15 στίχοι του Γιάννη Ρίτσου για το απόγευμα της Κυριακής
Σαν σήμερα ο θάνατος του σπουδαίου ποιητή.
Σήμερα, 11 Νοεμβρίου, συμπληρώνονται 28 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή της Ρωμιοσύνης, Γιάννη Ρίτσου. Ήταν 81 ετών.
Τα δύσκολα πρώτα χρόνια της ζωής του
O Γιάννης Ρίτσος, στερνοπαίδι της Ελευθερίας Βουζουναρά και του Ελευθερίου Ρίτσου, γεννήθηκε την 1η Μαίου 1909 στην Μονεμβασιά. Eίχε τρία μεγαλύτερα αδέρφια.
Η Μονεμβασιά, ήταν το πέτρινο καράβι που τον ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. Εκεί χάραξε τους πρώτος στίχους του και τις πρώτες ζωγραφιές του, εκεί πρωτοτραγούδησε δημοτικά τραγούδια αγναντεύοντας την θάλασσα…
Ο Γιάννης Ρίτσος πήγε στο σχολείο, μόλις τεσσεράμιση ετών, με συμμαθήτρια την αδελφή του, Λούλα. Όπως ομολογούσε ο ίδιος δεν τα πήγαινε πολύ καλά με τα γράμματα. Ήταν δε και άτακτος και για αυτό αρκετές φορές τις πέρασε όρθιος στην γωνία, τιμωρημένος. Ότι δεν του έδωσε το σχολείο του, το έδωσε το ανοιχτό μυαλό της μητέρας του.
https://www.youtube.com/watch?v=UyiGZbQBS0c
Όταν ξέσπασε η Οκτωβριανή Επανάσταση, άρχισε να αγοράζει αριστερά βιβλία, κάτι που έκανε τον Ελευθέριο Ρίτσο να οργίζεται. Όμως ο Γιάννης, ο Γιάννος της, άκουγε σαν μαγεμένος την μάνα του να του μιλάει.
Το 1918 ο Ρίτσος εγγράφεται στο Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς. Το 1921 πεθαίνει από φυματίωση ο αδελφός του Μίμης. Ο Ρίτσος εγγράφεται στο Γυμνάσιο Γυθείου. Την ίδια χρονιά πεθαίνει από φυματίωση η μητέρα του σε σανατόριο στην Πορταριά Πηλίου, χωρίς ποτέ να μάθει τον θάνατο του Μίμη.
Το 1924 δημοσιεύονται ποιήματα του Ρίτσου στο περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Οραμα».
Το 1925, έρχεται με την Λούλα στην Αθήνα. Η οικογένεια έχει καταστραφεί οικονομικά. Εργάζεται ως δακτυλογράφος και προσλαμβάνεται στην Εθνική Τράπεζα ως αντιγραφέας στην συμβολαιογραφική της υπηρεσία.
Το 1926 ο Γιάννης Ρίτσος προσβάλλεται και αυτός από φυματίωση. Το 1927 νοσηλεύεται στην κλινική Παπαδημητρίου και λίγο αργότερα μέσα στην χρονιά νοσηλεύεται στην «Σωτηρία», όπου θα μείνει ως το 1930.
Στο διάστημα αυτό, γνωρίζεται με μαρξιστές διανοούμενους, καθώς και με την ποιήτρια, Μαρία Πολυδούρη. Τον Μάιο του ’30 παίρνει υποχρεωτικά εξιτήριο από την «Σωτηρία» και μεταφέρεται στο σανατόριο της Καψαλώνας, έξω από τα Χανιά της Κρήτης. Επιστρέφει στην Αθήνα το 1931. Μπαίνει στην Εργατική Λέσχη και αναλαμβάνει την διεύθυνση του καλλιτεχνικού της τμήματος.
https://www.youtube.com/watch?v=a86ESNx0PaA
Οι πρώτες του ποιητικές συλλογές και ο «Επιτάφιος»
Στο μεταξύ, η αδελφή του Λούλα, έχει μεταναστεύσει στην Αμερική όπου έχει παντρευτεί. Το 1932 ο πατέρας του Ελευθέριος Ρίτσος εισάγεται στο Δαφνί. Το 1933 ο Ρίτσος στρέφεται για βιοποριστικούς λόγους στο εμπορικό θέατρο και το επόμενο έτος, εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τον τίτλο «Τρακτέρ». Το ίδιο έτος, επίσης αρχίζει την συνεργασία του με τον «Ριζοσπάστη» και γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Το 1935 κυκλοφορεί η δεύτερη συλλογή του με τον τίτλο «Πυραμίδες».
Στις 11 Μαΐου 1936, ο Ρίτσος παραδίδει τρία άσματα από το ποίημα που θα ονομαστεί «Επιτάφιος». Τα δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» της 12ης Μαΐου με τον τίτλο «Μοιρολόϊ». Ο Ρίτσος παράλληλα συμπληρώνει τον «Επιτάφιο» με άλλα 11 άσματα.
Διαβάστε αναλυτικότερα για τον «Επιτάφιο» εδώ.
Το βιβλίο τυπώθηκε και διαδόθηκε με φοβερή ταχύτητα. Πουλήθηκαν 10.000 αντίτυπα, αριθμός ρεκόρ για την εποχή. Όταν έγινε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, είχαν απομείνει μόνο 250 αντίτυπα. Κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.
Η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», ο «Επιτάφιος» και η «Ρωμιοσύνη» είναι κάποια από τα σημαντικότερα ποιήματα του Ρίτσου, ενώ έχει κάνει και πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών όπως του Ναζίμ Χικμέτ, του Αλεξάνδρου Μπλοκ, του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Πολλά ποιήματα του Ρίτσου έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη.
Ο Γιάννης Ρίτσος, πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου του 1990. Η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του, τη Μονεμβασιά, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι άφησε πίσω του 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων.
Εμείς διαλέξαμε μερικούς αγαπημένους στίχους από τα ποιήματά του:
«Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του»
«Κι οι λέξεις φλέβες είναι Μέσα τους αίμα τρέχει…»
«Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις -εκεί που πάει να σκύψει με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο, να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου»
«Να είμαστε έτοιμοι. Κάθε ώρα είναι η δική μας ώρα»
«Κάποτε θ’ ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου. Μην ξεχνάς. Περπάτα».
«Εμείς δεν ξέρουμε τι είναι η ομίχλη. Εμείς που λες όλα τα φτιάχνουμε στο φως».
«Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατό μου μια ύστατη γνώση, η γνώση τού θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω»
«Κάποτε, από μια σύμπτωση, βρίσκουν οι λέξεις το άλλο νόημά τους»
«Μάθε ν’ αγαπάς αυτούς που δεν πληγώνουν την αγάπη».
«Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα. Μονάχος στην δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα».
«Αυτά που χάθηκαν, αυτά που δεν ήρθαν μην τα κλαις. Αυτά που τα ‘χες και δεν τα ‘δωσες κλάφ’ τα».
«Ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου».
«Για να φτάσεις να πεις την αλήθεια, θα πρέπει -λέει- να μην περιμένεις πια τίποτα».
«Έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει».
«Αν δεν μπορέσω να το δεις κι εσύ, μοιάζει σα να μη το ‘χω».