Η σημασία της Λογοτεχνίας στην εκπαίδευση
Το μάθημα της Λογοτεχνίας συνιστά μια ευρεία πηγή λεξιλογίου και τρόπων χρήσεως των λέξεων.
Λέξεις: Ιωάννης Μπαξεβάνος
Η λογοτεχνία αποτελεί την ύψιστη καλλιτεχνική έκφραση του πολιτισμού ενός λαού καθώς απηχεί τα ήθη, τα βιώματα, την ποιότητα των συναισθημάτων και των σκέψεων του. Συνιστά ένα σπουδαίο κληροδότημα του πολιτισμού μιας δεδομένης περιόδου κι είναι ένας χώρος ατέρμονης έκφρασης και παραγωγής, που εξελίσσεται διαρκώς.
Ανοίγει νέους ορίζοντες για τη θέαση του κόσμου, διότι μπορεί να μεταστοιχειώνει την πραγματικότητα σε ένα παιγνίδι υποβολής και επιβολής. Ακόμη κι αν προϋποθέτει τάλαντο -ακατέργαστο ή καλλιεργημένο, είναι ένας χώρος ανοιχτός και πρόσφορος για δημιουργία και πειραματισμούς, για έκφραση συναισθημάτων και παθών, καθώς και για γλωσσικά παιχνίδια. Ενδείκνυται για βαθιές αναζητήσεις και υπαρξιακές θεωρήσεις κι αποτελεί έναν χώρο με πολλά πρόσωπα.
Διαρκώς σήμερα, ενισχύονται οι φωνές που θέτουν τη λογοτεχνία στο επίκεντρο κοινωνικών, πολιτικών και ηθικών ζητημάτων και προσδοκούν να δράσει προς την κατεύθυνση πρότασης λύσεων. Επιπλέον, επιζητείται ο λόγος της πεζογραφίας, με σκοπό να διασταυρωθεί με εκείνον της επιστήμης και της φιλοσοφίας, ώστε να προσδώσει ένα στίγμα αφενός στην πάλη των ιδεών κι αφετέρου στη διερεύνηση προτύπων ζωής και λήψης αποφάσεων. Η Nussbaum (2015) επικαλούμενη την ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, την «οδηγεί» σε διάλογο με τα έργα κυρίως του μυθιστοριογράφου Χένρυ Τζέιμς, με στόχο να υποστηρίξει τη θέση της πως η λογοτεχνία διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της ηθικής. Κατά συνέπεια, συνεχίζει, είναι αναγκαίο να εξετάζεται όχι μόνο σε αισθητικό επίπεδο αλλά πολύ περισσότερο σε ιδεολογικό, συναισθηματικό, κοινωνικό και φιλοσοφικό, καθώς και γλωσσικό.
Η Λογοτεχνία συνιστά ένα πεδίο εξαιρετικής σημασίας και αναγκαιότητας για την εκπαίδευση αφού συμβάλλει καθοριστικά στην ολόπλευρη ανάπτυξη του μαθητή κι ιδίως στον γλωσσικό γραμματισμό του. Χαρακτηριστικό είναι, πως ο Σεφέρης στο έργο του «Δοκιμές» υποστήριζε ότι τη γλώσσα τη μεταχειριζόμαστε με δύο τρόπους. Ο ένας σχετίζεται με το λογικό μας, δηλαδή τον νου και τη σκέψη ενώ ο άλλος, αφορά τις συγκινήσεις. Η Λογοτεχνία κατά κύριο λόγο χρησιμοποιεί τον τρόπο εκείνο που σχετίζεται με τη συγκινησιακή χρήση της γλώσσας και τη μεταχείρισή της. Αυτό συμβαίνει διότι ο λόγος της είναι συγκινησιακά φορτισμένος και είναι ικανός να προβάλλει μια διαφορετική όψη της πραγματικότητας. Φαίνεται λοιπόν, πως η επαφή του παιδιού από νεαρή ηλικία στον έντεχνο λόγο, διαδραματίζει πολύ σπουδαίο ρόλο αφού ενισχύει την αισθητική του καλλιέργεια, αισθητοποιεί την φαντασία του, βοηθά στην ψυχική ωρίμανσή του και σαφώς προάγει τη γλωσσική του ανάπτυξη. (Φλωρά, 2011)
Το μάθημα της Λογοτεχνίας συνιστά μια ευρεία πηγή λεξιλογίου και τρόπων χρήσεως των λέξεων. Οι μικρές –άλλοτε εικονογραφημένες, ιστορίες και λογοτεχνικά κείμενα που προορίζονται για τα παιδιά του Δημοτικού, δύνανται να ενισχύσουν τον εμπλουτισμό του λεξιλογίου των μαθητών. Αυτό διότι, η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου προσαρμοσμένου στην ικανότητα πρόσληψης του μαθητή, τον ωθεί να σκέφτεται πέρα από τη συμβατική καθημερινότητα ενώ παράλληλα, του παρουσιάζει νέες χρήσεις των λέξεων πέραν του καθημερινού λόγου. Έτσι, ο μαθητής οδηγείται σε καινούριες καταστάσεις, που μπορούν να ενισχύσουν την επικοινωνία μέσω της έκφρασης με κατάλληλο λεξιλόγιο, το οποίο εμπλουτίζει το υφιστάμενο με την πρόσκτηση νέων λέξεων. Τούτο συμβαίνει διότι, ο μαθητής για να μπορέσει να εντάξει μία καινούρια λέξη στο λεξιλόγιό του, είναι αναγκαίο να γνωρίζει όχι μόνο τη σημασία και τη δομή της, αλλά και σε ποιο αντικείμενο αναφέρεται. Εξάλλου, ο εμπλουτισμός του λεξιλογίου συνιστά αφαιρετική σκέψη, βελτιωμένη έκφραση και κατ’ επέκταση αποτελεσματικότερη επικοινωνία. (Φλωρά, 2011)
Σε μεγαλύτερες ηλικίες, που έχει επιτευχθεί ο γλωσσικός γραμματισμός, η Λογοτεχνία μπορεί εξίσου να ενισχύσει το γλωσσικό τομέα και εκείνον της σωστής ομιλίας κι έκφρασης, μέσα από κατάλληλα λογοτεχνικά κείμενα. Τέτοια μπορεί να είναι λογοτεχνικά δοκίμια, υπερρεαλιστικά και συμβολιστικά ποιήματα καθώς και φιλοσοφικά κείμενα. Αξιοσημείωτος επίσης είναι, ο τρόπος με τον οποίο η ομιλία μετουσιώνεται σε λογοτεχνική γλωσσική έκφραση μέσα από τα ποιήματα και τα πεζά κείμενα. Η γλώσσα στη λογοτεχνία με το συμβολικό κι αναπαραστατικό της ρόλο καθώς και τη συχνά, συνυποδηλωτική της χρήση, είναι δυνατό να αποτελέσει χώρο επικοινωνίας μαθητών, με διαφορετικές ιδέες και κουλτούρα.
Η λογοτεχνία ειδικότερα στην εκπαίδευση πολλές φορές έχει κληθεί να εξυπηρετήσει εξω-λογοτεχνικούς σκοπούς. Σε εκπαιδευτικά συστήματα ήδη από το 19ο αιώνα θεωρήθηκε το καταλληλότερο εργαλείο για την ηθική εκπαίδευση, ενώ σε χώρες µε εθνικά ζητήματα αξιοποιήθηκε για την ανάπτυξη εθνικής συνείδησης και την οµογενοποίηση της εθνικής ταυτότητας. Στην Ελλάδα, η λογοτεχνία ως μάθημα άργησε να καθιερωθεί και η διδασκαλία της αντιμετωπιζόταν ως µέσο προώθησης και καλλιέργειας του γλωσσικού στοιχείου. Σήμερα παρατηρείται στη διδασκαλία της λογοτεχνίας µία αντίφαση που υποβιβάζει τη θέση της στο σχολικό πρόγραμμα και τη συνείδηση των διδασκομένων, δηλαδή ενώ τίθενται μεγαλεπήβολοι στόχοι που αφορούν την ηθική, εθνική και αισθητική διαπαιδαγώγηση, στην πράξη η διδασκαλία της λογοτεχνίας «αποτυγχάνει να δείξει στους μαθητές πως τα λογοτεχνικά κείμενα περιέχουν αξίες, νοοτροπίες και στάσεις που σχετίζονται µε την ίδια τη ζωή». (Θωμαΐδου, 2010)
Επί της ουσίας αποφεύγεται ο παλαιότερος στείρος διδακτισμός και η εμμονική αναζήτηση ηθικών προτύπων μέσα στο λογοτεχνικό έργο, παράλληλα όμως λαμβάνονται αποστάσεις από την ουδετερότητα των λογοτεχνικών θεωριών ως προς την ηθική του κειμένου. Συνεπώς, αν το κύριο ερώτημα είναι το αριστοτελικό «πώς πρέπει να ζούμε ώστε να φτάσουμε στην ευδαιμονία;», τότε η λογοτεχνία αποτελεί κι αυτή έναν τρόπο από τον οποίο μπορούμε να λάβουμε απαντήσεις ή να δώσουμε, αντίστοιχα λογικός με τη θετική επιστήμη και τη φιλοσοφία. Εύλογα, κάποιος θα διατύπωνε την άποψη πως η ίδια η φιλοσοφία με τον κυριολεκτικό και μονόσημο λόγο της αρκεί για τη διερεύνηση τέτοιων ζητημάτων, ωστόσο κατά τη Nussbaum (2015) αυτή δεν είναι αρκετή.
Με λίγα λόγια, ο επιστημονικός λόγος σαφώς και είναι σε θέση να μελετήσει τα ηθικά φαινόμενα, παρόλα αυτά όμως, το πολυσήμαντο μυθιστόρημα δύναται να τα αναπαραστήσει με ενάργεια και μέσα σε αυτό ο αναγνώστης να κατορθώσει να αντικρίσει έμπρακτες αντιδράσεις στα ηθικά ζητήματα από μέρους των χαρακτήρων. Έτσι, αντιλαμβάνεται κανείς πως η λογοτεχνία εγείρει υποθετικά σενάρια τα οποία αναδεικνύουν διλήμματα όπου τα μυθιστορηματικά πρόσωπα καλούνται να λάβουν θέση, να επιλέξουν, να δράσουν, να στραφούν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση και με τον τρόπο αυτό να αποδείξουν με παραστατικότητα τις θετικές ή αρνητικές συνέπειες των επιλογών τους. Μέσα από αυτά τα αναπαριστώμενα γεγονότα, είναι δυνατό ο καθένας να οδηγηθεί σε καθολικά προβλήματα και παράλληλα να αναλογιστεί τη δική του θέση σε ανάλογα διλήμματα. (Nussbaum, 2015)
Ταυτόχρονα, το συναισθηματικό πλέγμα το οποίο αναφύεται, άλογο και ενστικτώδες, κατορθώνει να καταστεί αντιληπτό αποκλειστικά μέσα από ιστορίες. Ό,τι συμβαίνει με τους μύθους, τα παραμύθια και τις διαφορετικές ιστορίες με τις οποίες κάθε κοινωνία καλλιεργεί και διατρανώνει τα πιστεύω και τις πεποιθήσεις, τις συναισθηματικές εκφάνσεις και τη νοοτροπία των παιδιών, ακριβώς το αντίστοιχο απαντά και στη λογοτεχνική αφήγηση, που παραστατικότερα και βαθύτερα αναλογικά με την επιστημονική γλώσσα, είναι σε θέση να συλλαμβάνει και να μεταδίδει στον αναγνώστη μια συναισθηματική συναρμογή μέσω της οποίας είτε συλλογικά είτε ατομικά αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο.
Εν ολίγοις, εκείνοι που θεωρούν πως η λογοτεχνία συνιστά έναν μικρόκοσμο υπό τη μορφή ενός περίκλειστου σύμπαντος, εθελοτυφλούν και την υποβαθμίζουν καθώς μια τέτοια διαπίστωση θα της αφαιρούσε το ουσιαστικότερο της στοιχείο που είναι η μοναδική επικοινωνία και πρόσληψη του έργου με τον κάθε αναγνώστη. Είναι φανερό λοιπόν, πως η λογοτεχνία επιδρά στον άνθρωπο και δέχεται επιρροές από τη ζωή, και συνιστά μια ισχυρή μορφή παιδείας, αφού διαθέτει έναν ηθικό, κοινωνικό, πολιτικό χαρακτήρα. Κατά την Nussbaum (2015), η ηθική αξιολόγηση δύναται να λειτουργήσει σύμφωνα με τον ορθολογισμό και όχι μέσω της ιδεοληψίας, καθώς βάζει στο προσκήνιο τον πλουραλισμό και όχι μια τάση ποδηγέτησης, επιδεικνύει την πολλαπλότητα των ιδεών οι οποίες πολλές φορές βρίσκονται σε σύγκρουση, αναδεικνύει το πλαίσιο μέσα στο οποίο αξιολογούνται οι ηθικές αξίες, και όχι η απόλυτη ισχύς τους, ενώ τέλος προάγει την πολλαπλότητα των εκδοχών του νοήματος.
*Ο Ιωάννης Μπαξεβάνος είναι Φιλόλογος.
Πηγές
1. Nussbaum, M. C. (2015). Έρωτος γνώση: Δοκίμια για τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.Μτφρ: Γ. Λαμπράκος, Αθήνα: Πατάκης
2. Θωμαΐδου, Μ. (2010). Η έννοια του ξένου στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Γυμνασίου. Πάτρα
3. Φλωρά, Α. (2011). Η συμβολή της λογοτεχνίας στη γλωσσικήανάπτυξητου παιδιού. ΣτονΠανελλήνιο Σύνδεσμο Νηπιαγωγών (ΠΑ. ΣΥ. ΒΝ) . Ανακτήθηκε στις 17 Ιουλίου 2023 από http://www.pasyvn.gr/el/thematikes-enotites/goneis/paidagogika/236-simvouli-ths-logotexnias-sth-glwssiki-anaptixi-tou-paidiou.html