Τι δουλειά έχει ένας ζωολογικός κήπος τσέπης στο κομοδίνο σου;
Το πρώτο πεζογραφικό εγχείρημα της Λίζας Μαμακούκα.
Μετά τις δύο επιστημονικές της μονογραφίες περί την γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία με τον τίτλο “Ανατροπές” και εκείνης που δεν μπορώ με τίποτα να προφέρω στα ελληνικά “Instantanes” et jeux de miroirs, ο φακός της Λίζας Μαμακούκα ήρθε η ώρα να εστιάσει, επιτέλους και στο μητρικό της γλωσσικό όργανο: ο “Ζωολογικός κήπος τσέπης” είναι η πρώτη της απόπειρα που εκδίδεται στην πεζογραφία.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: Βρίσκω τον τίτλο της συλλογής της Μαμακούκα ευφυέστατο για τον εξής λόγο: τα διηγήματα ειδολογικά είναι εξ ορισμού αυτόνομα και δίχως κατ’ ανάγκη ενιαίο θεματικό άξονα μεταξύ τους, πράγμα που συμβαίνει και εδώ άλλωστε. Η συστέγασή τους, λοιπόν, υπό την σκέπη αυτού του παιγνιώδους τίτλου με ονόματα μικρόσωμων θηλαστικών ή πουλιών ή ψαριών ή εντόμων λειτουργεί συνεκτικά σε αυτό της το εγχείρημα και υπηρετεί τον σκοπό τον οποίο η συγγραφέας είχε κατά νου, ακριβώς όπως και ο φαντάρος Στρατής του αφήγησης “Ο σκαντζόχοιρος”.
Οι πρωταγωνιστές, οι ήρωες των μικρών της ιστοριών είναι κατά συντριπτική πλειοψηφία γυναικείες μορφές: Μόλις πέντε ανδρικές φιγούρες -στα διηγήματα ο σκαντζόχοιρος, κατά το ήμισυ στην αράχνη και στο παπαγαλάκι, η πέρδικα και η μέλισσα, ενώ περίπου διπλάσιες αριθμητικά οι γυναικείες -στα διηγήματα Μύγα, Κατσαρίδα, Χρυσόψαρο, Σκουλήκι, Πεταλούδα, Παπαγαλάκι κι Αράχνη εξ ημισείας, είπαμε, βάτραχος και ποντικάκι. Ευεξήγητη αυτή η αριθμητική ασυμμετρία και στη λογοτεχνία, εκτός από την ανατομία ή την ψυχολογία: Ανακαλύπτουμε τον εσώτερο πεζογραφικό μας κόσμο ψηλαφώντας τη φύση μας, διότι αυτή είναι η τροφός μας. Επομένως, ακόμα κι αν η συγγραφέας χρησιμοποιούσε ανδρικό ψευδώνυμο, το γυναικείο της χέρι θα ήταν ορατό παντού. Όλοι όμως της οι χαρακτήρες αυτοί, είναι σκόπιμα κομπάρσοι παρά πρωταγωνιστές, περισσότερο αντιήρωες παρά ήρωες, μερικές φορές μάλιστα ως και περιθωριακοί -“σβησμένους” τους αποκαλεί ευστοχότατα η ίδια.
Η πρώτη εντύπωση του αναγνώστη με το διήγημα “Μύγα” λαθεύει, εφόσον εκείνος συμπεράνει αυθαίρετα πως έχει να κάνει με ελαφρά θεματολογία, τύπου ανεπίδοτου έρωτα. Η Μαμακούκα εκτυλίσσει στο χαρτί του βιβλίου της δύσκολα έως ταμπού κοινωνικά ζητήματα: απόπειρα βιασμού ανήλικης και παιδεραστία, περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και ξυλοδαρμού, ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, ψυχολογικά νοσήματα και αυτοχειρία. Ως καταγραφέας ζωής, δε λησμονεί να αναφέρει την ακύρωση, όπως στο Χρυσόψαρο και ιδιαίτερα στον Βάτραχο με την αναφορά της στον ανύπαρκτο πρίγκιπα του παραμυθιού, πράγμα που προσωπικά μου θύμισε το βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου “Μου σερβίρετε ένα βασιλόπουλο, παρακαλώ;”. Δεν παραλείπει και την απώλεια, όπως ας πούμε την επιστροφή της ενήλικης μνήμης στα εφιαλτικά τραύματα των παιδικών χρόνων, ενώ στην Κατσαρίδα της ο συνειρμός με το έργο του Κάφκα είναι αναπόφευκτος.
Αυτά ως προς τον πυρήνα των ιστοριών της. Ως προς τη γλώσσα της, η συγγραφέας την κατέχει με ευχέρεια. Η γενικότερη ενασχόλησή της με τα Γράμματα είναι προφανής, επομένως και ο λόγος της είναι ρέων, ομαλός, με σινεφίλ αναφορές σε κινηματογραφικές ταινίες και ηθοποιούς, καθημερινός, δίχως δυσνόητες λέξεις, παρά μόνο ορισμένες λεκτικές εξάρσεις, όπως ας πούμε η λέξη αλμπίνο που δε γνωρίζω τι σημαίνει, πάντα όμως εν είδει αλατοπίπερου και δίχως καμία διάθεση επιτήδευσης ή επίδειξης.
Τα βιβλίο διαβάζεται μεμιάς. Αυτό, ενδεχομένως, παραμένει κι ένα βαυκαλιστικό παράπονο κάθε συγγραφέα: κόπος μηνών ή ετών και ο αναγνώστης να το διαβάζει έτσι αυθημερόν κι απνευστί; Μα, ίσως κι αυτό να είναι μέτρο της Τέχνης του, βέβαια, να κυλούν δηλαδή αβίαστα τόσες σελίδες μέσα στον χρόνο, δίχως κανείς να καταλάβει πώς πέρασε η ώρα. Αυτός είναι κι ο λόγος ύπαρξης των βιβλίων, άλλωστε: η απόλαυση. Να μας συντροφεύουν. Η Λίζα Μαμακούκα πραγματοποιεί στον “Ζωολογικό κήπο τσέπης” τον ορισμό της αφήγησης, του story telling που λένε οι αγγλοσάξωνες, του παραμυθά, που λέμε εμείς πιο ζουμερά στα ελληνικά, δίχως ενοχοποιητικό διδακτισμό που θέλει τον συγγραφέα με το ζόρι “πνευματικό άνθρωπο” και σαμάνο της φυλής, δίχως να καταλήγει σε ένα συναξάρι διδακτισμού.
Τέλος και επί προσωπικού, αν μου επιτρέπεται: Ο “Ζωολογικός κήπος τσέπης” είναι έμπλεος ανθρωπιάς με τη λοξή ματιά της δημιουργού της για το έλασσον και το μικρό, αν και η ίδια κατέχει την έξωθεν καλή μαρτυρία μίας μπουρζουά διανοούμενης με τη βούλα:
Είναι καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο. Έχει σπουδές στην Γαλλία και στην Αγγλία της δυτικής Ευρώπης. Έχει ανατροφή και διαγωγή. Κατέχει την ευγενή τέχνη της μουσικής. Προέρχεται από αστική οικογένεια του κέντρου της πόλης. Είναι κόρη γιατρού.
Ωστόσο, δεν καθίζει τον εαυτό της στο βάθρο της αυτοπραγμάτωσης. Αντιθέτως, αποστρέφεται τον ανδριάντα ναρκισσισμού και αντ’ αυτού, τσαλακώνεται. Βγάζει μέσω των ιστοριών της περιπαικτικά τη γλώσσα στους σοβαροφανείς, τους αγέλαστους και τους ηθικιστές, ως αν τους λέει ηχηρά “ρε, δε γαμιέστε όλοι σας!”. Ο εαυτός της, για τον οποίο και μόνο γράφει εξάλλου, το καταφχαριστήθηκε το πρώτο της αυτό πεζογραφικό έργο. Η ίδια φαίνεται να το απολαμβάνει. Δεν είναι τυχαίο πως ο “Ζωολογικός Κήπος Τσέπης” ήρθε εμβόλιμα στη ζωή της να εκδοθεί πρώτος, ενώ στην ιεραρχική της κατάταξη τότε προηγούνταν άλλα κείμενα. Φαίνεται πως την βρήκαν οι ιστορίες του. Μάλλον βρήκαν στη ίδια την αλήθεια τους.
*Γιώργος Γκόζης, από την παρουσίαση του βιβλίου “Ζωολογικός Κήπος Τσέπης” της Λίζας Μαμακούκα, εκδόσεις Μέθεξις 2018, την Τετάρτη 6/6/2018 στο καφέ Bazaari