Βιβλίο

Ένας τιτάνιος, αλλά μάταιος αγώνας για τα αρχαία στο σταθμό της Βενιζέλου

Πάτρα Θεολογίδου και Αριστοτέλης Μέντζος μίλησαν για το βιβλίο του αείμνηστου Κώστα Καρρά

Parallaxi
ένας-τιτάνιος-αλλά-μάταιος-αγώνας-για-1002822
Parallaxi

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο εφοπλιστής, ιστορικός και πνευματικός άνθρωπος, Κώστας Καρράς έδωσε έναν τιτάνιο αλλά μάταιο αγώνα για την μη απόσπαση των αρχαιοτήτων από τον υπό κατασκευή σταθμό Βενιζέλου του Μετρό της Θεσσαλονίκης.

Σύμφωνα με τον αρχαιολογικό νόμο δεν επιτρέπεται η μετακίνηση αρχαιοτήτων, παρά μόνον κατ’ εξαίρεσιν εφόσον είναι απολύτως αναγκαία για την προστασία του μνημείου ή για την αποτροπή κινδύνου ανθρώπινης ζωής.

Η καταστροφή έχει συντελεστεί. Η επανασυναρμολόγηση του ανασκαφικού συνόλου δεν θα συνιστά πλέον αυθεντικό μνημείο.

Η parallaxi παρουσιάζει τις ομιλίες της Πάτρας Θεολογίδου, (Αρχιτέκτων, Αναστηλώτρια, μέλος Δ.Σ. Ελληνικής Εταιρεία) και του Αριστοτέλη Μέντζου (Ομοτ. Καθ. Βυζαντινής Αρχαιολογίας Α.Π.Θ), από την παρουσίαση του βιβλίου «Θεσσαλονίκη, Η χαμένη ευκαιρία, Όραμα μιας διαχρονικής πόλης» στο πλαίσιο της 19ης Διεθνής Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης.

Πάτρα Θεολογίδου

Γνωρίζω τον Κώστα Καρρά από το 2000, όταν έγινα μέλος της ΕΛΛΕΤ και συνεργάστηκα μαζί του στην αρχή ως πρόεδρος της Τοπικής Επιτροπής Ημαθίας και αργότερα από το 2017 έως το 2021, ως πρόεδρος του Παραρτήματος Θεσσαλονίκης. Είχα όμως τη μεγάλη τύχη να συνεργαστώ μαζί του στενά στον κοινό μας αγώνα για τη διάσωση των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου, τύχη μέσα στην ατυχή κατάληξή του. Και ήμουν δίπλα του στη συγγραφή αυτού του κειμένου, σε μια σχεδόν καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του, ένιωσα την αγωνία του να προλάβει να τελειώσει αυτό το κείμενο, καθώς έβλεπε το τέλος του, ένα κείμενο το οποίο συνέταξε με πόνο ψυχής, ένας τόμος αναγκαστικά σκληρά επικριτικός διότι «οι υπεύθυνοι δυστυχώς δεν έχουν δείξει ότι έχουν έστω και την παραμικρή αντίληψη του μεγέθους του πνευματικού βιασμού που επιχείρησαν και επιχειρούν», όπως ο ίδιος αναφέρει στο τελευταίο κεφάλαιο. 

Το βιβλίο αυτό αναφέρεται λεπτομερώς και τεκμηριωμένα σε όλο το χρονικό της καταστροφής ουσιαστικά των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου και απαντάει γιατί είναι καταστροφή. Επιπλέον το εντάσσει στο πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο της εποχής, επιχειρώντας να δώσει τις δικές του ερμηνείες. 

Αποτελεί παρακαταθήκη για τις παρούσες και τις επόμενες γενιές, για μία πράξη που δεν πρέπει να ξεχαστεί και, όπως αναφέρει, «για έναν αγώνα ενάντια στην κλιματική κρίση και για τη δικαίωση της κραυγής του Μακρυγιάννη «δι’ αυτά επολεμήσαμεν», άμεσο και μακροχρόνιο. Και κλείνει το κείμενο: «Δυστυχώς στον αγώνα αυτό δεν θα μπορέσω να συμμετάσχω» 8 Φεβρουαρίου 2022. (σ. 71) 20 μέρες αργότερα έφυγε από τη ζωή.

Το βιβλίο του προλογίζουν οι Γιάννης Καρράς, Μαρία Μαυρουδή και Άγγελος Χανιώτης, διεθνώς διακεκριμένοι επιστήμονες στο χώρο της αρχαιολογίας και της ιστορίας, οι οποίοι με εύστοχο και διεισδυτικό λόγο αναδεικνύουν σημαντικές πτυχές του κειμένου του. 

Ο ίδιος του έδωσε τον τίτλο «Μια πράξη – επτά μοιραία ατοπήματα» και το χώρισε σε επτά κεφάλαια, ένα για κάθε ατόπημα. 

Στο τέλος παρατίθενται δύο επιστολές προς τον πρωθυπουργό που υπέγραψαν περί τους 400 διακεκριμένοι επιστήμονες σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο. 

Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Έγκλημα πολιτικό άνευ παρανομίας» αναφέρεται στην ανάγκη για συνέχεια στη διοίκηση, ανεξάρτητα της πολιτικής προέλευσης της κάθε κυβέρνησης κάτι που δεν συνέβη καθώς «στις 7 Σεπτεμβρίου του 2019, ο νέος Πρωθυπουργός … ανακοίνωσε στην εναρκτήρια εκδήλωση της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης την απόφαση απόσπασης και επανατοποθέτησης των αρχαιοτήτων στον Σταθμό Βενιζέλου, … χωρίς ίχνος διοικητικής δικαιολογίας», καθώς δεν είχε αλλάξει το Δ.Σ. της Αττικό Μετρό και προεξοφλώντας τη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. (σ. 28-29) Αναφέρεται επίσης στους τοπικούς άρχοντες τους οποίους θεωρεί «ικανοποιημένους με ένα όραμα της πόλης ως πρώτης επαρχιούπολης της Ελλάδος» (σ. 28). Και εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι σύσσωμοι οι τοπικοί φορείς, οι οποίοι δεν είχαν διαφωνήσει με την κατασκευή του σταθμού χωρίς την απομάκρυνση των αρχαιοτήτων, κατασκευή η οποία ήταν σε εξέλιξη, συντάχθηκαν εν μια νυχτί με την πρωθυπουργική απόφαση για την απόσπαση των αρχαιοτήτων σε βάρος της ιστορίας και της ανάπτυξης της πόλης. Τέλος στο ίδιο κεφάλαιο αναφέρει ότι «είναι σαφές ότι αν τέτοιας σημασίας αρχαιότητες είχαν βρεθεί στην Αθήνα, η πολιτεία δεν θα είχε τολμήσει να προβεί σε αυτή τη βαναυσότητα, κάτι που ασφαλώς υποτιμά και προσβάλλει τους Θεσσαλονικείς. (σ. 29)

Της πρωθυπουργικής ανακοίνωσης, ακολουθεί η συστηματική μεθόδευση από το Υπουργείο Πολιτισμού και την Αττικό Μετρό να πείσουν για την ορθότητα της απόφασης, ισχυριζόμενοι στην αρχή ότι δεν υπήρχε μελέτη, όταν αποδείχθηκε ότι υπήρχε μελέτη, ότι δεν ήταν εφαρμόσιμη και όταν αποδείχθηκε ότι ήταν εφαρμόσιμη, ότι η λύση αυτή ήταν ακριβότερη, πλέον χρονοβόρα και επισφαλής μεταξύ άλλων για τις αρχαιότητες. Στη μεθόδευση αυτή αναφέρεται στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Διοικητικές ακροβασίες και Νεοωθωμανική Διοίκηση».

Στο ίδιο κεφάλαιο, όπως και σε επόμενα, υποστηρίζει τεκμηριωμένα ότι οι καθυστερήσεις στην κατασκευή του Σταθμού Βενιζέλου, σε καμία περίπτωση δεν οφείλονται στις προσφυγές που έγιναν προς το Συμβούλιο της Επικρατείας. 

Ως προς την ποιότητα της μελέτης απόσπασης και επανατοποθέτησης, ο Κώστας Καρράς αναφέρει: «οι «ζηλωτές του νόμου» που υποστήριξαν στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ότι η … στατική μελέτη του 2019 δεν ήταν εφαρμόσιμη … κατέληξαν σε μια κατάσταση ασυγχώρητης αντίφασης. Στην ουσία βρέθηκαν να έχουν οι ίδιοι εγκρίνει ως «οριστική μελέτη» ένα ρηχό σχέδιο προμελέτης, χωρίς προϋπολογισμό, που σε καμία περίπτωση δεν διασφάλιζε την καλή εκτέλεση των εργασιών». (σ. 33-34)

Αυτός ήταν και ο λόγος που ακολούθησε η δεύτερη προσφυγή.

Στο επόμενο κεφάλαιο «Πόλη και εντόπιοι άρχοντες», ύστερα από εκτενή αναφορά στην πληθυσμιακή σύνθεση της Θεσσαλονίκης μετά το 1912 και βαθιά στοχαστική σκέψη και ερμηνεία της στάσης των τοπικών αρχόντων στις αρχαιότητες του σταθμού Βενιζέλου, καταλήγει ότι «Όσοι χάνουν τη σχέση τους με την ιστορική τους ταυτότητα, τελικά δεν είναι καν σε θέση να συνειδητοποιήσουν ότι γίνονται οι ίδιοι αίτιοι καταστροφής των υλικών καταλοίπων.» (σ. 44) 

Το 4ο κεφάλαιο αναφέρεται στη χρεοκοπία οικονομική και ηθική με υποκεφάλαια τον χρόνο και το χρήμα, υπενθυμίζοντας ότι οποιαδήποτε δαπάνη γίνει στο έργο του μετρό μετά το 2023 θα βαρύνει τους εθνικούς πόρους, κάτι που θα είχε αποφευχθεί με την κατά χώρα διατήρηση των αρχαιοτήτων και την προσωρινή λειτουργία του μετρό με 12 σταθμούς. 

Αναφέρει επίσης, προφητικά, ότι ο μόνος τρόπος για να προλάβουν κάποιες ημερομηνίες είναι να μειωθεί ο χρόνος ανασκαφής και απόσπασης/καταστροφής των υποκείμενων στρωμάτων με συνοπτικές διαδικασίες, κάτι που αποδείχθηκε στην πράξη, αν λάβουμε υπόψη τους χρόνους στους οποίους πραγματοποιήθηκαν η ανασκαφή, μελέτη και απόσπαση ή αποδόμηση των υποκείμενων στρωμάτων. 

Όσον αφορά το οικονομικό σκέλος του έργου, ήδη μέχρι το τέλος της συγγραφής του κειμένου με τις αποζημιώσεις και την 4η σύμβαση με τον ανάδοχο, το έργο εκτινάχθηκε κατά 79,5 εκατ.€. Από τότε και μέχρι σήμερα, όπως πληροφορούμαστε από τον τύπο, οι αποζημιώσεις και τα αιτήματα του αναδόχου τρέχουν. 

Ηθική χρεοκοπία τις πταίει: αποδίδονται ευθύνες σε όλο τον πολιτικό κόσμο και στα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ. 

Στο κεφάλαιο 5. Αρχαιολογικός αχταρμάς απαντά σε δύο επιχειρήματα υπέρ της απόσπασης που κατά καιρούς έχουν ακουστεί ή ευρέως διαδίδονται σήμερα. 

Το ένα αφορά στην αξία των ευρημάτων, ότι δηλαδή δεν είναι ισάξια της Ακρόπολης και της Αγ. Σοφίας και απαντά: «Αλλοίμονο αν επιτρεπόταν το ΥΠΠΟ να καταστρέφει οποιοδήποτε μνημείο ήταν κατώτερης αισθητικής αξίας της Ακρόπολης… Θα πρέπει να σεβόμαστε και να προστατεύουμε κάθε μνημείο γι’ αυτό που είναι … Η σημασία των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου έγκειται στο ότι αυτές μας επιτρέπουν να βρισκόμαστε σε άμεση επαφή με την κοσμική, καθημερινή ζωή των προγόνων μας πριν από τόσους αιώνες». (σ. 58-59)

Το δεύτερο επιχείρημα που ευρέως κυκλοφορεί είναι ότι με την απόσπαση γνωρίσαμε όψεις της προγενέστερης ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Και απαντά:» Η αρχαιολογική έρευνα αρκέστηκε σε ένα επίπεδο, εκείνο της ύστερης αρχαιότητας και της πρώιμης Ρωμιοσύνης, σκόπιμα αγνοώντας τα κατώτερα επίπεδα, τα οποία ήταν προφανές ότι υπήρχαν. Η ανακάλυψή τους όμως θα κατέστρεφε την επιβλητική ενότητα του χώρου, που τόσο επιτυχώς αναδείκνυε μια ιστορική περίοδο πρωτεύουσας σημασίας». (σ. 56)

Το 6ο κεφάλαιο Χωματερή της ιστορίας αναφέρεται στις προσωπικότητες που περπάτησαν κατά το παρελθόν στον δρόμο, οι οποίες μαζί με τον δρόμο μπήκαν στη χωματερή της ιστορίας

Και το κείμενό του κλείνει με το τελευταίο κεφάλαιο, Δικαιοσύνης άλωση;

Γίνεται μεγάλη προσπάθεια τους τελευταίους μήνες να αλλάξει το αφήγημα, να αποδοθούν όλες οι καθυστερήσεις του έργου στις προσφυγές. Αυτό έχει εκτενώς απαντηθεί στο κείμενο του Κώστα Καρρά. Εκείνο που δεν απαντήθηκε γιατί δεν το ήξερε είναι οι πανηγυρισμοί για τα πολλά και σημαντικά μουσεία που θα αποκτήσει η Θεσσαλονίκη από τις αποσπασθείσες και κινητές αρχαιότητες του μετρό. Κι εδώ ένα πράγμα έχω να πω. Ευπρόσδεκτα και σημαντικά τα μουσεία και η Ελλάδα έχει να επιδείξει πολλά και σημαντικά μουσεία. Το πλεονέκτημά της όμως δεν είναι στα μουσεία, αλλά στους χώρους που ελάχιστες χώρες διαθέτουν όπως η Ελλάδα. Η Θεσσαλονίκη έχασε έναν τέτοιο πολύτιμο και μοναδικό χώρο στον κόσμο.

Αριστοτέλης Μέντζος

Το πόνημα του Κώστα Καρρά ολοκληρώθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 2022, λίγο πριν απ’ το τέλος της ζωής του, στις 28 Φεβρουαρίου του 2022. Είναι ένα εύληπτο μικρό βιβλίο -ούτε 100 σελίδες- το οποίο όμως είναι πλούσιο σε πληροφορίες, παρατηρήσεις, διαπιστώσεις και συμπεράσματα του συγγραφέα, όχι μόνο για το ζήτημα που αποτέλεσε την αφορμή για τη συγγραφή του αλλά για την πόλη της Θεσσαλονίκης και ευρύτερα για τη σύγχρονη Ελλάδα. Αισθάνεται κανείς ότι ο συγγραφέας, έχοντας συνείδηση του επερχόμενου τέλους, έβαλε μέσα στις σελίδες του βιβλίου το απόσταγμα της γνώσης και της εμπειρίας του. Είναι, λοιπόν αυτό το βιβλίο όχι απλά πληροφοριακό αλλά αυτόχρημα διδακτικό.

Οι τρεις Πρόλογοι εμπλουτίζουν και διαφωτίζουν τόσο τα γεγονότα, όσο, κυρίως, την προσωπικότητα του συγγραφέα, που αφιέρωσε την τελευταία ικμάδα της ζωής του στην υπεράσπιση μιας «χαμένης ευκαιρίας», η οποία όμως, όπως ελπίζουμε θα δείξει η ιστορία, δεν είναι τελικά χαμένη.

Το κείμενο του Κώστα Καρρά οργανώνεται σε επτά κεφάλαια, τα οποία μπορούν να ενταχθούν σε τρία Μέρη, σύμφωνα με μια παραδοσιακή διάκριση της κλασικής Γραμματείας. Την Εισαγωγή, που περιλαμβάνει τα τρία πρώτα Κεφάλαια, την Έκθεση που περιλαμβάνει τα τέσσερα επόμενα Κεφάλαια και την Προτροπή, δυο Επιστολές στον Πρωθυπουργό προτρεπτικές για μια ορθή πολιτική διαχείριση του θέματος των αρχαίων στη στάση Βενιζέλου.

Στο 1ο Μέρος γίνεται μια σύντομη αναδρομή στην  περίπτωση των αρχαίων της στάσης Βενιζέλου, παράλληλα με τους χειρισμούς της κυβέρνησης που προέκυψε το 2019. Η αναδρομή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν συσχετιστεί με τη θέση της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο του διαχρονικού ελληνισμού. Εδώ ο Κ. Κ. μας εισάγει σε δυο, πρωτότυπες νομίζω, έννοιες: αφενός το χαρακτηρισμό της Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τη στάση της κεντρικής διοίκησης απέναντι στην πόλη, ως «πρώτη επαρχιούπολη», δηλαδή μια αστική οντότητα χωρίς καμιά αυτονομία στη διαχείριση των μεγάλων ζητημάτων που την αφορούν και, αφετέρου, το χαρακτηρισμό του σύγχρονου κράτους «νέο-οθωμανικό», δηλαδή έναν αυθαίρετο και κεντρικά κατευθυνόμενο τρόπο διαχείρισης των τοπικών ζητημάτων από την κεντρική διοίκηση. Η αναλυτική αφήγηση των πρωθύστερων διοικητικών χειρισμών και των πολιτικών παλινωδιών κατά τη διαχείριση της αλλαγής πολιτικής όσον αφορά τις αρχαιότητες στη στάση Βενιζέλου προβάλλει τον αυθαίρετο και αυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης σε βαθμό που υπονομεύει αυτή καθαυτή τη λειτουργία της δημοκρατικής πολιτείας, και αιτιολογεί πλήρως τον χαρακτηρισμό του «νέο-οθωμανικού», που του απέδωσε ο Κ. Καρράς. 

Παραπέρα, στο 2ο Κεφάλαιο (Διοικητικές ακροβασίες κ νέο-οθωμανική διοίκηση) ο συγγρ. Ασχολείται με τον τρόπο λειτουργίας των οργάνων και των μελών της διοίκησης, τα οποία επέβαλαν την κυβερνητική απόφαση και τους δικαστικούς χειρισμούς που επέτρεψαν την επιβολή της. Από τη μια ένα γνωμοδοτικό όργανο, το ΚΑΣ, που απεμπόλησε το ρόλο του να προστατεύει την διοίκηση μέσω των ορθών και τεκμηριωμένων γνωμοδοτήσεων και μετατράπηκε σε βουβό χειροκροτητή προειλημμένων αποφάσεων, και από την άλλη η Υπουργός που με διαδοχικές Υπουργικές Αποφάσεις ανέτρεψε προηγούμενες και οδήγησε σε παρατυπίες και νομικές ακροβασίες.  Επιπλέον, ο Κ. Καρράς ανέδειξε το γεγονός ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων, κυρίως του ΣτΕ, που επέτρεψαν την εφαρμογή της κυβερνητικής γραμμής βασίστηκαν σε τεχνικές λεπτομέρειες, οι οποίες όμως τελικά δεν επιβεβαιώθηκαν. Οι πράξεις αυτές αναδεικνύουν με ενάργεια το νέο-οθωμανικό χαρακτήρα του νεοελληνικού κράτους.

Στο τελευταίο Κεφάλαιο το πρώτου Μέρους (Πόλη κ εντόπιοι άρχοντες) ο Κ. Καρράς κάνει μια σχολιασμένη αναδρομή στην πρόσφατη ιστορία της Θεσσαλονίκης. Στην αναδρομή αυτή παρουσιάζει τις μεταβολές που δέχτηκε στο πρόσφατο παρελθόν η κοινωνία της πόλης, μεταβολές που επηρέασαν ριζικά το χαρακτήρα της. Επισημαίνει τον πολυφυλετικό χαρακτήρα της στην παραμονή των Βαλκανικών πολέμων, τις μεταβολές που επήλθαν στο χαρακτήρα της μετά τους βαλκανικούς πολέμους, κατόπιν στον πρώτο παγκόσμιο, την πυρκαγιά του 1917 και τη μικρασιατική καταστροφή, μεταβολές που άλλαξαν τον πληθυσμιακό χάρτη της πόλης και ιδιαίτερα την τραγική τύχη της εβραϊκής κοινότητας στη Γερμανική κατοχή. Η αναδρομή δίνει την ευκαιρία στο συγγραφέα να στηρίξει τις διαπιστώσεις του αναφορικά με τη στάση μερίδας των τοπικών αρχόντων απέναντι στον ιστορικό χαρακτήρα και ευρύτερα απέναντι στο ιστορικό παρελθόν της πόλης.

Στο επόμενο Κεφάλαιο, με τίτλο Χρεοκοπία, οικονομική και ηθική, ο Κ. Καρράς επανέρχεται με περισσότερες λεπτομέρειες στα νομικά βήματα που προηγήθηκαν από την μοιραία έκβαση της τύχης των αρχαίων της Βενιζέλου. Προσπάθησε και, πιστεύω, το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό, να αναδείξει τις ασυνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής και να αποδείξει ότι η ασυνέπεια και οι παλινωδίες της διοίκησης στη διαχείριση του έργου του μετρό, πέρα από την απουσία ηθικού χαρακτήρα, συνιστούν μια αποτυχία στο οικονομικό μέρος και ταυτόχρονα συντελούν στην υπέρβαση των χρονικών πλαισίων του έργου. Ο συγγραφέας εντάσσει τις πρακτικές αυτές στο νέο-οθωμανικό χαρακτήρα του κράτους, και προχωρεί σε εκτιμήσεις για τη σχέση του με τις κυβερνήσεις της περιόδου που μας αφορά. Δεν έχουν μικρότερο ενδιαφέρον, όμως, οι επισημάνσεις του ότι το πνεύμα αυτού του τύπου διακυβέρνησης επηρεάζει και άλλες εκφάνσεις της κοινωνίας, τον τύπο και τα ΜΜΕ, πνευματικές και επιστημονικές οργανώσεις. Μένω εδώ στη σύνδεση στην οποία επιμένει ο συγγραφέας, μια σύνδεση που μαρτυρεί την κλασική φιλελεύθερη σκοπιά από την οποία βλέπει τα πράγματα: Η ηθική χρεοκοπία, η παραβίαση της ηθικής τάξης στη διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων οδηγεί νομοτελειακά στην οικονομική κατάρρευση. 

Στο πέμπτο Κεφάλαιο με τον γραφικό τίτλο: Αρχαιολογικός αχταρμάς, ο Κ. Καρράς σχολιάζει από αρχαιολογική σκοπιά τη διαχείριση του αρχαίου της στάσης Βενιζέλου. Παρουσιάζει έννοιες, που για εμάς ως κληρονόμους του ιστορικού παρελθόντος πρέπει να είναι απαραβίαστες. Το αρχαίο για τους Έλληνες, πέρα ή και παρά την αισθητική του αξία, είναι φορέας ιστορικού φορτίου, η αρχαιολογία είναι και πατριδογνωσία. Κάτω από αυτή τη σκοπιά οι αρχαιολογικοί χώροι πρέπει να διαθέτουν  χωρική ενότητα και ιστορική συνέχεια. Ιδίως πρέπει να είναι ευανάγνωστοι, για να προσεγγίζονται από όλους και όχι μόνον από τους ειδικούς. Ο συγγραφέας επικαλείται γνώμες μη ειδικών και ειδικών, οι οποίοι μίλησαν με αυτό το πνεύμα σε αντίθεση με χαρακτηριστικές περιπτώσεις άλλων ειδικών, οι οποίοι δυστυχώς στήριξαν με τις θέσεις τους τη στάση της κυβέρνησης

Το 6ο Κεφάλαιο, Η χωματερή της ιστορίας, αφιερώνεται σε ιστορικές αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα συνδεδεμένα με την πόλη, αναφορές που έχουν στόχο να αναδείξουν τη σημασία της Θεσσαλονίκης κατά τη Βυζαντινή περίοδο και επομένως να τονίσουν το βάρος του αρχαιολογικού ευρήματος της Βενιζέλου, ως τον χώρο όπου εκτυλίχθηκε η ιστορία εκείνης της περιόδου.

Στο 7ο Κεφάλαιο, Δικαιοσύνης άλωση, ο Κ. Καρράς, παίρνοντας αφορμή από τη γνωστή (με ψήφους 13-12) απόφαση του ΣτΕ επιχειρεί την περιγραφή μιας κρίσης αρχών στην αμερικανική, την ευρωπαϊκή και την ελληνική κοινωνία, κρίση που συνδέεται με την επικράτηση καταναλωτικών συνηθειών, παράλληλα με την ισχυροποίηση των οικονομικών συμφερόντων και υποχώρηση των θεσμών εποπτείας και της δικαιοσύνης απέναντι σε οικονομικά συμφέροντα που ενισχύονται από καταναλωτικές τάσεις.

Ως κατακλείδα στο 7ο Κεφάλαιο (Δικαιοσύνης άλωση) ο Κ. Κ. εκθέτει τη λογικά θεμελιωμένη, αλλά δυστυχώς αποτυχημένη προσπάθεια της ΕΛΛΕΤ και της κοινωνίας των πολιτών να παρεμποδιστεί δικαστικά η απόσπαση των αρχαίων της Βενιζέλου, μια προσπάθεια που προσέκρουσε στις κατά παράβαση του Αρχαιολογικού Νόμου γνωμοδοτήσεις του ΚΑΣ, στις στηριγμένες σ’ αυτές τις γνωμοδοτήσεις Υπουργικές Αποφάσεις και στις υπάκουες στην κυβερνητική βούληση αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Ο συγγραφέας ως το τέλος της ζωής του διατηρούσε την ελπίδα ότι το ΣτΕ θα εξέφραζε μια θέση που αντανακλά το κοινό περί δικαίου αίσθημα. 

Ως Επίμετρο του βιβλίου παρατίθενται δυο επιστολές που στάλθηκαν στον πρωθυπουργό, έκκληση για τη μη απόσπαση των αρχαίων στη στάση Βενιζέλου: Η πρώτη υπογράφηκε από προσωπικότητες του διεθνούς πνευματικού και επιστημονικού κόσμου και μια δεύτερη με 225 υπογραφές Ελλήνων/Ελληνίδων επιστημόνων και ειδικών για το ίδιο θέμα. 

Σήμερα, περισσότερο από ένα χρόνο από το κλείσιμο του βιβλίου και το θάνατο του συγγραφέα οι περισσότερες δυσοίωνες προβλέψεις του επιβεβαιώθηκαν, αλλά οι βασικές του εκτιμήσεις διατηρούν το κύρος και την αξιοπιστία τους. Το βιβλίο αυτό διατηρεί την επικαιρότητά του πέρα από την τελική έκβαση του αγώνα για την ακεραιότητα, τη διάσωση του αρχαιολογικού χώρου της Βενιζέλου. Αποτελεί την καταγραφή μιας προσπάθειας  για τη διατήρηση του ιστορικού παρελθόντος και την επιβίωση της ιστορικής μνήμης στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης αλλά και όλης της χώρας.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα