Καθημερινές ιστορίες θεσσαλονικιώτικης τρέλας
Λέξεις: Γιώργος Γκόζης Ο Γιώργος Γκόζης είναι γέννημα, θρέμμα Σαλονικιός. Γεννήθηκε εδώ το 1970 και σπούδασε Θεολογία στο Α.Π.Θ., με μεταπτυχιακό τίτλο στην Εκκλησιαστική Ιστορία, Χριστιανική Γραμματεία, Αρχαιολογία και Τέχνη, και ειδίκευση στην Αγιολογία. Έκανε στροφή 360 μοιρών και εδώ και χρόνια εργάζεται στον χώρο της ναυτιλίας. Εκείνο που δεν σταμάτησε ποτέ να κάνει είναι να […]
Λέξεις: Γιώργος Γκόζης
Ο Γιώργος Γκόζης είναι γέννημα, θρέμμα Σαλονικιός. Γεννήθηκε εδώ το 1970 και σπούδασε Θεολογία στο Α.Π.Θ., με μεταπτυχιακό τίτλο στην Εκκλησιαστική Ιστορία, Χριστιανική Γραμματεία, Αρχαιολογία και Τέχνη, και ειδίκευση στην Αγιολογία. Έκανε στροφή 360 μοιρών και εδώ και χρόνια εργάζεται στον χώρο της ναυτιλίας. Εκείνο που δεν σταμάτησε ποτέ να κάνει είναι να περπατά και να ζει την πόλη του. Από αυτές του τις προσωπικές περιπλανήσεις γεννήθηκαν τα διήγηματά του. Κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα σουηδικά. Το διήγημά του “Νυχτερινός στο Βάθος” βραβεύτηκε στον διαγωνισμό διηγήματος της Ελευθεροτυπίας 2001.
1. “Αφήστε με να ολοκληρώσω”, λοιπόν. Τί ακριβώς είναι αυτό που πρέπει να ολοκληρωθεί;
Τίποτα με το ζόρι, τίποτα με το στανιό, τίποτα ντε και καλά. Έχω εξοβελίσει από το λεξιλόγιό μου και -προσπαθώ διαρκώς- από τη ζωή μου ως πράξη, το “πρέπει” και το “δεν πρέπει”. Βαδίζοντας αναγωγικά με την όπισθεν και για να εξηγήσω σε μένα τί σημαίνει “πρέπει”, υποβάλω μία και μόνη ερώτηση: “Γιατί; να πρέπει ή να μην πρέπει;”.”. Έτσι ακριβώς, με κεφαλαίο Γάμα και ερωτηματικό, αλλά με πιο πολλά λόγια, περιφραστικά. Για παράδειγμα, ρωτάω: “Για ποιό λόγο;” ή: “Τί εννοείς;” ή: “Δεν το κατάλαβα καλά, μου το εξηγείς λίγο περισσότερο σε παρακαλώ;”. Από τις απαντήσεις που έχω πάρει μέχρι σήμερα, δικές μου και μη, διαπίστωσα πως “πρέπει” σημαίνει την εικόνα που θέλουμε να έχουν οι άλλοι για μας. Να είμαστε δηλαδή αρεστοί: Καλοί φίλοι, καλοί μαθητές, καλοί γονείς, καλοί γιοί και κόρες, καλά παιδιά. “Πρέπει” λοιπόν σημαίνει καραμπινάτα την ανθρώπινη μοναξιά. ‘Πρέπει” σημαίνει φωναχτά “μη μ’ αφήνεις μόνο”. Και μέσα σε όλο αυτό, πού είμαι εγώ; Πού είσαι εσύ; Κι εμείς; Πού είμαστε εμείς; Για τον λόγο αυτό, στα βιβλία μου δεν θα δείτε πουθενά τη συγκεκριμένη λέξη. Επομένως, ακόμα κι δεν ολοκληρωθεί κάτι συγκεκριμένο, δε χάλασε κι ο κόσμος.
2. Διηγήματα που αφορούν χαρακτήρες. Λαϊκοί ήρωες κινούνται στα διηγήματά σου. Οι χαρακτήρες είναι αυτοί που σε ελκύουν ώστε να μπεις στη διαδικασία της γραφής ή η πλοκή της ιστορίας;
Ε, πώς! Κυκλοφορούν κι εφοπλιστές και πρίγκιπες και υπουργοί και χειρουργοί ουρολόγοι και ιατροδικαστές και πελαργοί ροζ, γαλάζιοι και πράσινοι! Ήρωες και αντιήρωες! Ναι, ελκύομαι κατά τεκμήριο από τους χαρακτήρες, από το “ποιός” δηλαδή και όχι από το “τί”. Ναι, προτιμώ τα πρόσωπα. Εκκινώ από το ανθρώπινο πρόσωπο ως ολότητα, παρά από μία πλοκή που από μόνη της θα ήταν αντικειμενοποιημένη. Οι άνθρωποι κινούν τα πάντα, αυτοί δημιουργούν τις ιστορίες. Η πλοκή θα ακολουθήσει, θέλει-δε θέλει.
3. Τα διηγήματά σου αφορούν στην πλειοψηφία τους στην πόλη σου. Οι χαρακτήρες σου είναι αναγνωρίσιμοι και ανήκουν στις «φυλές» της πόλης. Άραγε μπορούμε να τους φανταστούμε να ζουν κάπου αλλού;
Έχετε δίκιο. Μεγάλο μέρος του βιβλίου αφορά την πόλη ως γενέθλιο τόπο και τους ανθρώπους της. Σταθερά σημεία αναφοράς και τα δύο. Είναι το δικό μου υπόβαθρο ως σήμερα. Αν και ο ωραίος εκείνος μπαγιάτης, ως πρότυπο, έτσι όπως τον περιγράφω στα διηγήματά μου και έτσι όπως τον έζησα, απλώς αποδεκατίστηκε αργά και συστηματικά. Για το μέλλον, δεν ξέρω. Σε έναν κόσμο δίχως βεβαιότητες, ίσως μετοικήσουν εκείνοι, ίσως εγώ. Αν φύγω πρώτος πάντως, θα τους πάρω μαζί μου. Τους κουβαλάω μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια. Δεν κάνει.
4. Πόσο άλλαξαν αυτές οι φυλές στη διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων;
Απερίγραπτα πολύ. Από μουσειακή άποψη, αυτό θα ήταν μία εξαιρετική συγκυρία: να τις βαλσαμώσουμε στο μουσείο της συλλογικής μας μνήμης και να παρελθοντολογούμε, ωραιοποιώντας ας πούμε τις βρωμερές φυλές της εποχής του Εθνικού Διχασμού του ’89 ή εξαίροντας τα χτενίσματα της ποπ κουλτούρας. Από δυναμική άποψη όμως, το μέλλον μας είναι αυτές οι νέες, οι αστεράτες, οι φωτοβολιδάτες, οι απαστράπτουσες ηθικής, οι τόσο εξελιγμένες φυλές των νέων παιδιών, οι οικουμενικοί Έλληνες. Για τις φυλές αυτές δεν ανησυχώ, τις εμπιστεύομαι απεριόριστα. Εκείνους που διαχρονικά δε σέβομαι καθόλου κι ούτε και τους λυπάμαι καθόλου, είναι οι φύλαρχοι. Αδιαβάθμητα ολίγιστοι εδώ και τρεις δεκαετίες. Ο Θεός να τους αναπαύσει.
5. Ποια είναι Θεσσαλονίκη που αγαπάς εσύ;
Η Θεσσαλονίκη της άνοιξης και του Σεπτέμβρη. Η πόλη που δε φοβάται το Καινούριο. Που είναι ανοιχτή στο Διαφορετικό. Εκείνη που πιστεύει στον εαυτό της. Η πόλη όπου συμβιώνει αρμονικά το παλιό με το νέο, η Μαθητεία στη ζωή. Μια πόλη ανοιχτή. Δίχως συνδικαλιστικές παθογένειες και εξοντωτικό κρατισμό. Σκηνικό θεάτρου. Δημόσιος χώρος. Η πόλη των δημιουργών. Η πόλη με όλη αυτή την τεράστια δύναμη που κατέχουν με ήρεμο τρόπο και δίχως καθόλου στόμφο πολλοί από τους κατοίκους της.
6. Δεκατρία χρόνια μεσολάβησαν από το πρώτο σου βιβλίο. Τί σε καθυστέρησε τόσο πολύ;
Για την ακρίβεια δώδεκα. Ήταν μια δεκαετία που μας πήρε και μας σήκωσε σε ένα στρεβλό σύμπαν υλισμού, στο οποίο υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν ανήκαμε. Μαζί κι εμένα. Πολλά “πρέπει” και “δεν πρέπει”. Πολλές στρεβλές πεποιθήσεις, όπως λεφτά να βγάλω, ανθρώπους να βάλω σε τάξη, μια καριέρα να ακολουθήσω, πού καιρός για γράψιμο; Ώσπου το βιβλίο της ζωής μου, μού έδειξε ξεκάθαρα πως ήταν απαραίτητο να γυρίσω σελίδα, να μηδενίσω το κοντέρ, να αρχίσω και πάλι από την αρχή, πάμπλουτος χρεωκοπημένος και να ΄μαι πάλι!
7. Κρίση στο βιβλίο. Πιστεύεις ότι έχει να κάνει άμεσα με την οικονομική κρίση. Ή υπάρχουν «βαρύτεροι» λόγοι;
Η επικρατούσα άποψη αναλώνεται στις πτυχές της οικονομικής κρίσης. Η δική μου άποψη είναι πως πρόκειται συνολικά για κρίση ήθους. Το βιβλίο δε θα μπορούσε να εξαιρεθεί από αυτό. Ως καταναλωτικό αγαθό, σαφώς και βάλλεται από τους όρους της ελεύθερης αγοράς, όπως χιλιάδες άλλα προϊόντα και υπηρεσίες. Όλες οι κυβερνήσεις το αντιμετωπίζουν όπως το νερό στο σουρωτήρι: ό,τι μείνει, αλλά αυτό είναι συνολικό έλλειμμα του κράτους μας προς έναν εθνικό σχεδιασμό για τον πολιτισμό, στον οποίο εντάσσεται και το βιβλίο. Ως παρακολούθημα ηθικής όμως, οφείλεται κατά κύριο λόγο σε μας τους ίδιους που δε διαβάζουμε: το 40% του πληθυσμού, με βάση στοιχεία του ΕΚΕΒΙ του 2011, έχει να ανοίξει βιβλίο από την εποχή που πήγαινε σχολείο. Κανένα Μνημόνιο Κατανόησης δεν ευθύνεται γι΄αυτό.
8. Σπούδασες Θεολογία, το επάγγελμά σου έχει τελείως άλλη κατεύθυνση, είσαι ναυτικός πράκτορας. Συγχρόνως συγγράφεις. Αν ξεκινούσες ξανά απ΄ την αρχή ποιο απ΄ τα όνειρά σου θα ακολουθούσες;
Το “αν” είναι μια ευχετική υπόθεση κι εγώ θέλω να πατάω γερά στα πόδια μου. Ό,τι έγινε, έγινε και αυτό με διαμόρφωσε. Με μια πρώτη ματιά, είναι αντιφατικά, δε λέω, όλα όσα έκανα και κάνω στην ως τώρα ζωή μου. Όταν τα δεις όμως εποπτικά, κατευθύνονται με μεθοδικό τρόπο σπειροειδώς προς τα άνω, μια Ατέρμων Σπείρα. Είναι όλα εγώ, είμαι όλα εγώ. Όνειρα κάνω πολλά, μικρά και μεγάλα, εκεί στον ουρανό, τον φυσικό μου χώρο κατά πως λέει και το ζώδιό μου, αλλά αυτό που προσπαθώ καθημερινά εδώ στη γη με όλη μου τη δύναμη είναι να μη χάνω τα μικρά, τα φαινομενικά ασήμαντα, εκείνα που νοηματοδοτούν την ύπαρξη μου: τις στιγμές με τους φίλους μου, τη Μαρία, τα παιδιά μας, μια βόλτα στην πόλη, έναν καφέ στα πεταχτά, το διάβασμα. Όμως κι από την άλλη, αντί να ονειρεύομαι να πραγματοποιηθούν όλα μου τα ωραία όνειρα, γιατί να μην τα εκβιάσω να συμβούν;