και στρέφει το κεφάλι προς τον Λας Κάσας, σε μια ένδειξη αποδοχής της νίκης του αντιπάλου του.
Αλλά ο δομινικανός δε μοιάζει καθόλου περήφανος γι’αυτή του τη νίκη».
Αμέσως μετά το βλέμμα του αναγνώστη πέφτει νοητά πάνω σ’έναν μαύρο που καθαρίζει με τους ώμους κατεβασμένους και τα μάτια στυλωμένα στο έδαφος…
*Τα αποσπάσματα είναι σε μετάφραση της αρθρογράφου, από τη γαλλική έκδοση : Jean Claude Carrière, La Controverse da Vallabolid, Pocket, 1992