Βιβλίο

Ροχαλητό και πλήκτρα

Δυο ζευγάρια, δυο ρόλοι, ένας γιος και ένας πατέρας, ένας γιος και ένας μπαμπάς, μια γυναίκα και μια ερωμένη, μια σύζυγος και μια ματαίωση γύρω-γύρω από μια κηδεία - H νέα νουβέλα του Ιάκωβου Ανυφαντάκη

Χρήστος Ωραιόπουλος
ροχαλητό-και-πλήκτρα-1101904
Χρήστος Ωραιόπουλος

Δυο ζευγάρια, δυο ρόλοι, ένας γιος και ένας πατέρας, ένας γιος και ένας μπαμπάς, μια γυναίκα και μια ερωμένη, μια σύζυγος και μια ματαίωση γύρω-γύρω από μια κηδεία.

Η νέα νουβέλα του Ιάκωβου Ανυφαντάκη «Ραδιοκασετόφωνο», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη είναι συντονισμένη σε ανδρική συχνότητα με τα αποτυπώματα των γυναικείων παρεμβολών στη ζωή και τις σχέσεις που προκύπτουν στον ανδρικό βίο και έρχονται, όχι για να φύγουν, αλλά να πακτωθούν και να τον διαμορφώσουν. Ο πατέρας και ο γιος, ο γιος που γίνεται κι αυτός με τη σειρά του μπαμπάς, ο φίλος που γίνεται σύζυγος μετά πρώην και νυν εραστής.

Κρίσιμη είναι η διαφορά που ανακύπτει μεταξύ της έννοιας του πατέρα και του μπαμπά. Πρώτα θα πρέπει να διαχωριστεί ουσιωδώς με βάση την εποχή που αφορά και όχι με κάποια αυστηρά ιστορικά κριτήρια και χρονολογίες που λειτουργούν ως μεταίχμια, αλλά με το απλουστευτικό και σε όλους μας κατανοητό τα παλιά χρόνια και η σύγχρονη εποχή. Ο μπαμπάς μεριμνά και του βγαίνει από ανάγκη να περνά χρόνο με το παιδί του, να πλύνει τα πιάτα, να μιλήσει ήρεμα, να αφεθεί στο συντονισμό του ρυθμού της γυναίκας του και να ακουμπήσει στον ώμο της χωρίς ντροπή, να παραδεχτεί ότι δεν μπορεί πάντα να σηκώνει άγχη, αλλά θέλει και να του τα παίρνει μια αγκαλιά. Ίσως ο πατέρας να συγγένευε περισσότερο τότε με το ισχυρό φύλλο του άνδρα, που ζει για να το υπηρετούν, να διοικεί, να κουμαντάρει και ποτέ να μην μπαίνει βαθιά στα πράγματα, να είναι απροσπέλαστος και να μη λαμβάνει αγάπη, αφού αυτό που δίνει δεν μοιάζει και τόσο σε τέτοια. Όχι απαραίτητα εξαιτίας της αυστηρότητας, της ψυχρότητας, των κακοποιητικών συμπεριφορών, προς Θεού, δεν ήταν όλοι οι άνδρες έτσι, αλλά, ίσως, εξαιτίας της άγνοιας του τρόπου, του «know how» του τσαλακώματος και της δειλίας, της αμηχανίας να ρωτήσει τότε κάποιος πατέρας ή να μιλήσει στο παιδί του για την ίδια την αγάπη (του).

Φυσικά, αυτό το μάγκωμα απέναντι στα πράγματα που διακατείχε τους πατεράδες ήταν ακόμη πιο άκαμπτο στην ελληνική επαρχία. Ο κεντρικός ήρωας, που κρατάει και το τιμόνι της ιστορίας, είναι χωρισμένος με τη γυναίκα του που γνώριζε από το Πανεπιστήμιο το, οποίος αυτός παράτησε, για να γίνει ιδιοκτήτης τριών μαγαζιών, μπαμπάς ενός δωδεκάχρονου αγοριού, που τώρα προσπαθεί αναδρομικά να γνωρίσει στ’ αλήθεια, ερωμένος μιας εντυπωσιακής χορεύτριας που αυτός θεωρεί όμορφη επειδή δεν τη βρίσκει και τόσο όμορφη, είναι ένας γιος που πληροφορείται το θάνατο του πατέρα του και ξεκινά με συνοδηγό το δικό του γιο για την κηδεία σε ένα χωριό της Κρήτης. Τότε, ακριβώς, ξεκινά να ξεδιπλώνεται η δική του αμηχανία και κατ’ επέκταση η σύνδεσή της με την πατρική αμηχανία που αυτός βίωσε από τον τεθνεώτα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ούτε ο μεν, ούτε και ο δε δεν αγαπούσαν το παιδί τους. Κόμπλαραν στον τρόπο, επειδή έψαχναν πάντα να βρουν τον κατάλληλο και η επιλογή του καθενός δεν ξέρουμε αν απέδωσε. Πάνω σε αυτό είναι εξαιρετική, μεγαλειώδης η φράση που χρησιμοποιεί ο Ανυφαντάκης για τη σύγκριση και αντιπαράθεση των επιλογών: «[…] Σε όλη του τη ζωή ήταν εύκολο να παίρνει αποφάσεις – απλώς διάλεγε ό,τι δεν θα έκανε ο πατέρας του. Τώρα που εκείνος είχε πεθάνει, θα εξακολουθούσε να κάνει το ίδιο; Άλλη μια απόφαση που έπρεπε να πάρει. […]»

Μπορεί ο πατέρας τού σαρανταπεντάρη Ηλία να πέθανε χωρίς καν να ξέρουμε, χωρίς ο Ηλίας να ρώτησε πώς πάντως είναι παρών στον άξονα, τη ρότα της ζωής που πήρε ο Ηλίας. Παρέμεινε με τη μητέρα του, παρά το γεγονός ότι ‘’υπήρξε άλλη’’, διότι ο Ηλίας έπρεπε να μεγαλώσει με μια δεμένη οικογένεια, ακόμη κι αν αυτό το δέσιμο είχε θρυμματιστεί αμετάκλητα στο παιδικό τότε μυαλό του Ηλία. Ο ίδιος, όμως, όταν διέγνωσε το ράγισμα στο δικό του γάμο, προχώρησε στο οριστικό σπάσιμό του, ίσως στο φόβο ότι το δικό του παιδί θα είχε την εικόνα ενός τυπικού περιβάλλοντος που δεν θα μπορούσε, δεν θα νοείτο να υπάρχει εκείνα τα χρόνια με τις συνέπειες που ο ίδιος αντιμετώπισε. Καλύτερη η ουσιαστική αλήθεια, από την ψεύτικη τυπικότητα. Μπορεί, βέβαια, πολύ απλά δεκάρα να μην έδωσε για τα συναισθήματα του παιδιού του και να ακολούθησε απλώς την επιθυμίας του για κατά 19 χρόνια μικρότερή του χορεύτρια υπό το φόβο του ανεκπλήρωτου και απωθημένου που ενδεχομένως να στοίχειωνε τον πατέρα του.

Ο Ανυφαντάκης ξετυλίγει τα ιστορικά περάσματα στο εσωτερικό του Ηλία και τις ανακύπτουσες σχέσεις μέσα από ένα αλλόκοτο roadtrip σαρανταπεντάρη πατέρα στο τιμόνι και τη σπάνια ιδιότητα συνοδηγού ενός δωδεκάχρονου γιου. Ίσως, διότι μια τέτοια εικόνα, μια τέτοια διαδικασία και συνθήκη αποδίδει με εμφατικό τρόπο τη δυσερμήνευτη και πολλές φορές αμήχανη αυτή σχέση πατέρα και γιου, που και οι δυο σκέφτονται τι θα ήθελαν να πουν ο ένας στον άλλον, αλλά πάντα κομπλάρουν και αναμασούν το επίδικο και το ουσιώδες, περιτυλίγοντάς το σε κάτι που δεν το αφήνει να ξεπηδήσει ατόφιο.

Οι ιδιωματισμοί της επαρχίας και του χωρίου αποδίδονται μεν και με τρόπο που μαρτυρά ότι έχουν βιωθεί, αφομοιωθεί και επεξεργαστεί από το συγγραφέα, όπως το πού χτίζονταν τα μεγάλα σπίτια, τι ώρα κλείνανε τα καφενεία, πώς είχαν το γιατρό στο χωριό και τα γύρω χωριά, ακόμα και τις διαδρομές των περιπάτων με την αγαπημένη του πεθερού νύφη. Ωστόσο, δεν θα έλειπαν λίγες παραπάνω περιγραφές σημείων και τοποσήμων που θα καθιστούσαν αναπαριστώμενη τη σκηνή και ζωντανό το παρελθοντικό σκηνικό του χωριού και της κηδείας.

Το «Ραδιοκασετόφωνο» είναι ένα διαρκές παλαντζάρισμα, μια προσπάθεια ισορροπίας, με συγκριτικές προεκτάσεις, αντιστοιχίες και παρομοιώσεις, που, όμως, ποτέ δεν δίνουν απάντηση υπό το πρίσμα της λύσης. Τα πράγματα «αυτοπραγματώνονται» με την πορεία που παίρνουν και οι πληγές, οι φόβοι, η αμηχανία αποτελούν τρόπο και τελεία, δεν υπάρχει πάντα ο ενδεδειγμένος, ο καλύτερος, ο σωστός. Δημιουργούμε άφευκτα αναλογίες και συγκρίσεις γιατί απλά έτσι είναι. Μέσα από αυτό το κόσκινο που τοποθετεί η μνήμη και θέτει τα σύνορα μεταξύ λήθης και ανάμνησης επιβιώνει το υπαρκτό, όπως κι αν είναι αυτό. Η Ηλίας δεν ξέρει να δείξει, όπως θα φανταζόταν, την αγάπη του για το γιο του Μαρίνο, που πήρε το όνομα από τη μητέρα του Ηλία, Μαρίνα, ωστόσο τον αγαπά, τόσο που ο ήχος που κάνουν τα πλήκτρα του κινητού που πατάει ο μικρός πριν κοιμηθεί στο σπίτι του παππού του, τον νανουρίζουν τον Ηλία με την ίδια γαλήνη, με εκείνο το αίσθημα ασφάλειας που τον αποκοίμιζε το ροχαλητό των γονιών του.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα