Ισμήνη Τορνιβούκα: Ο πιο μακρινός πλανήτης που ξέρω
Ισμήνη Τορνιβούκα, Ο πιο μακρινός πλανήτης που ξέρω, Κέδρος, Αθήνα 2013 Ότι η Ισμήνη έχει το σπάνιο χάρισμα του παραμυθά, ότι δηλαδή μπορεί να δημιουργεί ιστορίες από το τίποτα, δεν περίμενα να το επιβεβαιώσω με την κυκλοφορία αυτού του βιβλίου. Δεν χρειαζόταν δα κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο για να αντιληφθώ, όταν την πρωτογνώρισα ότι έχει εμμονή […]
Ισμήνη Τορνιβούκα, Ο πιο μακρινός πλανήτης που ξέρω, Κέδρος, Αθήνα 2013
Ότι η Ισμήνη έχει το σπάνιο χάρισμα του παραμυθά, ότι δηλαδή μπορεί να δημιουργεί ιστορίες από το τίποτα, δεν περίμενα να το επιβεβαιώσω με την κυκλοφορία αυτού του βιβλίου. Δεν χρειαζόταν δα κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο για να αντιληφθώ, όταν την πρωτογνώρισα ότι έχει εμμονή με τη λογοτεχνία, ότι έχει την ικανότητα να πηγαινοέρχεται με παροιμιώδη δεξιοτεχνία από το ρητό στο φανταστικό, με μια ευρηματική ικανότητα να δίνει στο λόγο της μεταφορική, ποιητική αίσθηση. Όταν, λοιπόν, μου εμπιστεύθηκε την πρώτη γραφή του βιβλίου, διαπίστωσα ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που ενεργοποιεί όλες τις αισθήσεις: τη γεύση και την όσφρηση, με το φαγητό να είναι κυρίαρχο στο μυθιστόρημα, την ακοή, με τη μουσική που διατρέχει πολλά σημεία της αφήγησης, την αφή, καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές που θέλησα να αφουγκραστώ τη Μι, (τη βασική ηρωίδα), αλλά και την όραση εξαιτίας της πανδαισίας χρωμάτων που ακτινοβολούν στο βιβλίο.
Στον Πιο μακρινό πλανήτη που ξέρω κυρίαρχος είναι ο έρωτας, αλλά και οι ιστορίες ευρύτερου ενδιαφέροντος, γλυκόπικρες, χιουμοριστικές αλλά και μελαγχολικές. Στο επίκεντρο βρίσκονται οι χωρισμοί, οι φιλίες, ο θάνατος, ιστορίες που θα έλεγα ότι εκφράζουν θαυμάσια αυτό που σε έναν στίχο του ο γνωστός σε όλους μας Μιχάλης Γκανάς συμπυκνώνει ως εξής: «Πάθος είναι η διάρκεια». Κι εδώ μπαίνουμε στο ψαχνό, στον πυρήνα του βιβλίου, όπως τουλάχιστον εγώ το διάβασα: στην ανάγκη, στην επιθυμία του καθενός μας για διάρκεια, για ένα βάθος στη σχέση μας με τα πράγματα, είτε πρόκειται για ανθρώπους, πάνω απ’ όλα, είτε πρόκειται για μουσικές, για βιβλία, για ταινίες, ακόμη και για γεύσεις. Οι ιστορίες αυτές αποτυπώνουν, λοιπόν, στιγμιότυπα μιας ευρύτερης πραγματικότητας, αφού στο κέντρο τους δεν είναι ένα μόνο γεγονός, αλλά ένας προβληματισμός ή ένα συναίσθημα.
Διαβάζω δύο σχετικές προτάσεις από τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου: «Τώρα πια τα ξέρεις όλα. Δεν ξέρω αν περιμένεις κάποιο συμπέρασμα, κάποιο ηθικό δίδαγμα απ’ αυτήν την ιστορία. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες αληθινές ιστορίες, το τέλος δεν έχει κανένα νόημα.»
Καταδεικνύεται ξεκάθαρα ότι δεν είμαστε προετοιμασμένοι να χάσουμε τίποτα και κανέναν, ότι δεν έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε την απώλεια. Η ώριμη αντίδραση είναι η αποδοχή, είναι σημαντικό να αγωνιζόμαστε για την ευτυχία μας, είναι φυσικό άλλοτε να χάνουμε, άλλοτε να κερδίζουμε, αλλά πρέπει πάντα να προχωράμε, να έχουμε το θάρρος, και τη γενναιότητα να προχωράμε. Αυτό είναι το πρόταγμα του μυθιστορήματος, αισιοδοξία, με έντονα κριτική διάθεση. «Όσο και αν ερωτεύτηκα τη Μι με όλη μου την καρδιά, όσο και αν συνέχισα να την αγαπάω, δεν πέθανα μακριά της. Έμαθα να ζω με τον πόνο της απουσίας της, τον συνήθισα-πάγωσα την εικόνα της στο βαθύτερο μέρος της καρδιάς μου και συνέχισα να ζω. Δεν είχα παράπονα από τη ζωή μου.»
Ο Πλανήτης της Ισμήνης υποδεικνύει ότι όλοι είμαστε πάρα πολύ ρευστοί, άσχετα αν προσπαθούμε, για λόγους επιβίωσης, να προβάλλουμε μια πιο στέρεη προσωπικότητα. Ο αγώνας γίνεται για να συγκρατήσουμε αυτήν τη ρευστότητα και να μην διαχυθούμε παντελώς. Οι ήρωες του βιβλίου, λοιπόν, μπλέκονται σε λοξές καταστάσεις, επίτηδες στημένες έτσι, ώστε μέσα από την ακρότητά τους να μπορούν να αναδειχτούν περισσότερο οι αντοχές που κρύβει μέσα της η ατελής ανθρώπινη φύση, με κυρίαρχο πάντα τον έρωτα, που από τη φύση του είναι περιπλανώμενος. Στον Πλανήτη συνυπάρχουν οι επιτυχίες και οι αποτυχίες της προσπάθειας να αμφισβητηθεί η κοινωνική τάξη, να τεσταριστεί ο εαυτός και να βρεθούν οι γραμμές στις οποίες εφάπτονται ο προσωπικός και ο κοινωνικός χώρος.
Σε αυτό το βιβλίο, σημασία δεν έχει τόσο η ευφορία, το ίδιο το πάθος και η έξαψη, αλλά αυτό που αφήνει πίσω του ένας έρωτας που έχει χαθεί, το αποτύπωμά του μέσα στον εσωτερικό μας χρόνο και χώρο. Αυτό που τέλος πάντων κρατούμε μέσα μας σαν φυλαχτό. Και αυτό επιτυγχάνεται με την παραστατικότητα που χαρακτηρίζει τις αφηγήσεις, οι οποίες παραμένουν λιτές, χωρίς να αποστερούν τη γλώσσα από τη συγκίνηση που δημιουργεί στον αναγνώστη μια αίσθηση σπιρτάδας και θερμότητας.
Το μυθιστόρημα υποχρεώνει έμμεσα τον αναγνώστη να δει τις ιδεολογικές, ρεαλιστικές και θεατρικές παραμέτρους του και να επικεντρώσει τις παρατηρήσεις του στη σκηνογραφία, στη σκηνοθεσία και στους χαρακτήρες του. Ο αναγνώστης, γοητευμένος, συμμετέχει στη διαδικασία και, υιοθετώντας την οπτική του αφηγητή έχει, συχνά, την ψευδαίσθηση ότι συμμετέχει και ο ίδιος στα γεγονότα, υπό βροχή και με υγρασία στο α’ μέρος του βιβλίου, κάτω από τον καυτό ήλιο στο β΄ μέρος και εκτεθειμένος στους ανέμους στη συνέχεια. Υπάρχει ρυθμός, πολύ σημαντικό αυτό αλλά και σπάνιο πλέον στα μυθιστορήματα, η γραφή είναι συχνά κινηματογραφική και έχει κανείς την αίσθηση ότι το μυθιστόρημα περικλείει εντός του πολλά μικρά διηγήματα.
Διαβάζω μία ακόμη πρόταση του βιβλίου: «Κάθε άνθρωπος, νομίζω, έχει μια ιστορία να πει, μια αληθινή ιστορία που είναι κρυμμένη κάπου πολύ πολύ βαθειά». Αυτή είναι η αφορμή. Στο βιβλίο σκιαγραφείται μια ζώσα κοινωνία, περιγράφεται ακόμη και ο ήχος της σιωπής, αναμετρώνται οι χαμένες ευκαιρίες, οι χαμένες στιγμές, αλλά και ο χρόνος που περνά ανεπιστρεπτί. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα βιβλίο με φρέσκια γραφή, για ένα βιβλίο που αναρωτιέται τι σημαίνει να ζεις σ’ έναν σύνθετο κόσμο, που γίνεται ακόμα πιο σύνθετος και ενδιαφέρων όσο περνά ο καιρός. Για ένα μυθιστόρημα το οποίο σκιαγραφεί την ιστορία μιας συλλογικής ανησυχίας που δεν έχει απάντηση και δεν έχει τέλος. Για ένα μυθιστόρημα που είναι γραμμένο με ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος, και με καυστικό χιούμορ, με διεισδυτική οξυδέρκεια και αφηγηματική δεινότητα.