Ηλιοτρόπιο

Ένα υπέροχο διήγημα του Ηλία Γρούιου

Parallaxi
ηλιοτρόπιο-777078
Parallaxi

Λέξεις – Εικόνα: Ηλίας Γρούιος 

Το σκοτάδι που απλώθηκε στα στενά γύρω από το ποτάμι, έφερε μαζί του ένα δροσερό αεράκι. Ο Αριστείδης, καθόταν στο γωνιακό τραπεζάκι δίπλα από την πόρτα εισόδου του καφέ, όπως έκανε σχεδόν κάθε βράδυ. Τα υπαίθρια τραπεζάκια γύρω του ήταν άδεια. Η μόνη ενεργή κίνηση πάνω τους, ήταν οι μικρές φλόγες από τα κεράκια, που τρεμόπαιζαν από τον αέρα.

Τον πλησίασε η Αριάδνη.

– Κύριε Αριστείδη, θέλετε κάτι άλλο να πιείτε;, τον ρώτησε.

Εκείνος έγνεψε αρνητικά, κουνώντας το κεφάλι του.

– Σβήσε μόνο τα κεράκια στα τραπέζια και μπορείς να φύγεις παιδί μου, της απάντησε.

Εκείνη τον ρώτησε αν ήταν σίγουρος, για να της απαντήσει πως θα έκλεινε ο ίδιος το καφέ σε λίγα λεπτά.

Η Αριάδνη, έσβησε τα κεράκια και τα μάζεψε σε έναν δίσκο. Έβαλε το λεπτό δερμάτινο μπουφάν της και τον καληνύχτισε. «Καληνύχτα», έκανε εκείνος προσπαθώντας να της χαμογελάσει. Η μικρή έβαλε το κινητό στο αυτί της και χάθηκε στα στενά.

Ο Αριστείδης χάζευε για λίγο τα φώτα κατά μήκος του ποταμού. Είχε περάσει τόσα χρόνια στην ίδια κατάσταση. Το καφέ, τα φώτα, ο ήχος των νερών, οι σερβιτόρες που έρχονταν κι έφευγαν μόλις τέλειωναν τις σπουδές τους.

Ο στρυφνός ήχος από ροδάκια πάνω στο λιθόστρωτο, διέκοψαν τις σκέψεις του. Μια παρέα από σκεϊτάδες πέρασαν με ταχύτητα μπροστά του. Τέσσερα πέντε παιδιά, με κοντά παντελόνια κι αμάνικα μπλουζάκια. Καθώς έτρεχαν ο αέρας έφερε κοντά του κομμένες λέξεις από όσα έλεγαν ενώ ήταν πάνω στα σκέϊτ.

Χτύπησε με τις παλάμες τα γόνατα του. Ήρθε η ώρα, σκέφτηκε κι έκανε να σηκωθεί. Μπήκε μέσα και πέρασε στο μπάρ. Στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής μουσικής έπαιζε μια λίστα που δεν τελείωνε ποτέ. Πάτησε το κουμπί διακοπής. Στην οθόνη εμφανίστηκε η πρόσοψη του καφέ. Ηλιοτρόπιο, έγραφε πάνω. Τα τραπεζάκια ήταν γεμάτα από κόσμο. Έστρεψε το κεφάλι του και κοίταξε έξω. Στα ίδια τραπεζάκια. Δεν υπήρχε κανείς. Πάτησε την απενεργοποίηση χωρίς να σταθεί να δει την οθόνη να σκοτεινιάζει.

Βγήκε από το μπάρ και πήρε το σακάκι του από τον καλόγηρο. Μόλις έφτασε στην είσοδο κοίταξε το πωλητήριο που ήταν κολλημένο στην πόρτα. Πρέπει να ήταν εκεί παραπάνω από ένα μήνα. Δεν είχε ενδιαφερθεί κανείς. Για μερικά δευτερόλεπτα, ένιωσε μια παρόρμηση να το σκίσει και να το πετάξει. Δεν το έκανε. Ίσως τις επόμενες μέρες κάποιος να τηλεφωνήσει, σκέφτηκε.

Έσβησε τα φώτα και κλείδωσε την πόρτα. Πήρε τον ίδιο δρόμο που πήρε η Αριάδνη λίγα λεπτά πιο πριν.

Σε ένα παγκάκι λίγο παραπέρα, ένας άντρας και μια γυναίκα. Έτρωγαν παγωτό και κουβέντιαζαν. Μόλις τους πλησίασε, εκείνοι αντιλήφθηκαν την παρουσία του και τον κοίταξαν ταυτόχρονα. Έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε περπατώντας βιαστικά.

Μπήκε στην πλατεία. Εκεί τα φώτα ήταν περισσότερα. Το ίδιο κι ο κόσμος. Έμοιαζε με άλλον τόπο. Πιο μαζικό, πιο ζωντανό. Στην είσοδο της πλατείας ένα χαμηλοτάβανο μαγαζί με μια μεγάλη πορτοκαλί επιγραφή σαν αυτές των επαρχιακών στριπτιτζάδικων της εθνικής.

Αλμυρές και γλυκές γεύσεις, διάβαζε κανείς στα φωτεινά γράμματα. Ένιωσε να πεινάει. Μπήκε μέσα, πήρε πίτσα και κατευθύνθηκε προς ένα από τα τραπεζάκια απέναντι. Γύρω του υπήρχαν κυρίως έφηβοι. Έπιναν φτηνιάρικες μπύρες, και κουβέντιαζαν. Σε κάποιες στιγμές ίσως και να φώναζαν λιγάκι. Από ένα ή δύο κινητά τηλέφωνα ακουγόταν μουσική.

Από μπροστά του, πέρασε μια ακόμη παρέα εφήβων με κυριλέ ντύσιμο. Δυο κοπέλες μπροστά κρατούσαν μπαλόνια που σχημάτιζαν αριθμούς και πίσω ένα αγόρι ακολουθούσε μια χάρτινη σακούλα. Εφηβικό πάρτι γενεθλίων, μάλλον.

Σήκωσε το χέρι του κι ο τύπος πίσω από τα ταψιά με τις πίτσες ήρθε γρήγορα.

– Μια κοκακόλα, του είπε.

– Δεν έχουμε είπε εκείνος, μόνο πέψι δουλεύουμε κύριε.

– Εντάξει, είπε ο Αριστείδης τείνοντας του ένα κέρμα.

Εκείνος έφυγε βιαστικά και γύρισε κρατώντας την στο χέρι κι αφήνοντας την στο τραπεζάκι.

Ο Αριστείδης, την πήρε στο χέρι και την επεξεργάστηκε. Στην μία πλευρά, το πορτρέτο ενός τύπου με ποδοσφαιρική φανέλα. Από κάτω έγραφε ένα όνομα που δεν το έλεγε τίποτα. Από την άλλη μεριά, έγραφε Μουντιάλ δυο χιλιάδες δεκαοχτώ. Άλλη μια ποδοσφαιρική διοργάνωση, σκέφτηκε. Χορηγίες, χρηματοδοτήσεις, διαφημίσεις, διοργανώσεις σε κάποια πρωτεύουσα γεμάτη από παραγκουπόλεις και φτώχεια.

Την άνοιξε και ήπιε αχόρταγα. Μόλις κατέβασε το κουτάκι, ένα σκυλί είχε πλησιάσει το τραπέζι και προσπαθούσε να πιάσει τα χαρτιά περιτυλίγματος από την πίτσα. Εκείνος τα έπιασε, έβγαλε τα απομεινάρια και τα ακούμπησε κάτω. Το σκυλί, έσκυψε κι άρχισε να τρώει.

Έπειτα, σηκώθηκε και πήρε το δρόμο για το σπίτι. Μόλις σταμάτησε στο φανάρι, ένιωσε κάτι χαμηλά στο πόδι του. Έστρεψε το κεφάλι του. Ήταν το αδέσποτο που μερικά λεπτά πριν έτρωγε τα απομεινάρια από το φαγητό του. Έσκυψε και το χάιδεψε. Εκείνο, έδειχνε συγκατάβαση. Το φανάρι έγινε πράσινο, εκείνος σηκώθηκε κι έκανε να φύγει. Το σκυλί τον ακολούθησε κάνοντας γοργά βήματα πάνω στην διάβαση.

Στο απέναντι πεζοδρόμιο ο Αριστείδης έσκυψε και το χάιδεψε ξανά.

– Δεν έχεις που να πας φιλαράκο ε; ψιθύρισε ρητορικά μέσα από τα δόντια του.

– Άντε, έλα να δούμε τι θα κάνουμε για σένα, είπε κι άνοιξε το βήμα του.

Το σκυλί τον ακολουθούσε κουνώντας την ουρά του. Έφτασαν έξω από την μονοκατοικία του σε μερικά λεπτά. Ο Αριστείδης άνοιξε την μικρή μαύρη καγκελόπορτα και πήγε προς το γκαράζ. Από μια μικρότερη πόρτα μπήκε μέσα και πατώντας ένα διακόπτη ο χώρος φωτίστηκε. Ο σκύλος κοίταζε λες κι επιθεωρούσε το καινούριο του σπίτι.

Ο Αριστείδης πήγε προς ένα καναπέ που ήταν σκεπασμένος μ’ ένα σκονισμένο σεντόνι. Το τράβηξε κι εκείνος αποκαλύφθηκε. Ήταν παλιός. Το έλειπε κι ένα πόδι, ωστόσο έδειχνε να είναι εντάξει.

Κοίταξε τον σκύλο, κι εκείνος χωρίς να αφήσει δευτερόλεπτο, μ’ ένα πήδημα βρέθηκε και κουλουριάστηκε πάνω του.

– Καληνύχτα φιλαράκο, έκανε βγαίνοντας και κλείνοντας την πόρτα.

Ανέβηκε, τις σκάλες κι άνοιξε την εξώπορτα με τα κλειδιά του. Το σαλόνι, βρισκόταν στο ημίφως. Στο μικρό τραπεζάκι μπροστά από τον καναπέ, ένα μπουκάλι ουίσκι κι ένα χαμηλό ποτήρι. Έβγαλε το σακάκι του, το ακούμπησε σε μια πολυθρόνα και πλησίασε την ανοιχτή πόρτα του υπνοδωματίου τους.

Η Χριστίνα είχε κοιμηθεί. Πήγε από πάνω της και πέρασε τα δάχτυλα του από τα μαλλιά της.

Εκείνη κουνήθηκε ελαφρά. Την κοίταξε για λίγο ακόμη κι έκανε να φύγει, όταν άκουσε τη φωνή της να βγαίνει αδύναμα.

– Γύρισες; του είπε. Νόμιζα πως άκουγα γαβγίσματα σκύλου.

Ίσως και να πέρασε κάποιος, προσπάθησε να κοιμηθείς, της απάντησε, ενώ την πλησίασε ξανά για να την σκεπάσει καλύτερα.

Βγήκε από το δωμάτιο και πήγε προς την κουζίνα. Πήρε το ψωμί που είχε περισσέψει το μεσημέρι κι έβγαλε το ένα από τα δυο κουτιά με γάλα που είχε στο ψυγείο. Σήκωσε τα μανίκια του πουκαμίσου του και κατέβηκε να ταΐσει τον σκύλο του.

* Ο Ηλίας Γρούιος είναι εκπαιδευτικός, υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας. Το “Ηλιοτρόπιο” είναι το πρώτο του δημοσιευμένο κείμενο.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα