Κλαίρη Θεοδώρου: Οφείλεις στους αναγνώστες σου να είσαι ειλικρινής
Η Κλαίρη Θεοδώρου δεν ωραιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις και δηλώνει πως όλοι οι ήρωες της έχουν θραύσματα του ευατού της.
Η Κλαίρη Θεοδώρου γεννήθηκε στην Ελλάδα και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Γερμανία. Ζει στην Αθήνα με τον άντρα της και τα τέσσερα σκυλιά τους και λατρεύει τα ταξίδια. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και έχει πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στη Διδακτική Ξένων Γλωσσών και την Εκπαιδευτική Αξιολόγηση. Επίσης έχει σπουδάσει φωτογραφία κι έχει εργαστεί ως φωτογράφος και συντάκτρια σε ελληνικά περιοδικά. Σήμερα εργάζεται σε σχολεία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα ασχολείται με την καλλιτεχνική φωτογραφία, συμμετέχοντας σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Η Αποικία της Λήθης είναι το τρίτο μυθιστόρημά της. Κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία της Salvadera και Globus.
Πως προέκυψε το ενδιαφέρον σας για ένα τόσο συγκεκριμένο και “δύσκολο” θέμα;
Το ενδιαφέρον μου για το Ψυχιατρείο της Λέρου και τις ιστορίες που κρύβονταν πίσω του, ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν, όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά το νησί στα δεκαοχτώ μου. Το Θεραπευτήριο άσκησε πάνω μου μια παράξενη, ακαταμάχητη γοητεία και ως αποτέλεσμα – καθότι ήδη από τότε κυκλοφορούσα πάντα με μια φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στο λαιμό μου – άρχισα να το φωτογραφίζω μανιωδώς. Είχα νιώσει από την πρώτη ματιά πως ο τόπος αυτός ζητούσε, απαιτούσε σχεδόν κάτι από μένα, κάτι που έμελλε να μεταφερθεί στο χαρτί μετά από αρκετά χρόνια και πολλές ακόμα επισκέψεις στη Λέρο. Αυτό όμως που πραγματικά με συγκλόνισε και που αποτέλεσε και την αφετηρία του συγκεκριμένου έργου, ήταν το γεγονός, ότι συχνά κατέληγαν στην “Αποικία Ψυχασθενών Λέρου”, όπως ήταν η πρώτη ονομασία του θεραπευτηρίου, άτομα που δεν είχαν καμία ψυχική ασθένεια. Επρόκειτο στην ουσία για περιπτώσεις που η ίδια η οικογένεια τους ήθελε να “εξαφανίσει”, κυρίως προκειμένου να αποφύγει τον κοινωνικό στιγματισμό και την ντροπή που της προκαλούσαν. Κατέληγαν λοιπόν στη Λέρο άτομα με πολύ σοβαρά οικογενειακά μυστικά, νέοι με παραβατική συμπεριφορά, όπως ναρκομανείς ή κλέφτες, άνθρωποι με βαριά σωματική αναπηρία ακόμα και κάποιοι, που έπρεπε να «εξαφανιστούν» λόγω κληρονομικών διαφορών. Εύκολα εξασφαλίζονταν τα απαραίτητα πλαστά χαρτιά που αποτελούσαν εισιτήριο χωρίς επιστροφή σε αυτήν την κόλαση του Δάντη. Κάπως έτσι και σε συνδυασμό και με μερικά ακόμα ερεθίσματα, γεννήθηκε μέσα μου η ιστορία της «Αποικίας της Λήθης».
Το θέμα του βιβλίου σας ήταν μέχρι πρόσφατα ένα θέμα taboo για την ελληνική κοινωνία. Σκεφτήκατε ποτέ ότι θα πρέπει να εξιδανικεύσετε ορισμένες καταστάσεις για να είναι λιγότερο σκληρές για τους αναγνώστες;
Όχι. Νομίζω πως οφείλεις στους αναγνώστες σου όπως και στον ίδιο σου τον εαυτό να είσαι ειλικρινής και να μην ωραιοποιείς πρόσωπα και καταστάσεις απλά και μόνο για να γίνεις αρεστός. Ως εκ τούτου θεωρώ λοιπόν πως, όταν αντιμετωπίζεις τόσο το θέμα που προσεγγίζεις όσο και το κοινό στο οποίο απευθύνεσαι με τον απαραίτητο σεβασμό, δεν χρειάζεται να “στρογγυλέψεις” τίποτα. Η αλήθεια πρέπει κι αξίζει να λέγεται, ακόμα και αν δεν είναι πάντα ευχάριστη
Υφίσταται για εσάς ιδανικός αναγνώστης. Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά του;
Το βασικό του χαρακτηριστικό είναι η αγάπη του για το βιβλίο και τη λογοτεχνία και η ανάγκη του να εξελιχθεί και να ανοίξει τους ορίζοντες του μέσα από την ανάγνωση. «Ιδανικός» είναι λοιπόν, στα δικά μου μάτια τουλάχιστον, ο αναγνώστης που έχει κριτική ικανότητα, που δεν μπορεί να φανταστεί την ύπαρξη του χωρίς ένα βιβλίο στο κομοδίνο του, που είναι ανοιχτός σε καινούρια πράγματα και σε διάφορα λογοτεχνικά είδη, που δεν είναι “κολλημένος” σε στερεότυπα, που ζει και ανακαλεί στο μυαλό του αυτά που διάβασε ακόμα και τις στιγμές που δεν έχει το βιβλίο στα χέρια του, που ξέρει να αγαπά και να απολαμβάνει την κάθε ώρα και στιγμή.
Τι σας κέρδισε στην μυθοπλασία; Γιατί επιλέξατε να εκφραστείτε με αυτόν τον τρόπο;
Η συγγραφή δεν ήταν επιλογή, ήταν περισσότερο ψυχική ανάγκη για μένα. Έγραφα πάντα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, από παιδάκι στην ουσία. Πρόκειται για έναν τρόπο έκφρασης απαραίτητο στην καθημερινότητά μου, ζωτικής σημασία για την περαιτέρω εξέλιξη μου ως άνθρωπος. Απλά ποτέ ως ένα σημείο δεν είχα σκεφτεί να προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα, να επικοινωνήσω μέσα από τα γραπτά μου με τον κόσμο. Σε κάποια πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής μου, το 2007, έπεσα στη συγγραφή με τα μούτρα. Είχα ανάγκη να ξεχαστώ, να βυθιστώ σε έναν κόσμο διαφορετικό, ξένο στα προβλήματα της καθημερινότητάς μου. Και κάπως έτσι η μια σελίδα έφερε την άλλη και γεννήθηκε το πρώτο μου μυθιστόρημα με τον τίτλο “Salvadera”. Και με αυτό το βιβλίο άνοιξε στην ουσία για εμένα ένας δρόμος. Γιατί πλέον η ανάγκη μου να γράφω έπαψε να είναι απλά εσωτερική, τώρα πια τα γραπτά μου είχαν βγει στον έξω κόσμο.
Όταν γράφετε για σχετικά μακρινούς σε σχέση με τον δικό σας ψυχισμό ήρωες, σας “παιδεύουν” ή το βρίσκετε απελευθερωτικό;
Γενικότερα η συγγραφή είναι μια απόλυτα λυτρωτική και ψυχοθεραπευτική διεργασία για μένα. Όλοι οι ήρωες μου, όσο μακρινοί κι αν φαίνονται από τη δική μου πραγματικότητα, φέρουν στοιχεία του εαυτού μου, θραύσματα της προσωπικότητας μου. Δένομαι μαζί τους σαν να ήταν υπαρκτά πρόσωπα και στη διάρκεια της «συνύπαρξης» μας αισθάνομαι κι εγώ μαζί τους τα πάντα. Έτσι λοιπόν άλλοτε πονώ με τις λύπες τους και χαίρομαι με τις χαρές τους και άλλοτε θυμώνω με τις κακές τους επιλογές και απογοητεύομαι με τις αδυναμίες τους ή θαυμάζω το σθένος και εμπνέομαι από τη δύναμη της ψυχή τους.
Το μήνυμα κάθε έργου σας μεταφέρεται μέσω των ηρώων ή μέσω της ατμόσφαιρας του;
Μέσα σε κάθε λογοτεχνικό έργο υπάρχουν πάντα πολλά μηνύματα που εκλαμβάνονται με ποικίλους τρόπους από τους αναγνώστες. Φυσικά και παίζουν καθοριστικό ρόλο σε αυτό η ατμόσφαιρα και οι ήρωες ενός βιβλίου, το τι θα νιώσει όμως ο καθένας διαβάζοντας κάτι και το αν θα καταφέρει το συγκεκριμένο ανάγνωσμα να αγγίξει την ψυχή του ή όχι, είναι πολλές φορές υποκειμενικό και εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες, όπως η ψυχοσύνθεση του καθενός, τα βιώματα και η προσωπικότητα του, οι καθημερινές του συνήθειες ακόμα και η φάση στην οποία βρίσκεται τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή της ζωής του.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Λέρος 1975. Ένα αρματαγωγό του Πολεμικού Ναυτικού προσεγγίζει το λιμάνι του μικρού, ακριτικού νησιού. Μέσα του, δεμένοι χειροπόδαρα, άντρες και γυναίκες, επιβάτες σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή με προορισμό την «Αποικία», όπως αποκαλούν οι ντόπιοι το ίδρυμα, που, παρά την αποστροφή που τους προκαλεί, τους εξασφαλίζει το ψωμί τους.
Ανάμεσα στα ανθρώπινα ράκη που καταφθάνουν στο νησί είναι και ο δεκαεξάχρονος Άλκης. Ο δικός του εγκλεισμός όμως, όπως και κάποιων άλλων που νοσηλεύονται στη Λέρο, ουδεμία σχέση έχει με κάποια ψυχική ασθένεια. Οικογενειακά μυστικά που δεν μπορούν να βγουν στο φως της συντηρητικής κοινωνίας, ανίερα ερωτικά πάθη και αναπηρίες κάθε μορφής θάβονται εκεί μια για πάντα. Άνθρωποι ξεγραμμένοι, με το κλειδί της τύχης τους πεταμένο στα αζήτητα, καλούνται να συμβιώσουν σε ένα περιβάλλον εχθρικό και τρομακτικό συνάμα.
Χρόνια αργότερα, η νεαρή Έλλη προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεδιαλύνει το θολό παρελθόν της οικογένειάς της. Εγκλωβισμένη σε έναν κυκεώνα σκοτεινών μυστικών, αμφιταλαντεύεται μεταξύ αλήθειας και ψέματος, έρωτα και απελπισίας. Η Έλλη παλεύει να καταλάβει, να συγχωρέσει, να προχωρήσει. Μονάχα όμως η αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι, μπορεί να της χαρίσει μια φυσιολογική ζωή. Γιατί «είναι πολύ άσχημο να μην έχει κανείς μέλλον, είναι όμως κυριολεκτικά αφόρητο το να μην έχει παρελθόν».