Το μέταλλο των Κυριακών

Η αναγκαία νοηματοδότηση της Κυριακής και η ζωή ενός δημοσίου υπαλλήλου

Χρήστος Ωραιόπουλος
το-μέταλλο-των-κυριακών-1070455
Χρήστος Ωραιόπουλος

Υπάρχουν στις μέρες μας τάσεις, οι οποίες ανευρίσκονται και σχετίζονται στην και με την ανάσυρση παρελθοντικών συνηθειών, στυλ, ύφους, πρόζας, πόζας, δοξασιών, ιδιωματισμών. Πέρα από τους ύμνους και τις διαδικτυακές επιστροφές στα χωριά, τις ιδιαίτερες φωτογραφίσεις των χελωνιασμένων χεριών των ηλικιωμένων, νέες και νέοι άνθρωποι τείνουν να υιοθετούν συνήθειες ή να επιθυμούν να μυηθούν στον ψυχισμό συνηθειών που υποτίθεται πως μας έρχονται από άλλες δεκαετίας. Στην πραγματικότητα δεν είναι ακριβής η προέλευση, αν υπάρχει, αλλά η εικασία μιας παρελθοντικής εσάνς, ενός στρώματος σκόνης στα πράγματα, μια μυρωδιά παλαιότητας στις κινήσεις μάς είναι γοητευτική. 

Ξεπηδούνε αστικά καφενεία, τα τσίπουρα και η γύρω από αυτά κατάσταση αναβιώνει, οι εφημερίδες πιάνονται και από νεαρότερα χέρια, όχι όσο θα έπρεπε, αλλά κάτι γίνεται, οι αναλογικές κάμερες αναζητούνται με τη λαχτάρα της ανακάλυψης και τη σιγουριά του γούστου, οι Κυριακές γεμίζονται και αναμένονται με μια ανάγκη διαφορετικής νοηματοδότησης και τελετουργικής νομιμοποίησης υπό τις κρούσεις και τα χάδια όλων των παραπάνω συνηθειών. 

Με βάση αυτά, σκέφτομαι πως μπορεί ένας εκδοτικός οίκος να είναι τόσο κοινωνικά οξυδερκής και να φέρνει στα ελληνικά ένα βιβλίο που γράφτηκε στο Παρίσι του 1914, από έναν νεαρό κατώτερο δημόσιο υπάλληλο, και κατορθώνει να ‘’πηγαίνει’’, να ταιριάζει στην εποχή μας. Ναι, έχουμε ανάγκη και λαχτάρα να διαβάζουμε για την ημέρα της Κυριακής, ώστε να την πλάθουμε, να την ερευνούμε, να την παρατηρούμε εσωτερικά, ενώ τη βιώνουμε ταυτόχρονα. 

Ο λόγος φυσικά για τις Κυριακές του Ζαν Ντεζέρ του Ζαν ντε λα Βιλ ντε Μιρμόντ, που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μετάφραση τής Μαρτίνας Ασκητοπούλου και επίμετρο του Κώστα Σπαθαράκη. Ο συγγραφέας, γεννημένος το 1886 και εγκατεστημένος το 1908 στο Παρίσι, όπου δούλεψε ως κατώτερος δημόσιος υπάλληλος, έχοντας κάποτε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει καταπίνοντας μελάνι πλάθει ένα όχι alter, αλλά σκέτο, λογοτεχνικό ego, τον Ιωάννη τον Έρημο, όπως διακρίνεται από το όνομά του, Ζαν Ντεζέρ (désert) και είναι δημόσιος υπάλληλος. Το πρόγραμμά του είναι πολύ απλά πρόγραμμα, δηλαδή ένα συνεχόμενο μοτίβο εσωτερικών και εξωτερικών συμπεριφορών που όχι απλά δεν βιώνει αναταράξεις κι αναταραχές, αλλά η απαρέγκλιτη τήρησή του είναι και τρόπος αποφυγής αυτών. Στη ρουτινιασμένη καθημερινότητά του είναι παραπάνω από προβλέψιμος. Η παρακολούθηση μιας εργάσιμης ημέρας του είναι ικανή για να μαρτυρήσει όλη του τη ζωή. Ένα πρωινό του τόσο συνηθισμένο, όσο και η Ανατολή του Ηλίου. Μια αυστηρή τυπολατρία, η οποία όμως τις Κυριακές μετασχηματίζεται σε τελετουργία. 

Ακόμα και το πρόσωπο του Ζαν Ντεζέρ είναι κάτι στο οποίο δεν μπορούν να προσδοθούν χαρακτηριστικά άξια αναφοράς ή κάποιος ρόλος χρησιμότητας. Ίσως το πιο ενδιαφέρον πράγμα στη ζωή του να είναι ο διαχωρισμός των εννοιών των όρων «σας γνωστοποιείται» και σας ενημερώνουμε» (σελ.12). Ο Έρημος Γιάννης «δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στα όνειρά του». Ακόμα και οι βόλτες δεν περιείχαν τίποτα από αυτό που ονομάζουμε φλανάρισμα. Ο βηματισμός του ήταν στοχευμένος και πάντα με προορισμό. Οι μικρές παρεκκλίσεις σπάνια λάμβαναν χώρα κι αυτές για ν εξυπηρετήσουν κάποιο σκοπό που δεν εντάσσεται στο ανώφελο κι όποτε γινόντουσαν παρήγαγαν μια παραπάνω κούραση από τη συνήθη, που αμέσως γινόταν αντιληπτή και λόγος επιτακτικής επιστροφής στο καβούκι. 

Τις Κυριακές, ο δημόσιος υπάλληλος τις έβρισκε μέρες ικανές να γεμίσουν με κάτι, με μια promenade, με τη δοκιμή ενός φαγητού διαφορετικού, δοκιμή όμως που δεν θα προσέδιδε ούτε θα οφειλόταν σε μια ηδονική προέλευση. Η φαντασία του μόνο τότε παίρνει μπρος. Τις Κυριακές, όταν δεν είναι εκτός γραφείου. Όμως, πρόκειται για μια φαντασία που δεν φαντασιώνεται και δεν σηκώνει το βλέμμα και τις επιλογές πάνω από αυτόν τον κόσμο και πέρα από το οπτικό πεδίο του Ζαν Ντεζέρ. Τα νοήματά του, η ανάλωση του ελεύθερου χρόνου εντοπίζεται μόνο στο βαζάκι των τετριμμένων επιλογών, της γειτονιάς, του χαμηλοτάβανου διαμερίσματος, του λιμανιού και «των φώτων στις προκυμαίες». Άλλωστε «ο Ζαν Ντεζέρ δεν είναι φιλόδοξος. Έχει αντιληφθεί ότι τα αστέρια είναι αμέτρητα». 

Επιστράτευση του τετριμμένου. Έτσι θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τα σκηνικά αυτού του βιβλίου. Από το πρόσωπο του Ζαν Ντεζέρ, μέχρι το διαμέρισμά του. Από το βλέμμα του στο πλήθος των ανώνυμων ομπρελών που τίποτα δεν του γαργαλάει εντός του, μέχρι το προσάναμμα για το κοινότοπο και βαρετό μπουρί της σόμπας στο γραφείο του. Ο δημόσιος υπάλληλος έχει γδύσει τον κόσμο από κάθε ιριδισμό που μπορεί να του προκαλέσει και να ανατρέψει το εσωτερικό και εξωτερικό του πρόγραμμα. Όλος αυτός ο κανόνας ζωής του ξέρει ότι μπορεί να ανατραπεί μόνον τις Κυριακές, αλλά κι αυτές του οι Κυριακές προσομοιάζονται με ελεγχόμενες εκρήξεις, με συγκρατημένες αιμορραγίες και με πουλιά στην τουρμπίνα ενός αεροπλάνου που δεν επιφέρουν την πτώση του, για να το πούμε εδώ με τον τρόπο του Γ. Σκαμπαρδώνη. Οι Κυριακές του είναι η μετρημένη του άφεση, Ικανές για τα πάντα, αλλά πάντα στείρες αποτελέσματος. Θα λέγαμε ότι απλώς εξυπηρετούν το σκοπό τους. Να κάνουν τον Ζαν Ντεζέρ να ξεφύγει όσο αυτός επιθυμεί εκ των προτέρων. 

Ο Έρημος νιώθει ότι η Κυριακή είναι μια καλή, αλλά και η μόνη μέρα για να συμβεί σε κάποιον κάτι, το οτιδήποτε. Από το να ερωτευτεί μέχρι να αυτοκτονήσει. Είπαμε πως οι Κυριακές είναι τα μόνα χυτήρια που μπορεί εντός του να παραχθεί το ανατρεπτικό, αυτό δηλαδή που θα τάραζε ευχάριστα, θα λύτρωνε τον Ντεζέρ από την πληκτική ζωή του. Κι όμως όταν μια Κυριακή ήρθε ο έρωτας κι εναπέθεσε όλες τις ελπίδες σε αυτόν, επένδυσε τις αναταράξεις στη βαρετή του πτήση και αφέθηκε σε αυτές, φάνηκε τελικώς πως και ο έρωτας κατέληξε για αυτόν σαν την αντίληψη που είχε για τις Κυριακές του. Αυτό το διαρκές «εν δυνάμει» που ποτέ δεν τελειούται και δεν εκπληρώνει το σκοπό του. Η υφή που λαμβάνουν τα πράγματα όταν τα βαφτίζουμε ως νονοί «καταθλιπτικά». Αυτό είναι το ίδιον το Ζαν Ντεζέρ. Είναι καταθλιπτικός και επιλέγει το όνομα, άρα το χαρακτήρα που θα προσδώσει σε καθετί. 

Η ρεαλιστικότητα και ο ρεαλισμός του βιβλίου του ντε λα Βιλ, θα μπορούσαμε να πούμε πως προκύπτει και από την πολιτική και οικονομική αντίληψη, την ταξική θέαση της δουλειάς του δημοσίου υπάλληλου και της δουλειάς εν γένει. Ο Ζαν Ντεζέρ ίσως να είναι τόσο εξουθενωμένος από την εργασία του και τόσο απορροφημένος από αυτή, όχι από αγάπη για αυτή, αλλά από την απλή συνήθεια της υποχρεωτικότητάς της και την υποχρέωση της συνήθειας ως προϋπόθεση απόδοσης, που ακόμα και οι μέρες που δεν δουλεύει δεν μπορούν να ανοίξουν τα δικά τους πέταλα και να μυρίσουν με ένα αυτοτελές άρωμα. Το ζήτημα του ελεύθερου χρόνου, όχι τόσο ως ποσότητα, αλλά ως μια ποιοτικά αλλοιωμένη απόπειρα διασκέδασης σε ένα ασφυκτικό περιθώρια απομένουσας ζωής τοποθετεί τον ήρωα στην εποχή και το χωροχρόνο του και προεκτείνεται στην κοινωνιολογική διάσταση της εργασίας του, όπως αυτή επιβιώνει μέχρι σήμερα. Αν δεν ήξερε να ονειρεύεται ο Ζαν Ντεζέρ, σίγουρα ως δημόσιος υπάλληλος δεν θα μάθει καν να φέρνει μια εικόνα στο μυαλό του λίγο πριν κλείσει τα μάτια του. 

Γράφει στο εξαιρετικό επίμετρο ο Κώστας Σπαθαράκης: «Η αποχριστιανισμένη Κυριακή, άδεια από περιεχόμενο (δεν είναι ούτε μέρα εργασίας ούτε μέρα γιορτής), συμπυκνώνει την γκρίζα κενότητα του νεωτερικού βίου.». (σελ.124). Ίσως για τον Ντεζέρ αυτή η μη ιστορική και κοινωνικοπολιτική χροιά και ανάγνωση της Κυριακής είναι εκείνη που καταδικάζει τη μέρα στις χαμηλές τις αποδόσεις και επιδόσεις. Μπορεί η τελετουργία και ο ρυθμός που προσδίδει η Θεία Λειτουργία, γενικώς η εκκλησία στη ζωή ενός πιστού να δίνει τον παλμό για την πληρότητα των λοιπών εμπειριών που έπονται. Η βόλτα, το φαγητό στα πεθερικά, η σιέστα κ.α. Όπως και το κυριακάτικο γήπεδο για έναν οπαδό, που καθετί πριν από αυτό τελείται και έχει αξία επειδή ακριβώς συμβαίνει πριν το γήπεδο. Άλλωστε δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι τοι θρησκευτικό και ιστορικό περιεχόμενο της Κυριακής όρισε και τον ετυμολογικό της χαρακτήρα. Ημέρα Κυρίου, dies Dominicus. Στα ελληνικά Κυριακή, στα γαλλικά Dimanche. Δεν έχει τέμπο ο Ντεζέρ και αυτό τον κάνει να πιστεύει στην Κυριακή, αλλά ποτέ αυτή να μην πραγματώνεται και να καταδικάζει τα πάντα στη στέρηση του χαδιού της. 

Στο διάβα των γενεών, μπορεί να μην έχουν όλοι ανάγκη τη θρησκεία για την αυτοπραγμάτωση της Κυριακής. Όμως, φρονώ πως όλοι επιδιώκουμε να ανακαλύψουμε τη θρησκεία της Κυριακής ή να κάνουμε την Κυριακή θρησκεία. Πασχίζουμε να ανακαλύψουμε τη συνήθεια εκείνη, που όχι η πρακτική, υλική της απόλαυση, όχι το βίωμά της απαραιτήτως θα οργανώσουν, θα ενορχηστρώσουν όλα τα λοιπά ως λουσμένα από κάτι σαν Πίστη. Δεν ξέρω αν αυτό είναι εφικτό και αν είμαστε καταδικασμένη να οφείλουμε και να αποδίδουμε αυτή μας τη δυνατότητα να σκεφτόμαστε τις Κυριακές έτσι σε θεολογικές ρίζες. Πάντως με κάθε τρόπο η Κυριακή είναι από τα πιο ξεκάθαρα και διαχωρισμένα πράγματα σε αυτό τον κόσμο. Το πλαίσιο και το γήπεδο που καθένας μπορεί να προσδώσει μια τελετουργική αχλύ στις πιο προσωπικές του συνήθειες ορίζοντας το ένα πράγμα υπό την ομπρέλα του οποίου αποκτούν ένα φορτίο. Μπορεί εν τέλει αυτό να είναι μια ημερολογιακή φενάκη, που επιτελεί πρόχειρα το σκοπό της, αλλά καταρρέει ανά πάσα στιγμή. Ίσως οι Κυριακές να είναι φτιαγμένες από το πιο αναξιόπιστο μέταλλο. Τον ψευδάργυρο!

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα