Ημερολόγιο Ανάγνωσης: ΕΥ-ΠΟ θα πει πολύ ευχαριστημένος.
Πρέπει να το πάρω χαμπάρι πως τα καλοκαίρια δεν τσουλάνε τώρα πια και τόσο ανέμελα...
Εικόνες: Athens Surreal
Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025, Καλαμαριά
Με την Στελίνα την άνοιξη ανακαλύψαμε την Άλκη Ζέη και τη Ζωρζ Σαρή και αυτές μας εισήγαγαν στο καλοκαίρι. Διαβάσαμε το καπλάνι της Βιτρίνας μέσα σε τρία βράδια και παρατηρούσα την μελαγχολική ευφορία που της προσέφερε η ανάγνωση. Με παρακαλούσε να τελειώσουμε το θησαυρό της Βαγίας όταν με έβλεπε να παθαίνω καθίζηση στο κρεβάτι επιστρέφοντας πτώμα από τη δουλειά. Η Στελίνα μέσα από τις σελίδες έπιανε αυτό το ανεπανάληπτο αίσθημα της παιδικής φιλίας και συντροφικότητας, εκείνο τον φόβο των συνένοχων μυστικών που ανεπαίσθητα σε πλέκουν στο νήμα των αναμνήσεων με την παρέα σου για μια ζωή. Εγώ παράλληλα ρούφηξα την αυτοβιογραφία της Ζέη με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο. Τι πυκνή ζωή θεέ μου; Η Ζέη δεν αυτοβιογραφείται ως μια φτασμένη συγγραφέας αλλά με το αίσθημα και τα μάτια ενός παιδιού του οποίου οι κεραίες αντιλαμβάνονται με ευαισθησία και ωριμότητα την μεγάλη ιστορία αλλά και την καθημερινότητα. Σειρά είχαν τα graphic novel Δίπλα στις ράγες και πάλι Το καπλάνι της βιτρίνας της Ζέη σε εικονογράφηση και διασκευή από τις Στέλλα Γεωργίου και Γεωργία Ζάχαρη από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Διάβασα και την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα που πραγματικά με συγκίνησε. Μου μετέδωσε εκείνο το αίσθημα της ματαίωσης μιας ολόκληρης γενιάς αριστερών των οποίων ο βίος προδιαγράφηκε σε ένα πλαίσιο πάλης για μια καλύτερη ζωή. Προσπαθώντας και πιστεύοντας σε ένα καλύτερο κόσμο, θυσιάζοντας μια ολόκληρη ζωή, τη δική τους ζωή, τα δικά τους νιάτα αλλά η ιστορία και το κόμμα τους διέψευσε. «Κανείς από τη γενιά μας δεν πρόλαβε (να γίνει αυτό που ήθελε). Μας προλάβαιναν άλλα. Πόλεμος, Δεκέμβρης, εμφύλιος, δικτατορία. Όλο τα παλιά θυμόμαστε. Μας βαριούνται. Δεν λέμε να τα ξεχάσουμε, είναι όλη μας η ζωή. Πόσες φορές είπαμε να τη φτιάξουμε από την αρχή! Δεν είναι το κουράγιο που μας έλειψε». Αφήσαμε στη μέση για τον Οκτώβριο το μεγάλο περίπατο του Πέτρου.
Έγραψε η Στελίνα για το Καπλάνι. «Το βιβλίο αυτό το αγαπώ, δεν θα το ξεχάσω ποτέ των ποτών. Γιατί το διάβασα με τον μπαμπά μου στο δωμάτιο μου, σκεπασμένοι μέχρι το λαιμό στο κρεβάτι. Πριν κοιμηθούμε τον ρωτάω και με ρωτάει όπως οι δύο αδερφούλες στο βιβλίο ΕΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, για τα συναισθήματα που νιώθουμε. ΕΥ-ΠΟ θα πει πολύ ευχαριστημένη. ΛΥ-ΠΟ σημαίνει πολύ λυπημένη. Όταν διαβάζαμε το βιβλίο είχα μια διαφορετική χαρά. Μια τρελή χαρά.»
Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2025, Κηφισιά (Αττική)
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο μετά τη δουλειά, ανοίγω τηλεόραση. Για αδιευκρίνιστες ψυχολογικές αιτίες που δεν έχω καμία ικανότητα και όρεξη να αναλύσω, ο κυριούλης με το μουστάκι στο telemarketing που διαφημίζει την πατέντα του με το φίλτρο νερού σε λούπα σχεδόν μισής ώρας, μου προσφέρει εξαιρετική διαύγεια και την απαραίτητη επιθυμία να ολοκληρώσω το μυθιστόρημα του Πάνου Θεοδωρίδη η δεξιά ερωμένη από τις εκδόσεις κείμενα. Γνώριζα για αυτό το βιβλίο και το αγόρασα με το που το είδα στη προθήκη του Ιανού όπως αγοράζει κάνεις ένα φυλαχτό. Το βιβλίο ξεκινάει με την ακόλουθη παράγραφο: «Θα διηγηθώ την ιστορία της Δυναμό. Τη θαύμαζα, την ποθούσα, την ερωτεύτηκα, τα φτιάξαμε και χωρίσαμε, τη νοσταλγώ.» Δεν το διάβασα ως μια ερωτική ιστορία ούτε σαν είδος αυτοβιογραφίας. Αλλά ως ένα οδοιπορικό σε μια παρθένα, κοινοβιακή και φιλόξενη Χαλκιδική. Πριν εξελιχθεί σε ένα τόπο προβληματικό. Ως μια προσωπική αρχαιολογία με βαθιά ψυχαναλυτική διάθεση. Δεν κρύβω την αδυναμία μου στη γλώσσα του Θεοδωρίδη. Πόσο με έλκυε αυτή η γλώσσα στα κείμενα του στο οπισθόφυλλο του Αγγελιοφόρου, μια γλώσσα μπολιασμένη με όλη την ιστορία της ελληνικής. Δεν είμαι ειδικός στη συγκριτική λογοτεχνία αλλά νομίζω πως θα ήταν μια καλή ιδέα για ένα φιλόλογο να έμπαινε στη διαδικασία να συνδέσει το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης του Νίκου Γ. Πεντζίκη με την δεξιά ερωμένη. Αυτό το βιβλίο μου θύμισε τη δική μου νιότη. Όταν έφθασα στη Θεσσαλονίκη μαθητής 2ας Λυκείου και πίστευα ακράδαντα πως ζώντας στη πόλη αυτή δεν θα πέθαινα ποτέ. Αν και σε αντίθεση με πολλούς συνομήλικούς μου δεν ήξερα πως ακριβώς να ζήσω. Δυσκολευόμουν να ενταχθώ στο κοινωνικό σώμα της πόλης και η αλήθεια είναι πως ακόμα την ίδια αίσθηση έχω. Φαίνεται πως αυτό το βιβλίο θα με απασχολήσει αρκετά. Αλήθεια, πόσους Πετεφρήδες έχει ακόμη η Θεσσαλονίκη;
Σάββατο 4 Οκτωβρίου, Καλαμαριά
Πρέπει να το πάρω χαμπάρι πως τα καλοκαίρια δεν τσουλάνε τώρα πια και τόσο ανέμελα. Η μικρή Λαγόμανδρα είναι μια θάλασσα μικρή και αυτό μένει από το καλοκαίρι μας. Επιστροφή στη πόλη. Με αποσυντονίζει το φθινόπωρο και δυσκολεύομαι να βρω ρυθμό. Στις βόλτες μας με την Θύμη ο Θερμαϊκός θα ρυθμίσει τον χτύπο της καρδιάς μας. Πάλι η ίδια φαντασίωση από τη Νίκης προς την Αριστοτέλους. Η πλατεία σαν μια γυναίκα ξαπλωμένη με τα πόδια ανοιχτά, ετοιμόγεννη και καθώς θα συνεχίζουμε προς την Μητροπόλεως εκεί που η πλατεία κλείνει, θα νιώθω πως μπαίνουμε στην μήτρα της, επιστρέφοντας ως έμβρυα μέσα της, αναγεννώντας μας. Είπαμε, αυτή είναι η Μητέρα Θεσσαλονίκη, από εκεί προκύπτει πως κανείς δεν μένει χωρίς πατρίδα όσο υπάρχει αυτή η πόλη. Και αργότερα, κάποια Κυριακάτικα βράδια του Οκτώβρη θα ρωτάω τη Στελίνα: – ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ; – ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, θα μου απαντάει μελαγχολικά. Εσύ μπαμπά; – ΕΥ-ΠΟ θα της λέω αλλά θα σκέφτομαι πως την επόμενη θα είναι Δευτέρα.