Στο μπαλκόνι
Καπνίζω ένα τσιγάρο όρθιος κοιτάζοντας μακριά μέχρι τα φώτα κάτω στο λιμάνι. Η πόλη αργοσβήνει. Κι εμείς αργοσβήνουμε, σκέφτομαι
Λέξεις: Ηλίας Γρούιος*
Τα απογεύματα στέκεσαι στον καναπέ που βρίσκεται στο μπαλκόνι. Στο λάπτοπ πάνω στο μικρό τραπεζάκι διακρίνονται κάποιες διαφάνειες από ένα πρόγραμμα παρουσίασης, ενώ ανάμεσα στα πόδια σου υπάρχει ένα βιβλίο.
Το πακέτο με τα τσιγάρα είναι μισοάδειο δίπλα σου και το σταχτοδοχείο σχεδόν γεμάτο. Φοράς γυαλιά. Είναι ασυνήθιστα μεγάλα σε αντίθεση με το πρόσωπο σου.
Περνάω από πίσω σου για να ταΐσω τον σκύλο και διατρέχω με τον δείκτη του χεριού μου, την γραμμή από τον έναν μέχρι τον άλλον ώμο σου.
Αναριγείς και χαμογελάς.
Κάνω να γυρίσω, αναλογίζομαι όμως τις εξετάσεις σου στην σχολή και πάω ξανά στον σκύλο. Όσο είμαι μαζί του, μάς κοιτάζεις και τους δυο με την άκρη του ματιού σου. Κάνω πως δεν το καταλαβαίνω και συνεχίζω. Σκέφτομαι αυτό που σκέφτεσαι κι εσύ.
Όταν έφερες τον σκύλο είχα θυμώσει. Τώρα θα θύμωνα αν δεν ήταν εκεί. Θα θύμωνα επίσης αν δεν ήσουν κι εσύ εκεί.
Αφήνω αρκετό φαγητό στο μπολ του και πάω να ετοιμαστώ για την δουλειά.
Το βράδυ καθώς επιστρέφω θυμάμαι που είχα δει το μισοάδειο πακέτο, σταματάω σε ένα περίπτερο και σου παίρνω τσιγάρα. Winston μπλε, εκατοστάρια. Το έχω μάθει πια.
Ανεβαίνω στο σπίτι και σε βρίσκω ακόμα έξω. Έχει βγάλει ψύχρα σκέφτομαι. Περνάω σχεδόν αθόρυβα στο υπνοδωμάτιο, παίρνω μια ζακέτα από την κοινή μας ντουλάπα και την αφήνω πάνω στους ώμους σου.
Με ρωτάς αν ήρθα, ενώ κάτι μέσα σου λέει πως μπορεί να σε πειράξω γι’ αυτή σου την ερώτηση. Σκύβω κι αγγίζω με τα χείλη μου το πίσω μέρος από τον λαιμό σου. Είσαι ακόμα ζεστή.
Μου λες πως έχεις φτιάξει κρέπες και μου ζητάς να καθίσω δίπλα σου. Υπακούω χωρίς να το σκεφτώ.
Με ρωτάς αν ήταν όμορφη η μέρα μου στη δουλειά και ύστερα παίρνεις το κινητό σου για να μου δείξεις κάποιες φωτογραφίες που έβγαλες. Ανάμεσα σε εκείνες με το ηλιοβασίλεμα του απογεύματος, των περαστικών ή του σκύλου, ορισμένες με τα βιβλία τις σημειώσεις και το λάπτοπ, που δημοσίευσες στο instragram, ενώ αφαίρεσες μετά από λίγο από συστολή. Το τελευταίο δεν το παραδέχεσαι, αλλά θαρρώ πως κάπως έτσι έγινε.
Σκέφτομαι από αμηχανία να πω κάτι για να σε πειράξω. Νυστάζεις όμως και δεν θέλω να σε αναστατώσω. Εκεί που σωπαίνω, πλησιάζεις αρκετά και με φιλάς.
Κάτω η πόλη συνεχίζει και υπάρχει, ενώ οι θόρυβοι της σβήνουν, πέρα, μακριά στη θάλασσα.
Περνάω την ζακέτα καλύτερα στους ώμους σου και πάω μέσα να αλλάξω. Καθώς ζεσταίνω τις κρέπες σε ακούω να πλησιάζεις. Έρχεσαι δίπλα μου και αντιγράφεις σχεδόν περιπαικτικά τις κινήσεις μου.
Θέλω να τα αφήσω όλα και να σε πάρω αγκαλιά, με προλαβαίνεις όμως πρώτη. Τρώμε, σχολιάζοντας την ποιότητα της ζύμης που έφτιαξες.
Στις 11 περνάμε στο δωμάτιο.
Στο σκοτάδι, ψηλαφώ με τα χέρια μου το πρόσωπο σου. Όταν οι άκρες των δακτύλων μου φτάνουν στα χείλη σου, χαμογελάς. Το αισθάνομαι και φιλώ το χαμόγελο σου, με την πιο βαθιά αγάπη που έχει φωλιάσει, μέσα στην καρδιά μου.
Νωρίς το πρωί σηκώνεσαι για να προλάβεις το πρώτο δρομολόγιο για την σχολή. Έχεις την πρακτική στη βιβλιοθήκη. Πριν φύγεις στέκεσαι στην μισάνοιχτη πόρτα και με κοιτάζεις.
Σε λίγες μέρες κάποιος θα φύγει από εδώ. Ύστερα θα φύγει και ο άλλος. Αυτό το σπίτι θα μείνει για λίγο καιρό άδειο και ύστερα κάποιος άλλος θα έρθει. Θα σου λείψει σίγουρα το μπαλκόνι με τα ηλιοβασιλέματα του, ίσως να σου λείψω κι εγώ, σκέφτεσαι και πας προς την εξώπορτα.
Το απόγευμα περπατάμε στο λιμάνι, εσύ σταματάς στους πάγκους με τα μεταχειρισμένα βιβλία, ενώ εγώ κοιτάζω έναν τύπο που πουλάει μαλλί της γριάς στα παιδιά.
Με ρωτάς αν θέλω. Χαμογελώ. Αν θέλω να γίνω σαν αυτόν τον άνθρωπο; σε ρωτώ. Ίσως. Είναι τρομακτικά όμορφο το πόσο χαμόγελο προκαλεί στο πρόσωπο των παιδιών, σκέφτομαι, αλλά διστάζω να το πω.
Με σφίγγεις από την μέση και προχωράμε.
Δεν το συνήθιζες αυτό νομίζω. Καλά οκ, ούτε κι εγώ.
Θέλω να σου πω ότι είναι όμορφο. Είναι όμορφο που περπατάμε μαζί, που μοιραζόμαστε τα τσιγάρα, μια μπύρα, ένα δειλινό στο λιμάνι.
Τρώμε μπέργκερ στα όρθια σε κάτι γνωστούς σου και ύστερα πάμε προς το σπίτι. Στο δρόμο με μαλώνεις που τρώω μαλακίες, αλλά όταν βλέπεις πως δεν απαντώ με πιάνεις ξανά από τη μέση και περπατάμε σιωπηλοί.
Αργότερα σου διαβάζω χαμηλόφωνα μερικές σελίδες από τα ημερολόγια του Καμύ, που πήρες το πρωί από την βιβλιοθήκη. Λες πως η φωνή μου σε ηρεμεί. Ύστερα από λίγο έχεις κοιμηθεί.
Αφήνω το βιβλίο στο τραπεζάκι και σε πηγαίνω στο κρεβάτι. Μόλις σε σκεπάζω κάτι ψελλίζεις, όμως αδυνατώ να καταλάβω. Σου βγάζω τα παπούτσια και σε σκεπάζω.
Ύστερα βγαίνω ξανά στο μπαλκόνι και καπνίζω ένα τσιγάρο όρθιος κοιτάζοντας μακριά μέχρι τα φώτα κάτω στο λιμάνι. Η πόλη αργοσβήνει. Κι εμείς αργοσβήνουμε, σκέφτομαι. Έτσι φαίνεται.
Χρόνια μετά, σκέφτηκα, θα φέρνω τις στιγμές αυτές στο νου μου, με την βεβαιότητα της χαμένης ευτυχίας.
Έσβησα το τσιγάρο βιαστικά στο σταχτοδοχείο και πέρασα στο δωμάτιο δίπλα σου αφήνοντας τον εαυτό μου να αφουγκράζεται την ανάσα σου μέχρι να κοιμηθώ.
*Ο Ηλίας Γρούιος Ηλίας είναι εκπαιδευτικός, υποψήφιος διδάκτορας ιστορίας