Μια βραδιά του Μάρτιν Βάλζερ στη Θεσσαλονίκη

Έφυγε πλήρης ημερών ο Μάρτιν Βάλζερ, από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Γερμανούς πεζογράφους.

Parallaxi
μια-βραδιά-του-μάρτιν-βάλζερ-στη-θεσσα-1041324
Parallaxi

Τώρα που αποχώρησε για το άγνωστο και ο Μάρτιν Βάλζερ, αναρωτιέται κανείς τι μένει από έναν σημαντικό συγγραφέα του 20ού αιώνα. Σίγουρα το ήθος της πρόζας του, στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ταπεινοί ήρωές του, αυτοί για τους οποίους έχυσε πολύ μελάνι στο ωκεάνιο έργο του, οι αποτυχημένοι, οι κακομοίρηδες, αυτοί που δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στις περιστάσεις, οι αντίποδες των ωραίων της ημέρας. Το έργο του είναι μνημείο των ταπεινών. Από τον Βάλζερ μένουν επίσης οι παρεμβάσεις του στη δημόσια συζήτηση εδώ στη Γερμανία, γιατί ήταν συχνά αναπάντεχες, ανεξάρτητες από κάθε πολιτικό καθωσπρεπισμό, αλλά πάντα απόρροια ενός υπόγειου σφυγμού στη Γερμανία.

Παρά το ότι ανήκε σε μια παλιότερη γενιά, εξέφρασε γύρω στο 2000 τον πόθο των νεαρών Γερμανών να διατηρήσουν τη μνήμη του Άουσβιτς αλλά να αποτινάξουν την ενοχή που τους βάραινε σχεδόν προκαταβολικά. Ήταν η εποχή που και ο άλλος μεγάλος της εποχής του, ο Γκύντερ Γκρας, έθιγε για πρώτη φορά και τα δεινά που υπέστη ο γερμανικός λαός στον πόλεμο, την προσφυγιά και τη δυστυχία. Η λογοτεχνία μόνο ανθρώπινα μπορεί να αποδώσει την ιστορία, οι τελεσίδικες κρίσεις για το ποια είναι τα καλά και ποια τα κακά θύματα είναι υπόθεση των Ερινύων.

Οι ασυνέχειες της ιστορίας

Όπως όλοι οι συγγραφείς της γενιάς του ο Μάρτιν Βάλζερ δεν μπορούσε να διανοηθεί την πνευματική του παίδευση χωρίς την Ελλάδα. Να τι μας έλεγε σε μια συνέντευξη το 2012: «Είμαι συγγραφέας και αντιλαμβάνεστε τι σημασία έχει για μένα ο Χέλντερλιν. Και ο Χέλντερλιν έμαθε να γράφει βάσει ελληνικών ασκληπιάδειων στίχων. Στην Ελλάδα έμαθε να γράφει και κατά τη γνώμη μου τα γερμανικά πέτυχαν με τον Χέλντερλιν ένα εκφραστικό ύψος που ούτε είχαν ποτέ πριν, ούτε πρόκειται να ξαναφθάσουν. Οι Ύμνοι και οι Ωδές του Χέλντερλιν βρίθουν από Ελλάδα και αν δεν γνωρίζει κανείς τις λεπτομέρειες της ελληνικής αρχαιότητας δεν μπορεί καν να τα καταλάβει.»

Στη δική μας επισήμανση ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δεν οδηγεί κατ’ ευθείαν στο σημερινό ελληνικό παρόν, ότι η ελληνική ιστορία είναι γεμάτη κενά και ρήγματα και μακραίωνες σιωπές ήταν πανέτοιμος να απαντήσει. Μας υπενθύμισε ότι ασυνέχειες έχει η ιστορία όλων των λαών και των τόπων, η ασυνέχεια είναι η κανονικότητα της ιστορίας.

Το δώρο του εστιάτορα

Είχα γνωρίσει παλιότερα τον Μάρτιν Βάλζερ, το 2009 στη Θεσσαλονίκη, όταν η Γερμανία ήταν τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου. Ένα βράδυ λοιπόν οι εκδόσεις της ΕΣΤΙΑΣ οργάνωσαν προς τιμήν του ένα δείπνο. Ήταν ζέστη, καθόμασταν έξω, αλλά ο μόνος που δεν ήταν εξουθενωμένος στο τέλος της ημέρας ήταν ο ογδοντάρης και πλέον Βάλζερ. Μιλούσε ακατάπαυστα για τις σχέσεις μάνας και γιού, καθώς έγραφε τότε το βιβλίο «Ο κανακάρης της μάνας του» που κυκλοφόρησε το 2011, για τη λατρεία των λειψάνων ανά τους αιώνες και πολλά άλλα, αχαλίνωτος, χειμαρρώδης, γαλαντόμος. Με τον ίδιο ζήλο κατανάλωνε και τα καρτούτσα που έφερνε ο κάπελας. Του άρεσαν πολύ τα μπακιρένια αυτά κανατάκια, οπότε σκέφτηκα να είναι αυτό το ενθύμιο της βραδιάς. Και ο εστιάτορας του χάρισε όντως ένα μπακίρι του ενός λίτρου για να το πάρει μαζί του στη Γερμανία, αλλά του το έφερε γεμάτο. Οπότε ο Βάλζερ μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας άρχισε να πίνει από την κανάτα θεωρώντας την προφανώς ποτήρι, ανάλογο με τα δικά του μέτρα. Κι αργότερα μου έγραψε: «Ήταν η πιο ελληνική βραδιά, δηλαδή η πιο όμορφη.»

Λίγους μήνες μετά τον επισκέφθηκα στο Καστανοχώρι όπου έμενε, στις όχθες της λίμνης της Κωνσταντίας. Αφορμή μια συνέντευξη για την εικοσαετία από την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου και την επανένωση των δύο Γερμανιών. Αυτή η μονοκατοικία δίπλα στο νερό είχε μια αρχοντική απλότητα, μια αυθόρμητη άνεση. Και ο Βάλζερ το ύφος ενός αγαθού πατριάρχη, θρονιασμένος πίσω από το γραφείο του, με τις παλιομοδίτικες παντούφλες του. Κάτω από τα δασύτριχα φρύδια του έλαμπε ένα βλέμμα καθαρό και έντιμο. Στον αποχαιρετισμό ήταν παρούσες και η γυναίκα και η μια από τις κόρες του, στητές, παρεμφερείς, μελανειμονούσες, χαμογελαστές, χωρίς λόγια. Και ένιωσα τότε, για μια στιγμή, πως τρεις γερμανικές ψυχές με αγκάλιαζαν ανεπιτήδευτα.

Πηγή: DW / Σπύρος Μοσκόβου

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα