«Πολιτιστικές Κληρονομιές»: Ένα χειροπιαστό παράδειγμα μιας ανανεωμένης και επίκαιρης εκδοχής της λαογραφίας
Το ερώτημα που διατρέχει τον συλλογικό τόμο «Πολιτιστικές Κληρονομιές: Νέες αναγνώσεις - Κριτικές προσεγγίσεις» είναι ο ρόλος της λαογραφίας σήμερα στο ελληνικό και διεθνές συγκείμενο.
Λέξεις: Αλίκη Αγγελίδου
O συλλογικός τόμος «Πολιτιστικές Κληρονομιές: Νέες αναγνώσεις – Κριτικές προσεγγίσεις» συνιστά το απαύγασμα μιας μακράς συμπόρευσης ανάμεσα σε έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο, το Βασίλη Νιτσιάκο, και δύο παλιούς του φοιτητές, τον Γιάννη Δρίνη και τον Πάρη Ποτηρόπουλο, αλλά κι ένα πόνημα που προέκυψε μέσα από τις ζυμώσεις ενός ευρύτερου κύκλου συζήτησης και προβληματισμού: των μεταπτυχιακών φοιτητών/τριών του τομέα Λαογραφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων. Συγκεντρώνει έντεκα συγγραφείς που κινούνται στο χώρο της λαογραφίας, της ανθρωπολογίας και της ιστορίας και πραγματεύεται την έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς, ή των πολιτιστικών κληρονομιών όπως αναφέρει κι ο τίτλος του, μια έννοια που τα τελευταία χρόνια συναντάται ολοένα και περισσότερο τόσο σε επίπεδο δημόσιου λόγου και διεθνών/κρατικών πολιτικών, όσο και στο χώρο των κοινωνικών επιστημών.
Ο Δρίνης παρατηρεί ότι η πολιτιστική κληρονομία δεν αφορά πλέον μόνο σημαντικά «οικουμενικά» μνημεία του κόσμου αλλά και όλες εκείνες τις κοινωνικές και πολιτισμικές εκφάνσεις που μέχρι πρόσφατα περιγράφονταν με τους όρους «λαϊκός πολιτισμός», «λαογραφία» ή «παράδοση» (σ. 29). Προτιμάται δε ως ένας όρος πιο πολιτικά ορθός, λιγότερο δυτικοκεντρικός και πιο ευέλικτος ως προς τις σημασιοδοτήσεις του από διαφορετικά δρώντα υποκείμενα. Περεταίρω, σε μια εποχή που άτομα και συλλογικότητες βρίσκονται σε αναζήτηση ταυτότητας, η άυλη πολιτισμική κληρονομιά (που απασχολεί αρκετά κεφάλαια του τόμου) θεωρείται ότι διευρύνει το περιεχόμενο τoυ όρου και, αμφισβητώντας την έννοια της «αυθεντικότητας» όπως και την αντίστιξη μεταξύ υλικού και μη υλικού, μπορεί να λειτουργήσει ανανεωτικά τόσο στο πεδίο άσκησης πολιτικών του πολιτισμού όσο και στο επιστημονικό πεδίο.
Ωστόσο, οι συγγραφείς του τόμου στέκονται με καχυποψία απέναντι στην πεποίθηση ότι η κατίσχυση των συγκεκριμένων όρων μπορεί να οδηγήσει από μόνη της στην υπέρβαση των ηγεμονικών κατηγοριοποιήσεων, αναπαραστάσεων και καταλογογραφήσεων. Συνηγορούν στην πλειοψηφία τους υπέρ μια κριτικής χρήσης των δύο όρων: η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί κληρονομιά, όχι γιατί είναι αυθεντική, μια πιστή και ιδεατή ταυτόχρονα αναπαράσταση ενός εξιδανικευμένου συλλογικού παρελθόντος, αλλά γιατί περιλαμβάνει όλες τις αλλαγές που έχουν επέρθει στο πέρασμα του χρόνου (Ποτηρόπουλος σσ. 245-246), κι ως τέτοια συγκροτεί, νοηματοδοτεί και επανανοηματοδοτεί το κοινωνικό γίγνεσθαι στο παρόν. Συνιστά επίσης «ένα πεδίο κατεξοχήν πολιτικό όπου συγκροτούνται οι αναπαραστάσεις για το παρελθόν» (σ. 21).
Η πολιτιστική κληρονομία εξετάζεται επιπρόσθετα ως προς τις οικονομικές και πολιτικές της πτυχές. Πολλά κείμενα αναδεικνύουν τις βαρύνουσες οικονομικές διαστάσεις που έχουν η παραγωγή, διαχείριση και κατανάλωση του πολιτισμού, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του ύστερου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, όπου οι πολιτιστικές κληρονομιές, υλικές και άυλες, είναι άμεσα συνυφασμένες με έννοιες όπως η «ανάπτυξη» ή η «βιωσιμότητα», καθώς και με οικονομικές πρακτικές όπως οι μετακινήσεις και τα ταξίδια, ο τουρισμός και η κατανάλωση. Η παγκσομιοποιημένη αυτή πολιτιστική βιομηχανία έχει αφενός ομογενοποιητικά χαρακτηριστικά, ταυτόχρονα όμως προάγει και την τοπικοποίηση του πολιτισμού, την ανάδειξη και εμπορευματοποίηση της τοπικής, εθνικής, εθνοτικής, θρησκευτικής ή άλλης ιδιαιτερότητας/ετερότητας. Περαιτέρω, αρκετοί συγγραφείς καταγράφουν κι ενίοτε συμμετέχουν σε απτά κοινωνικά παραδείγματα (άυλης) πολιτισμικής κληρονομιάς που συνιστούν αντιπροτάσεις στις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις για την οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας. Παραδείγματα που προάγουν μια πιο ολιστική, «οικολογική σκέψη» (Μπάρον σ. 66) που στηρίζεται στη διαλεκτική φυσικού περιβάλλοντος και ανθρώπινης συλλογικής δράσης, τα οποία δεν αντιμετωπίζονται αντιστικτικά αλλά στην κατεύθυνση «κοινωνικο-οικολογικών συστημάτων» που προσβλέπουν κάθε φορά στην διαφύλαξη των φυσικών πόρων αλλά και της κοινωνικής τάξης και ευμάρειας (Στάρα σ. 125).
Ο τόμος εστιάζει επίσης στις «κοινότητες φορέων» της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς πλέον οι επιμέρους τοπικές κοινότητες ή άλλες συλλογικότητες «αντιμετωπίζονται ως ‘κάτοχοι’ επιλεγμένων πολιτισμικών εκφάνσεων, αλλά και ως ενεργοί συμμέτοχοι στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών αυτών και γενικά στη συγκρότηση των λόγων περί κληρονομιάς» (σ. 29). Ωστόσο, το γεγονός αυτό δημιουργεί νέες διελκυστίνδες ανάμεσα στους αυτόχθονες λαούς και τους ειδικούς επιστήμονες, ανάμεσα στις εντόπιες ιστορικές έννοιες και τις εθνοτικές ή αυτόχθονες προσλήψεις και τους επίσημους λόγους διεθνών ή κρατικών φορέων. Δημιουργεί επίσης νέα ηθικά και πολιτικά διλλήματα αναφορικά με τη σημασία της διαμεσολάβησης, με το ποιος έχει δικαίωμα να μιλάει εκ μέρους των τοπικών κοινωνιών ή των αυτοχθόνων, ποιος έχει τον έλεγχο των νοηματοδοτήσεων και των ορισμών και ποιος εν τέλει διαμορφώνει και διαχειρίζεται τη μνήμη και τη λήθη.
Το ερώτημα που διατρέχει εντέλει τον τόμο είναι ο ρόλος της λαογραφίας σήμερα στο ελληνικό και διεθνές συγκείμενο. Για τους συγγραφείς, είναι σαφές ότι αυτή συνεχίζει να ασχολείται με την μελέτη κοινωνιών μικρής κλίμακας και των ιδιαίτερων τρόπων ζωής και σκέψης που τις διακρίνουν, χωρίς ωστόσο να αναζητά εξιδανικευμένες και «αυθεντικές» εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού, ούτε να αντιμετωπίζει το παρελθόν ως κάτι σταθερό και παγιωμένο του οποίου οφείλει να διασώσει τα απομεινάρια. Αντιθέτως, εστιάζει στο παρόν ως διαδικασία που τροφοδοτείται από το παρελθόν και στέκεται κριτικά απέναντι στα αντικείμενα που πραγματεύεται. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς μπορεί να συμβάλλει στην ανανέωση της εν λόγω επιστήμης. Προσοχή όμως, η λαογραφία δεν βρίσκει ένα νέο ρόλο ξαφνικά ως η μελέτη της υλικής κι άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς, κάτι που θα μπορούσε να τη μετατρέψει σε ένα είδος πολιτιστικού διαχειριστή-διαμεσολαβητή ή αναπτυξιακής συμβουλευτικής, ενώ οι αναλυτικές της κατηγορίες και ταξινομήσεις θα μπορούσαν χρησιμοποιηθούν για να προσδώσουν «αντικειμενικότητα» σε αποφάσεις που είναι προϊόν πολιτικών επιλογών (Δρίνης σ. 42).
Εν κατακλείδι, η βασική συνεισφορά του συγκεκριμένου τόμου έχει να κάνει με το γεγονός ότι αποτελεί ένα χειροπιαστό παράδειγμα μιας ανανεωμένης και επίκαιρης εκδοχής της λαογραφίας που συνομιλεί δυναμικά με επιστήμες όπως η κοινωνική και πολιτισμική ανθρωπολογία, οι σπουδές πολιτισμού και η ιστορία. Επίσης, ένα υπόδειγμα πώς μια κριτική κι ενίοτε στρατευμένη προσέγγιση των εννοιολογήσεων και των πολιτικών του πολιτισμού μπορεί να προάγει τη σκέψη μας και την επιστήμη και παράλληλα να τροφοδοτήσει οράματα για την κοινωνική αλλαγή μέσα από την ψύχραιμη και απορομαντικοποιημένη κατανόηση υπαρκτών αντι-ηγεμονικών παραδειγμάτων.
*Την βιβλιοπαρουσίαση έκανε η κ. Αλίκη Αγγελίδου, επικ. καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
**Βρείτε το βιβλίο: Βασίλης Νιτσιάκος, Γιάννης Ν. Δρίνης, Παρασκευάς Ποτηρόπουλος (επιμ.), 2022, Πολιτιστικές κληρονομιές: Νέες αναγνώσεις – Κριτικές προσεγγίσεις, Αθήνα, εκδόσεις Ars Nova.