Ο Ίκαρος Μπαμπασάκης διαπραγματεύεται τις λεπτομέρειες της «Ροκενρόλλα» ζωής του!
Αμετανόητος μουσικολάγνος, εθισμένος στην γραφή και την ανάγνωση, με χρόνιες καταχρήσεις τέχνης και πάντα πιστός στην αγαπημένη του Κυψέλη
Συνέντευξη στους: Χρήστο Ωραιόπουλο / Βαγγέλη Θεοδωράκη
Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια συνέντευξη-συζήτηση σε γωνιακό μπαρ στην Κυψέλη, από αυτές τις διαλέξεις δωματίου, ακούγοντας κάποιο δίσκο του Chet Baker, του David Brubeck ή ακόμα καλύτερα κάποιο μελοποιημένο ποίημα του Bob Dylan, καθιστοί στη μπάρα, αρωματίζοντας τα λόγια μας με ουίσκι και ταξιδεύοντας νοερά στην Νέα Υόρκη, το Παρίσι και ξανά πίσω στην Αμερική για να διασχίσουμε τον Δρόμο του Κέρουακ, να ρισκάρουμε σαν τον παππού Μπάροουζ και να χωθούμε λαθραία σε κάποιο σινεμά στο Μπρόντγουεϊ για να θαμπωθούμε από μια καινούργια ταινία του Όρσον Γουέλς.
Κι έπειτα αέναο bras de fer για τον Μάη του ΄68 , την Beat Generation, την αποθεωτική αποθέωση που προσφέρει η μουσική, τα διδάγματα του Guy Debord και των Καταστασιακών, ακόμα και για τον Άκη Πάνου και το Ρεμπέτικο, μέχρι να ξημερώσει και να πούμε ή να διαβάσουμε το Au Revoir (Εκδ. Νεφέλη).
Ο Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης είναι συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής. Έχει μεταφράσει πάνω από 100 βιβλία (μεταξύ αυτών βιβλία του Ναμπόκοφ και του Ντεμπόρ) και έχει γράψει -ούτε κι αυτός θυμάται πόσα- βιβλία, πάντως σίγουρα πάνω από 30 . Το πιο φρέσκο είναι η Ροκενρόλλα /Astrafiammante. To έγραψε μαζί με τον Ανδρέα Μαντά και εκδόθηκε μόλις πριν λίγες μέρες από τις εκδόσεις Bibliothèque. Αμετανόητος μουσικολάγνος, εθισμένος στην γραφή και την ανάγνωση, με χρόνιες καταχρήσεις τέχνης και πάντα πιστός στην αγαπημένη του Κυψέλη, δέχθηκε να αποκρυπτογραφήσει το καλειδοσκόπιο του και να απαντήσει στις ερωτήσεις που του κάναμε, για λογαριασμό της Parallaxi. Τον ευχαριστούμε θερμά.
Φίλτατε Ίκαρε Μπαμπασάκη, ας ξεκινήσουμε από το καινούργιο βιβλίο που κυκλοφόρησε και γράψατε μαζί με τον Αντρέα Μαντά. Πως θα περιγράφατε την Ροκενρόλλα/ Astrafiammante με λίγα λόγια;
«Πρόκειται για ένα βιβλίο, σχεδόν τριακοσίων σελίδων, που συνθέσαμε παρέα ο Αντρέας Μαντάς κι εγώ στη διάρκεια της πρώτης καραντίνας. Ξεκίνησε σαν ένα ημερολόγιο εγκλεισμού, κυρίως για να κάνουμε κάτι δημιουργικό. Επί σαράντα εικοσιτετράωρα, γράφαμε από ένα κείμενο, και το δημοσιεύαμε, καθημερινώς, στο περιοδικό Μονόκλ, του φίλου μας ποιητή Αντώνη Τσόκου. Πρόθεσή μας ήταν να ατσαλώσουμε ψυχολογικά τον εαυτό μας, να δέσουμε το ατσάλι της φιλίας μας (η φιλία δυναμώνει όταν συμμετέχεις σε ένα κοινό εγχείρημα), να τονώσουμε, όσο μπορούσαμε, το ηθικό καλών φίλων μας, και να συντάξουμε μια μακροσκελή επιστολή αγάπης στις Μούσες μας.
Η καθημερινή συγγραφή (και δημοσίευση) είναι ζόρικο καθήκον, αλλά, για μας, στις συγκεκριμένες ζοφερές συνθήκες, ήταν κάτι σαν οχυρωματικό έργο. Μας όπλισε με θάρρος, ακόνισε την έμπνευσή μας, μας πρόσφερε αλησμόνητες στιγμές, και πολλές αφορμές για ομηρικά γέλια, μιας και πολλά από τα κείμενα είχαν απανωτές χιουμοριστικές νότες. Σημειώνω ότι γράφαμε αφού είχαν προηγηθεί ωραίες οινοποσίες, εύγευστα μαγειρέματα, πολλά μουσικά ακούσματα, συζητήσεις για φιλμ και δίσκους και βιβλία. Από πολλές απόψεις το βιβλίο μας Ροκενρόλλα/Astrafiammante είναι ένα αρχείο μνήμης και μια επείγουσα ̔ ̔αυτοβιολογία ̓ ̓ που, όπως ελπίζουμε, και είμαστε μάλλον σίγουροι, αφορά και πολλούς άλλους φίλους και συνομήλικους τόσο εμού (είμαι γεννημένος το 1960) όσο και του Αντρέα (είναι γεννημένος το 1988). Ίσως να είμαστε, μέσα από το βιβλίο μας, μια ζωντανή απόδειξη υπέρβασης του λεγόμενου χάσματος των γενεών».
Η μουσική παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην καλλιτεχνική και στην απλή καθημερινότητα σας;
«Μα ναι, σαφέστατα. Η μουσική είναι ένα είδος συγκρότησης της ταυτότητάς μας. Όταν το σύνθημα είναι Frank Zappa, το παρασύνθημα είναι Captain Beefheart. Από την εφηβεία ήδη για να μην πω από την παιδική ηλικία, ακούω συνεχώς μουσική: κλασικό ροκενρόλλ, πολλή τζαζ με τα χρόνια, και δεκαετίες τώρα τη Μεγάλη Μουσική (ιδίως Μπαχ, Μπετόβεν, Μάλερ, Μπρούκνερ, Μέντελσον). Εδώ και πολλά χρόνια, δεν έχει υπάρξει μέρα χωρίς να λουστώ στα νάματα του Coltrane και των Can, χωρίς να διαβάσω κάτι στο Mojo και στο Uncut. Είναι κυριολεκτικώς αδύνατον να ζήσω χωρίς μουσική. Τα ίδια ισχύουν και για τον Αντρέα Μαντά, ο οποίος, οφείλω να τονίσω, είναι ένας ασύλληπτος πελώριος φωριαμός γνώσεων σχετικά με τη μουσική».
Πώς από τον Βόλο βρεθήκατε στη Σορβόννη να σπουδάζετε Χέγκελ και από τη Σορβόννη πίσω στην Ελλάδα;
«Αυτό είναι ένα καλαμπούρι, που επινόησα για το Facebook. Η αλήθεια είναι ότι στη Σορβόννη έχω πάει μία φορά, όλη κι όλη, σ ̓ ένα από τα άλλοτε τακτικά μου ταξίδια στο Παρίσι. Σπούδασα, μεταξύ άλλων, φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μπίλεφελντ, στην (τότε) Δυτική Γερμανία, όπου επί έξι μήνες δεν διάβαζα παρά μόνον τη Φαινομενολογία του Νου του Χέγκελ, στα γερμανικά. Έκτοτε δεν έπαψα να επανέρχομαι στον Χέγκελ. Είναι μόνιμο και έμμονο και λυτρωτικό πάθος».
Αν επιλέγατε να ζήσετε στο εξωτερικό, σε ποια χώρα θα φανταζόσασταν τον εαυτό σας πιο εύκολα;
«Στην Ισλανδία, με πολύ σκάκι, καταπληκτική μουσική, μηδέν εγκληματικότητα».
Κι αν ήσασταν ήρωας βιβλίου, ποιος θα προτιμούσατε να είστε;
«Ο Πρίγκιπας Μίσκιν από τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι».
Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που συναντάτε ως μεταφραστής κατά τη διαδικασία μετάφρασης;
«Η δυσκολία, η μεγαλύτερη (και η πιο ενδιαφέρουσα) είναι το να μπω στο πετσί του συγγραφέα, να πιάσω τους ιδιαίτερους ρυθμούς της γλώσσας του, να εξοικειωθώ με τα τεχνάσματά του. Είναι μια δυσκολία που έρχεται πριν από τη μετάφραση, όσο διάστημα μου χρειάζεται προκειμένου να εργαστώ και να δράσω λίγο σαν ντετέκτιβ και λίγο σαν ηθοποιός, ώσπου δηλαδή να ξεψαχνίσω τον εκάστοτε συγγραφέα, τα χούγια του, το στυλ του, και να τον μιμηθώ στη γλώσσα μας».
Θελήσατε ποτέ να ασχοληθείτε με το σινεμά πιο ενεργά, όπως για παράδειγμα να κινηματογραφήσετε ο ίδιος κάποιο σενάριο;
«Είναι ένα από τα άμεσα σχέδιά μου. Μαζί με τον Αντρέα Μαντά, μες στον ζοφοεγκλεισμό, έχουμε συλλάβει ιδέες για δύο ταινίες, που θα πραγματοποιήσουμε με τη συμβολή, και τις συμβουλές, του τρίτου σωματοφύλακα, του φίλου μας Γιάννη “Dirty Harry’’ Χαριτίδη».
Ζούμε σε μια χώρα με πολυετή οικονομική αστάθεια. Πλέον βιώνουμε την λαίλαπα της πανδημίας που έρχεται να κορυφώσει τα προβλήματα. Πόσο δύσκολο είναι για έναν συγγραφέα να επιβιώσει υπό αυτές τις συνθήκες;
«Τρομερά δύσκολο, αλλά εκεί έγκειται και όλη η γοητεία του πράγματος. Όχι ότι πρόκειται για καμιά ηρωϊκή ιστορία, αλλά το να στριμώχνεσαι αγρίως έχει τα καλά του. Ενισχύει, πρώτα απ’ όλα, το πείσμα σου να κάνεις αποκλειστικά τα δικά σου αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο. Σε ωθεί σε σωτήριες εκκαθαρίσεις, απαλλάσσεσαι δηλαδή από ανθρώπους που σε πιο ευνοϊκές συνθήκες θα αποσπούσαν κομμάτια από το χρόνο σου. Γίνεσαι πολύ πιο εκλεκτικός και επιλεκτικός».
Πιστεύετε ότι μπορεί και σήμερα να επιβιώνει κάποια φυλή happy few εκεί έξω;
«Φυσικά. Κάποιοι εμπνευσμένοι νεαροί στήνουν ήδη τις δικές τους φυλές. Για να λέμε και ονόματα, ο Νίκος Τσώλης, φίλος μου και υιός των φίλων μου, της Ευφροσύνης Μυτιληναίου και του Κώστα Τσώλη, στήνει τα δικά του δίκτυα, καταπιάνεται δημιουργικά με τη μουσική, παρακολουθεί τώρα ένα δυνατό μεταπτυχιακό στην Καλών Τεχνών, πάλλεται ολόκληρος από δημιουργικότητα, παρέα με τους άλλους της δικής του φυλής των happy few».
Ας υποθέσουμε ότι αύριο έπρεπε να φύγετε οπωσδήποτε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα έρημο νησί. Επιλέξτε τρία βιβλία, τρεις ταινίες και τρεις δίσκους που θα παίρνατε μαζί.
Βιβλία: Ο τόμος των Απάντων του Σαίξπηρ, η Οδύσσεια, η Φαινομενολογία του Νου.
Ταινίες: Κοάττι του Τορνέ, Faces του Κασσαβέτη, Στάλκερ του Ταρκόφσκι.
Δίσκοι: Η Ενάτη του Μπετόβεν, Trout Mask Replica του Captain
Beefheart, και The Last Waltz των Band.
Τέλος, θα θέλαμε να ρωτήσουμε αν θα ακολουθήσουν και άλλες «Ροκενρόλλες» εν μέσω δεύτερου κύματος εγκλεισμού ή αν έχετε κάτι τελείως διαφορετικό στο μυαλό σας για το μέλλον.
«Προτού εκπνεύσει το 2020, θα κυκλοφορήσει από τις εκλεκτές εκδόσεις Νήσος το βιβλίο μου Η Κοκό στην Κοπεγχάγη, μια ροκενρόλλα ματιά στην κουλτούρα της μεταπολίτευσης, ενώ ήδη με τον Μαντά γράφουμε, και δημοσιεύουμε στο Μονόκλ το αναθεματισμένο σίκουελ του Ροκενρόλλα/ Astrafiammante με τίτλο Κύλινδροι Ασφαλείας. Όταν ολοκληρωθεί θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Bibliothèque του αείζωου φίλου Βάσου Γεώργα».