Ο κλήρος της τρικυμίας
Το νέο μυθιστόρημα του Παύλου Κάγιου.
Λέξεις: Βούλα Παλαιολόγου
Ο κλήρος της τρικυμίας
ένας αιρετικός έρωτας στα χρόνια της κατάρας
νέο μυθιστόρημα του Παύλου Κάγιου
Ποιος αποφασίζει στη ζωή μας; Εμείς ή όλα είναι γραμμένα στο τυχερό ή άτυχο αστέρι μας; Τί φταίει για τα βάσανά μας; Άραγε μπορούμε να αποφύγουμε τη μοίρα; Να την ξεγελάσουμε ή να την νικήσουμε; Γιατί το ανθρώπινο γένος να είναι καταδικασμένο, δέσμιο ενός παρελθόντος, συχνά ανεξερεύνητου, συνήθως σκοτεινού και σχεδόν πάντα αήττητου; Άραγε «μια ζωή θα νοσταλγούμε εκείνα που δεν ζήσαμε»; Πώς θα τα βγάλουμε πέρα με την αιώνια ύβρη;
Αυτός, γόνος μεγαλοαστών, καλοαναθρεμένος πλην μοναχικός. Αποκομμένος από ένα οικογενειακό περιβάλλον και μια διαθήκη που επί δεκαετίες κρατάει αιχμάλωτο το τρανό σόι του, επιλέγει τη σιωπή, που γίνεται «ανιχνευτής της φύσης του και ο καλύτερος σύμβουλός του», και την τέχνη, που δίνει λόγο στη σιωπηλή και άνευρη ζωή του.
Αυτή, αερικό κι αγριοκάτσικο. Απαρνημένη από γονείς κι αλλιώτικα «γραμμένη» στο πρόσωπο», έρχεται «από τη μεριά της αστραπής». Μετανάστης, περιπλανώμενη αμαζόνα. Αδικημένη, κυνηγημένη, μα αδάμαστη, αντιμάχεται το πεπρωμένο, παραμερίζει τα δεδομένα, διεκδικεί τις χαμένες ευκαιρίες.
Αυτός, ένα σύννεφο, πως λέει το τραγούδι, αυτή ένας καημός… Ο Θόδωρος, του Μάρκου και της Ισμήνης, της νομικής και των κινηματογραφικών σπουδών, αφήνει πίσω του το άνευρο, μουντό φόντο της χρεωκοπημένης Ελλάδας, συναντά στη Νέα Υόρκη την Ιωάννα της Τούμπας, της οδού Ολύμπου και των θετικών επιστημών, και εξαφανίζεται στην αγκαλιά της. Εκεί «βρίσκει σωτηρία στην πονεμένη αιωνιότητα του χαμόγελού της, στην απεραντοσύνη του υγρού βλέμματός της».
Κουβαλώντας αμαρτίες γονέων, αγνοούν και οι δυό πως «μέσα στης τύχης θα πιαστούν τη μήτρα». Το θαμπό παρελθόν βρίσκει ρωγμές και διεισδύει στη ζωή τους, ξεσκεπάζοντας οικογενειακές συνωμοσίες και ψέματα. Οι αλήθειες που ξεβράζει τους κρατούν για πάντα κάτω από το δόρυ τους. Θα τολμήσουν να πάνε κόντρα στη μοίρα; Ή θα υποταχθούν στην ύβρη που προκάλεσε η πράξη ενός «Οιδίποδα εχθρού», ενός πατέρα που «βίασε» το πεπρωμένο τους όταν γεννιόντουσαν; Μπορεί το τραύμα να γεννήσει ελπίδα; Μήπως, όπως λέει και ο θείος Ξενοφών της ιστορίας, «έτσι κι αλλιώς ό,τι υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο, υπάρχει ανεξάρτητα από τη δική μας γνώμη»;
Περιγράφοντας μια σύγχρονη ιστορία ενός απαγορευμένου -από ανθρώπους και …θεούς- έρωτα, ο Παύλος Κάγιος* στο έκτο του κατά σειρά μυθιστόρημα, Ο κλήρος της τρικυμίας, υπογράφει ένα υπαρξιακό, συχνά ψυχαναλυτικό πόνημα, ίσως το πιο ακραίο, όπως ο ίδιος λέει, το πιο τολμηρό του. Αντλώντας έμπνευση από απλές κι όμως αρχέγονες, καθημερινές ωστόσο θεμελιώδεις και πάντα επίκαιρες διαπιστώσεις για το αβάσταχτο βάρος που κληρονομούμε από τους προκατόχους μας, ο συγγραφέας περιγράφει μια ιστορία αγάπης δέσμιας σε γονιδιακές κατάρες και συγκρούσεις στα όρια του τραγικού.
Όταν δεν ξέρεις πού πας, κοίτα από πού έρχεσαι, λέει μια αφρικάνικη παροιμία, στην οποία καταφεύγει ο συγγραφέας αναζητώντας απαντήσεις για τους ήρωές του. Τελικά, πόσο αυτόβουλοι μπορούμε να είμαστε, πώς θα ζήσουμε τη ζωή μας χωρίς να μπορούμε να την ορίσουμε εμείς οι ίδιοι; Όταν το χρέος που μας άφησαν οι πατεράδες μας είναι μη …βιώσιμο; Τελικά υπάρχει σωτηρία χωρίς αυτογνωσία;
Η υπόθεση
Ο Θόδωρος και η Ιωάννα, δύο τριαντατριάχρονοι, ερωτεύονται με την πρώτη ματιά, αγνοώντας πως «μέσα στης τύχης θα πιαστούν τη μήτρα» κουβαλώντας αμαρτίες γονέων. Η Ιωάννα έρχεται «από τη μεριά της αστραπής», είναι απαρνημένη από γονείς κι αλλιώτικα «γραμμένη» στο πρόσωπο. Ο Θόδωρος, αν και πλουσιόπαιδο, αισθάνεται να ’χει γεννηθεί λειψός και αποκομμένος. Πνίγεται με τους καβγάδες στην οικογένειά του για μια διαθήκη του προπάππου του –που επί δεκαετίες κρατάει αιχμάλωτους τους κληρονόμους– και φεύγει στο εξωτερικό.
Γνωρίζοντας την Ιωάννα στη Νέα Υόρκη, αισθάνεται να συναντά αυτό που του λείπει από τη ζωή. Και βρίσκει σωτηρία στην πονεμένη αιωνιότητα του χαμόγελού της, στην απεραντοσύνη του υγρού βλέμματός της. Το αμαρτωλό παρελθόν όμως επιστρέφει και εισβάλλει στη ζωή τους, ξεσκεπάζοντας οικογενειακές συνωμοσίες και ψέματα. Αποκαλύπτονται μυστικά που γίνονται δεσμά γι’ αυτούς και τον καρπό του «παράνομου» έρωτά τους.
Θα τολμήσουν να πάνε κόντρα στη μοίρα; Ή θα υποταχθούν στην ύβρη που προκάλεσε η πράξη ενός «Οιδίποδα εχθρού», ενός πατέρα που «βίασε» το πεπρωμένο τους όταν γεννιόντουσαν;
*Ο Παύλος Θ. Κάγιος γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε κινηματογράφο και εργάστηκε επί σειρά ετών (1984 – 2010) στο πολιτιστικό ρεπορτάζ (κινηματογράφος – θέατρο) της εφημερίδας Τα Νέα.
Το πρώτο του διήγημα κυκλοφόρησε το 1970. «Ήμουν δεν ήμουν 19 χρονών όταν δημοσιεύτηκε το πρώτο μου διήγημα από τις εκδόσεις Κάλβος, με τίτλο «διήγημα ‘70», ύστερα από ένα διαγωνισμό που είδα και το έστειλα χωρίς να γνωρίζω κανένα. Από παιδί, οι εικόνες γίνονταν λέξεις μέσα μου και οι λέξεις εικόνες. Λογοτεχνία και κινηματογράφος ήταν τα πρώτα εξωσχολικά ερεθίσματα που τράβηξαν την περιέργειά μου που αργότερα, στα 14 μου καλοκάθισαν μέσα μου κι έγιναν της ψυχής μου το παράθυρο από το οποίο αγνάντευα τον κόσμο με δέος και φόβο… Από έφηβος, το σινεμά και η ανάγνωση μυθιστορημάτων, ήταν οι μεγάλες μου αγάπες. Θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου και νιώθω ευτυχής που κατάφερα να ασχοληθώ στη ζωή μου και με τα δύο».
Ο κλήρος της τρικυμίας είναι το έκτο του μυθιστόρημα. Έχει επίσης εκδώσει τα: Και ξαφνικά χιόνισε χρόνια (1995), Σε είδα να ’σαι αόρατος (2000), Δεν υπάρχει ελευθερία μακριά σου (2004), Και με κλειστά μάτια θα βλέπω (2009), Μη μ’ αφήσεις να χαθώ (2013), όλα στις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Ο Παύλος Κάγιος βρίσκεται αυτές τις μέρες στη Θεσσαλονίκη για να παρουσιάσει στο κοινό της πόλης το νέο του βιβλίο.