Περιοχή Βαρδαρίου – Συναλλαγή

Μια γεύση από τα διηγήματα «Απ' το μπαλκόνι να φύγεις!» της Μελίσσας Στοΐλη.

Parallaxi
περιοχή-βαρδαρίου-συναλλαγή-907819
Parallaxi

*Προδημοσίευση από τα διηγήματα «Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις!» της Μελίσσας Στοΐλη.

Τρομακτικὲς λέξεις ἄκουγε ἡ Μόρφω, κι ἂς μὴν τὶς καταλάβαινε ἐντελῶς. Ἀποσπασματικὰ τὶς ἄκουγε ἀπὸ τὸ κρεβάτι της, δυσοίωνα κύματα ἀέρα, καθὼς ἀνοιγόκλεινε ἡ πόρτα. «Εὐνοϊκὸν κλίμα, διαμονὴ εὐχάριστος, θεραπεία φυματίωσης, εἰσπνοὲς ἀτμῶν καθαροῦ ἰωδίου…» ἔλεγε ὁ γιατρός. «Ἠρεμοθεραπεία, ἀεροθεραπεία, ὑδροθεραπεία, καθημερινοὶ καταιονισμοὶ μὲ ψυχρὸν ὕδωρ… πλήρης σωματικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνάπαυσις… Ὑπάρχουν ὁπωσδήποτε κάποιοι τρόποι, στὸ ἐξωτερικὸ πάντως τοὺς χρησιμοποιοῦν… θειῶδες ὀξύ, ὑδροφθορικὸ ὀξύ, κρεόζωτον… ἀντισηπτικὸ βαρύοσμον… ἐκεῖνοι γνωρίζουν καλύτερα… πιθανὸν καὶ πλήρης ἴασις…» Ὕστερα τίποτα. Κι ἔπειτα λυγμοί. Κι ἔπειτα ὁ πατέρας της. «Δεκαπέντε χρόνων κορίτσι…» εἶπε μὲ φωνὴ ποὺ ἔτρεμε καὶ μετὰ «ἄσκολσουν».1

Ποιά ἴασις… Κανεὶς δὲν πήγαινε στὸ σανατόριο γιὰ νὰ ἀναρρώσει. Γιὰ νὰ μὴ βλάψει τοὺς ἄλλους πήγαινε. Τὴ μετέφεραν στὸ θεραπευτήριο στὸ Ἀσβεστοχώρι καὶ τὴ δήλωσαν μὲ ἄλλο ἐπώνυμο, γιὰ νὰ μείνει καθαρὸ τὸ ὄνομά τους. Εἰδάλλως, ἂν μαθευόταν πὼς εἶχε τὸ χτικιό, ὅλη ἡ οἰκογένεια ἔπρεπε νὰ χαθεῖ ἀπὸ προσώπου γῆς. Στοὺς συγγενεῖς καὶ σὲ ὅσους ρωτοῦσαν ἔλεγαν πὼς τὴν ἔστειλαν σὲ μιὰ θεία στὴν Ἀμερική. Τὴν ἄφησαν, τὴν ἔκλαψαν, κι αὐτὸ ἦταν. Στὴν ἀρχὴ ἔστελναν πότε πότε τρόφιμα καὶ ροῦχα, ἀλλὰ κοντά της δὲν πήγανε ποτέ. Ἐκείνη οὔτε καταιονισμοὺς μὲ ψυχρὸν ὕδωρ οὔτε λουτρὰ οὔτε κὰν πτυελοδοχεῖο δὲν βρῆκε στὸ θεραπευτήριο· μόνο μιὰ στέγη ντυμένη μὲ πισσόχαρτο ποὺ τὴν ἔπαιρνε ὁ ἀέρας, σμήνη κοριῶν καὶ ἀφόρητη δυσοσμία. Βυθίστηκε σὲ συνεχεῖς ψυχικὲς μεταπτώσεις, πυρετώδεις, κουραστικές. Σὲ ὄνειρα κάθιδρα, ἀγχώδη, ταραχώδη. Ὅμως, βαθμηδόν, ἴσως λόγω τοῦ πευκώνα καὶ τοῦ ἥλιου, μέρα μὲ τὴ μέρα πήγαινε καλύτερα.

Σὰν πέρασαν δυὸ χρόνια –περισσότερο δὲν τοὺς κράταγαν στὸ θεραπευτήριο, σαρδεληδὸν διαβιοῦσαν ἐκεῖ μέσα– ἔγραψε στοὺς δικούς της γράμμα. «Σεβαστῆ μου γονεῖς, τόρα ὅπου σᾶς γράφω εἶνε Κυριακὴ ἑσπέρας, μετὰ τὸ φαγιτό. Ἔχο καλὰ νέα νὰ σᾶς πῶ, σταμάτησαν οἱ ἐμοπτύσεις καὶ εἶμε πλέον καλά. Μπορῆτε νὰ ἔρθετε νὰ μὲ πάρετε στὸ τέλως τοῦ μηνός, νὰ γυρίσω πλέον στὸ σπίτι μας, ἀνηπομονῶ νὰ σᾶς σφίξω στὴν ἀγκαλιά μου», τοὺς ἔγραφε. Καὶ ἀπὸ κάτω: «Σᾶς γλικοφιλῶ, ἡ θυγατέρα σας Μορφούλα, 15 Νοεμβρίου 1927». Περίμενε, περίμενε, κανένας δὲν ἦρθε.

Μπροστὰ στὴν προοπτικὴ νὰ ἐκδιωχθεῖ βιαίως ἀπὸ τὸν θάλαμο, μάζεψε τὰ πράγματά της καὶ πῆγε στὶς παράγκες ἔξω ἀπὸ τὸν περίβολο τοῦ νοσοκομείου, ἐκεῖ ὅπου ἔμεναν οἱ ξεγραμμένοι ἀπὸ τοὺς δικούς τους, ἀφοῦ, καὶ καλὰ νὰ γινόταν κάποιος, πίσω δὲν τὸν ἤθελαν. Ὁλοένα καὶ πλήθαιναν οἱ παράγκες. Καὶ οἱ μέσα πολλοὶ καὶ οἱ ἀπέξω περισσότεροι.

Ἕνα μακρὺ καλάμι τοὺς ἕνωνε μὲ τὸν κόσμο τῶν ὑγιῶν. Τὴ μιά του ἄκρη τὴν κρατοῦσε ὁ Στέργιος ὁ πραματευτής, στὴν ἄλλη ἄκρη κρεμόταν ἕνα καλάθι μὲ αὐτὰ ποὺ τοῦ παράγγελναν. Ἔτσι ἔκανε τὰ ἀλισβερίσια του ὁ Στέργιος μὲ τοὺς φυματικούς, ἄρρωστους καὶ θεραπευμένους. Ἀπὸ αὐτὸν ἀγόρασε ἡ Μόρφω κουβέρτες καὶ ροῦχα· κι ἔπειτα τρόφιμα κι ὅ,τι ἄλλο χρειάστηκε. Κι ὅταν πιὰ ἔγινε ὁλωσδιόλου καλά, ἀπὸ αὐτὸν βρῆκε μιὰ δουλειὰ γιὰ νὰ ζήσει καὶ νὰ τὸν ξεχρεώσει.

Ἔτσι, χαιρέτησε τοὺς ἐν ἀσθενείᾳ συντρόφους της στὴ φυματιούπολη κι ἔφυγε μὲ τὸν Στέργιο, ποὺ τὴν ἐγκατέστησε στὴν Μπάρα, στὰ μπουρδέλα ἀνάμεσα Μοναστηρίου καὶ Ξηροκρήνης, νὰ δέχεται πελάτες στὴν ὁδὸ Προμηθέως, σὲ μιὰν ἰσόγεια κάμαρη. Τῆς ἔβγαλε καὶ ἄδεια ἱεροδούλου ἀπὸ τὴν ἀστυνομικὴ διεύθυνση. Καθόταν ἐκείνη μισογδυτὴ στὴν πόρτα, παραδομένη στὴν τύχη της.

«Ἄσκολσουν», ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ πατέρας της. Ἔτσι εἶχαν ἔρθει τὰ πράγματα, ἔτσι θὰ ἔκανε. Καὶ στεκόταν νὰ τὴ δοῦν οἱ πελάτες, καὶ τοὺς καλοῦσε μέσα, καὶ ὅποιος ἤθελε τὴν ἔπαιρνε μπὶρ παρά.2 

Ἄλλοι χάζευαν, ἄλλοι ἔμπαιναν, ἄλλοι προσπερνοῦσαν καὶ πήγαιναν στὶς παρακάτω ποὺ στέκονταν στὴ σειρά, ἡ καθεμιὰ μπροστὰ στὴν πόρτα της. Κι ἕνας δημοσιογράφος ἦρθε μιὰ φορὰ καὶ τὴ φωτογράφισε, κι ἐκείνη καὶ τὶς ἄλλες. Κάτι γυφτοποῦλες, κάτι προσφυγοποῦλες μικρὲς καὶ μεγάλες, κάτι ἐξαθλιωμένες ποὺ εἶχε μαζέψει ἀπὸ τὸν κάμπο ὁ Στέργιος, ὁ ὁποῖος τροφοδοτοῦσε τὰ σπίτια μὲ ὅποιες ἔβρισκε, μὰ καλὲς μὰ κακές, ἄσχημες, ὄμορφες, μικρές, μεγάλες, ποιός κοίταγε…

Οἱ δικοί της, θέλοντας καὶ μή, τὴν εἶχαν πιὰ ὁλότελα ξεχάσει. Εἶχαν κορίτσια νὰ παντρέψουν, ποιός θὰ τὶς ἔπαιρνε μὲ τὸ στίγμα, ἄν –ὃ μὴ γένοιτο– μαθευόταν πὼς ἡ Μόρφω ἦταν φθισικιά…

Κάποτε ὁ πατέρας της, καθὼς διάβαζε τὴν ἐφημερίδα του στὸ καφενεῖο, εἶδε τὴ φωτογραφία της. Μὲ κοντὰ μαλλιὰ ἦταν, ἡμίγυμνη, μπογιατισμένη, ἀγνώριστη, στὴν ἐξώθυρα τοῦ σπιτιοῦ στὴν ὁδὸ Προμηθέως, νὰ μιλάει μὲ ἕναν πελάτη. «Περιοχὴ Βαρδαρίου-Συναλλαγή», ἔγραφε ἡ λεζάντα κάτω ἀπὸ τὴ φωτογραφία ποὺ συνόδευε ἕνα ἄρθρο-καταπέλτη γιὰ τὴν ἐξαχρείωση τῶν ἠθῶν τῆς πόλης καὶ τὴν ἀνάγκη ἐξυγίανσης.

Μὰ ἦταν σίγουρα αὐτή; Τὴν κοίταξε, τὴν ξανακοίταξε, σιγουρεύτηκε. Ἔστρεψε τὸ βλέμμα του δεξιά, ἀριστερά, σὰν νὰ εἶχαν καρφωθεῖ τὰ μάτια ὅλου τοῦ κόσμου πάνω στὴ φωτογραφία. 

Μπά… Κανένας δὲν τοῦ μίλησε. Δυὸ ὧρες κάθισε ἀκίνητος, ἀμίλητος. Διάβαζε καὶ ξαναδιάβαζε. «Περιοχὴ Βαρδαρίου-Συναλλαγή» – δηλαδὴ παζάρι, ἀγοραπωλησία.

Δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κρατήσει μέσα του. Δίπλωσε τὴν ἐφημερίδα, τὴν ἔκρυψε καὶ πάσχιζε νὰ βρεῖ τρόπο νὰ πεῖ στὴ γυναίκα του πὼς τὸ κορίτσι ζοῦσε. Μὰ καὶ τὴν ἀλήθεια ὁλόκληρη δὲν ἤθελε νὰ τὴν πεῖ. Κάτι σκέφτηκε, «ἄσκολσουν», εἶπε μὲ τὸν νοῦ του, πῆγε στὸ σπίτι του, ἔπιασε κρυφὰ τὴ γυναίκα του.

«Εἶχα σήμερα νέα ἀπὸ τὴ Μόρφω μας. Μὴ ρωτήσεις τί καὶ πῶς, δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ. Τὴν εἶδαν ὅμως, εἶναι καλά, γιατρεύτηκε ἐντελῶς, ὅπως δείχνει. Τακτοποιήθηκε κιόλας. Ὡς φαίνεται, ἀσχολεῖται μὲ τὸ ἐμπόριο», τῆς εἶπε. Καὶ ψέματα δὲν ἔλεγε.

1. Ἄσκολσουν: ἰδιωματικὴ ἔκφραση, ποὺ σημαίνει «ἔτσι ἂς γίνει»· προέρχεται ἀπὸ τὴν τουρκικὴ γλώσσα. 2. Μπὶρ παρά: γιὰ μιὰ δεκάρα, σὲ ἐξευτελιστικὴ τιμή· ἡ ἔκφραση προέρχεται ὁμοίως ἀπὸ τὴν τουρκικὴ γλώσσα.

Η Μελίσσα Στοΐλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Σχολή Δραματικής Τέχνης του ΚΘΒΕ και εργάσtηκε ως ηθοποιός στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Από το 1988 αρθρογραφεί στον περιοδικό Τύπο. Το 2015 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη το βιβλίο της Και διηγώντας τα… να τρως, 38 ιστορίες για την γαστρονομία, τις περιπλανήσεις και τις περιπέτειες αγαπημένων εδεσμάτων. Το νέο της βιβλίο, ‘’Από το μπαλκόνι να φύγεις’’ με διηγήματα που σχετίζονται με τη Θεσσαλονίκη κυκλοφορεί στις αρχές Απριλίου από τις εκδόσεις Κίχλη.

stoili-cover.jpg

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα