60 χρόνια Γιοβάννα: Η θρυλική ερμηνεύτρια ανοίγει -μοναδικά- την καρδιά της στην Parallaxi
Η θρυλική ερμηνεύτρια σε μια σπάνια συνέντευξη στην Parallaxi.
Συνέντευξη στην Κική Μουστακίδου | Εικόνες: Δημήτρης Τσίπας
«Τι λες, παιδί μου; Εγώ θέλω να κυκλοφορώ μες στη ζωή. Και η ζωή είστε εσείς. ”Κλέβω” ζωή και προχωρώ». Είναι αφοπλιστική η απάντηση της Γιοβάννας στο ολόψυχο «ευχαριστώ» για τη συνέντευξη που παραχώρησε στην Parallaxi. Η θρυλική ερμηνεύτρια και συγγραφέας ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη για ένα μοναδικό ρεσιτάλ με αφορμή τα 60 χρόνια της πορείας της στην ελληνική δισκογραφία (Σάββατο 7 Δεκεμβρίου, στο Θέατρο Αριστοτέλειον, στις 20.30 | Περισσότερα: MUST: Μια εμβληματική μορφή έρχεται στη Θεσσαλονίκη!).
Η κατά κόσμον Ιωάννα Φάσσου – Καλπαξή, κόρη του ζωγράφου Κωνσταντίνου Φάσσου, έχει χαράξει τον δικό της μοναδικό δρόμο στο τραγούδι, σημειώνοντας διεθνή επιτυχία, και μετρά ταυτόχρονα 45 χρόνια δημιουργίας στον ιδιαίτερα ευεργετικό για εκείνη χώρο της λογοτεχνίας και της ποίησης (Το 22ο κατά σειρά βιβλίο της με τίτλο «Η Συμφωνία της Χαράς» κυκλοφορεί την άνοιξη του 2020 από τις Εκδόσεις Κέδρος).
https://www.youtube.com/watch?v=jTA5AxFzS04
Από το «Καλοκαιράκι» του Σπήλιου Μεντή, με το οποίο κέρδισε το δεύτερο βραβείο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού μέχρι την πρώτη εκτέλεση στο «Αν θυμηθείς το όνειρό μου» του Μίκη Θεοδωράκη, από το Φεστιβάλ Πολωνίας όπου τραγούδησε το κομμάτι «Τι Κρίμα» του Μίμη Πλέσσα και στη συνέχεια τα τραγούδια του Γιάννη Σπανού στη Γαλλία μέχρι την πλήρη αποθέωση στη Σοβιετική Ένωση και τη Γεωργία, από τη συμμετοχή της στη Eurovision εκπροσωπώντας την Ελβετία μέχρι τη μαθητεία δίπλα στο Γιάννη Ρίτσο και την αφοσιωμένη ενασχόλησή της με το γράψιμο, η ζωή της Γιοβάννας μοιάζει -και είναι-αξιοζήλευτη (Διαβάστε όλες τις χρήσιμες λεπτομέρειες για την καριέρα της Γιοβάννας ΕΔΩ).
60 χρόνια πορείας είναι μεγάλη υπόθεση. Ποια αίσθηση σας αφήνουν όταν πηγαίνετε πίσω και αναλογίζεστε όσα ζήσατε;
Τώρα γυρίζω, τα σταθμίζω, τα αξιολογώ και τα βάζω στη βαλίτσα μου. Γιατί η βαλίτσα, την οποία θα πάρω μαζί μου, στη μεγάλη πόρτα, πρέπει να έχει μέσα – όπως το λέω και το ξαναλέω – ένα γερό άξιον εστί. Εγώ δεν θα τολμήσω να φανταστώ ότι θα φτάσω σε αυτή την πόρτα χωρίς αυτό το άξιον εστί. Να δικαιολογήσω το λόγο που υπήρξα, γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη συλλογιστεί γιατί γεννηθήκαμε, πού πάμε, τι κάνουμε.
Εγώ δεν ξέρω πού πάμε, δεν ξέρω τι κάνουμε, ακολουθώ αυτή την εσωτερική γνώση που υπάρχει σε όλους και προχωρώ παλεύοντας με τα τάλαντα, τα όποια τάλαντα, μου έχει δώσει ο Κύριος. Θέλω αυτή την πείρα, αυτό το μεγάλο ταξίδι που έκανα να μπορέσω να το προσφέρω όλο, από την αρχή, πώς αρχίζει η γνώση, πώς αρχίζει το ξεκίνημα, πώς αρχίζουμε με όλα εκείνα τα μείον που μπορεί να δίνει η ανασφάλεια ή ο τρόπος που μεγαλώσαμε, πώς θα τα πετάξουμε όλα αυτά και πώς θα αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε αυτό που είναι η ζωή μας.
Είναι δύσκολο, χρειάζεται μια εμπειρία πολλών χρόνων για να το δεις ανοιχτά και νομίζω πως αυτή την εμπειρία την κουβαλάω πια, όπως κουβαλάω και τον εαυτό μου, τον οποίο δεν ήξερα για πάρα πολλά χρόνια, τον ανακάλυψα μέσα από το γράψιμο και είναι αυτός τώρα που συνδιαλέγομαι μαζί του και μου δίνει αυτή την αίσθηση της γαλήνης, της ηρεμίας που έχω απόλυτη ανάγκη. Ένα είδος ηρεμίας που πλησιάζει στη νιρβάνα. Όταν αισθάνεσαι απαγκιασμένος μέσα σου, όταν αισθάνεσαι ότι ήρθε η ώρα του πολεμιστή να ξεκουραστεί, αλλά μη παραδίδοντας τα όπλα του. Απλούστατα τα μετατρέπει σε λουλούδια, τα οποία τα προσφέρει γιατί αν δεν τα δώσεις μαραίνονται.
Θυμάστε την πρώτη φορά που εμφανιστήκατε μπροστά σε κοινό; Τι είπατε μέσα σας, στον εαυτό σας, μετά το πρώτο «βάπτισμα»;
Η πρώτη μου εμπειρία μπροστά σε κόσμο ήταν όταν ήμουν 15 χρονών που ήμουν μαθήτρια του Ωδείου Αθηνών στην όπερα, τραγούδι έκανα, και κάθε χρόνο ο καθηγητής φωνητικής μας, ο Κίμωνας Τριανταφύλλου, αδερφός του Αττίκ, έκανε την παρουσίαση της τάξης του στον Παρνασσό. Μην πάει το μυαλό σας στο βουνό, αλλά στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», ο οποίος είναι στο κέντρο της Αθήνας. Έχει μια μεγάλη αίθουσα και έχει και μικρότερες στις οποίες ο πατεράκος μου έκανε τις εκθέσεις του, γιατί ήταν ζωγράφος – και νομικός, βέβαια.
Έτσι, η πρώτη μου παρουσία ήταν που τραγούδησα δύο γαλλικές σανσονέτ, τραγουδάκια γαλλικά, γιατί ήμουν πολύ μικρή και δεν μπορούσα να κουράσω τη φωνή μου (τραγουδά ένα απόσπασμα στα γαλλικά). Αυτό το θυμάμαι μου έχει μείνει: Αγαπά ο Ιωάννης την Ιωάννα και η Ιωάννα αγαπά τον ωραίο Γιάννη. Δεν ξέρω τι άλλα λόγια ήτανε, αυτό μου έχει μείνει (γέλια).
Δεν έλεγα μέσα μου τίποτε. Τότε, αγάπη μου, εγώ δεν υπήρχα. Υπήρχε μόνο το ένστικτό μου και με αυτό προχωρούσα μέχρι μεγάλη ηλικία. Μέσα από το γράψιμο βρήκα τον εαυτό μου, μέσα από το γράψιμο θαύμασα το τι κρύβει μέσα του ο άνθρωπος. Γνώρισα το εσωτερικό εργαστήρι το οποίο υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο και αποθηκεύει όλα εκείνα που του δίνεις και όταν ξαναγυρίσεις σε αυτά σου τα φέρνει έτοιμα πια, δεδουλευμένα. Είναι έτοιμα. Και καταλαβαίνεις ότι έχεις προχωρήσει. Σου παρουσιάζει και λέξεις οι οποίες δείχνουν ανεβασμένο το επίπεδο. Έρχονται αυτές οι όμορφες λέξεις που έχεις μάθει και σου τα παρουσιάζει την κατάλληλη στιγμή. Και από εκεί νιώθεις ότι κέρδισες και άλλο επίπεδο, και άλλες σταγόνες από τον ωκεανό του λόγου.
Το κομμάτι του παρελθόντος τι ρόλο παίζει στη ζωή σας; Αφήνετε χώρο στη νοσταλγία;
Δεν έχω καμιά νοσταλγία για το παρελθόν. Έχω μονάχα παράπονα γιατί δεν είχα συνειδητοποιηθεί για να τα ζήσω όλα εκείνα που μου έφερνε ο δρόμος μου. Ανταποκρινόμουν με τον καλύτερο τρόπο, αλλά δεν τα απολάμβανα. Κι αυτό γιατί ήμουν γεμάτη φόβους, γεμάτη ανασφάλειες και δεν με είχα στα χέρια μου.
Τώρα τα βήματά μου είναι σταθερά, ξέρω αυτά που μπορώ να δώσω, αφήνω ελεύθερο τον εσωτερικό εαυτό μου να εκφράζεται και γι’ αυτό τώρα το τραγούδισμά μου είναι διαφορετικό από τότε, είναι συνειδητοποιημένο πολύ περισσότερο και όλος αυτός ο αγώνας, η εσωτερική πάλη που είχα ώσπου να με βρω και να πετάξω τα «σκουπίδια» και τις λεηλασίες και να γυρίσω στο δικό μου το δρόμο, μου έδωσε τη δύναμη να καταλάβω πού είμαι αυτή τη στιγμή.
Έγραψα πάρα πολύ. Να φανταστείς ότι έλειψα από το τραγούδι 40 χρόνια. Έγραψα με πάθος, με δέος για τον λόγο και έγραφα συνεπαρμένη από τον λόγο. Γιατί ο λόγος έχει μια μαγεία που έτσι και την ανακαλύψει κάποιος δεν μπορεί να καλυφθεί από τίποτα. Είναι η σύλληψη, η κύηση και η γέννα μαζί. Μπαίνεις σε άλλους κόσμους.
Το γράψιμο μοιάζει να σας κυριεύει…
Όταν έχω να γράψω κάτι είμαι στον πυρετό αυτού του κάτι. Το προτελευταίο μου βιβλίο είναι το «Όνειρο είδα», το οποίο είναι ποίηση, 46 σελίδες, όχι κομματιαστή, ένα ποίημα. Έχοντας αρχίσει από την ιδέα και το παράπονο ότι αυτή η φανταστική σε ομορφιά χώρα είναι ντυμένη από κουρέλια που της φοράμε εμείς, κάποια στιγμή ξεκινάω να γράφω.
Έγραφα επί είκοσι μέρες και δεν έπαιρνα ανάσα. Και ξεκίνησε ένα ”έπος” αρχίζοντας από την παγκοσμιότητα και καταλήγοντας στην ιστορία της Ελλάδος από σήμερα και μέχρι την αρχαία εποχή και με ένα άλμα βρίσκομαι στη σημερινή εποχή. Και στο τέλος λέω ”αυτά όλα τα είδα όνειρο”. Αυτή η συλλογή βρίσκεται, μαζί με τις άλλες δύο τελευταίες ποιητικές μου συλλογές στην Οξφόρδη. Και βρέθηκε να έχει το Χάρβαρντ, χωρίς να το ξέρω, δέκα μου βιβλία.
Η διεθνής καριέρα που καταφέρατε να κάνετε έχει ξεχωριστή θέση στα «παράσημά» σας. Ποιες χώρες αγαπήσατε περισσότερο, με ποιες γλώσσες συνδεθήκατε;
Με συνδέουν τα τραγούδια, αγαπώ πάρα πολύ τη μελωδία. Ο έρωτας μου είναι οι μελωδίες, για αυτό και προσπαθώ να καταλάβω τα σημερινά ακούσματα. Εκείνο που εγώ δεν μπορώ να καταλάβω, φαντάζομαι λόγω της ηλικίας μου, είναι τα ουρλιαχτά που βγάζουν τα παιδιά γιατί πιστεύουνε ότι έτσι θα καθιερωθούν, έτσι θα γυρίσουν τα αυτιά να τα ακούσουν ή έχουν σπουδαιότητα κραυγάζοντας. Το τραγούδι είναι περισσότερο εξωτερικό σήμερα παρά εσωτερικό. Σε πήγα αλλού νομίζω…
Δεν πειράζει…
Εγώ τραγούδησα στην Ευρώπη, έκανα τουρνέ μέσα στη Γερμανία, εκεί είχα φαν κλαμπ, ήμουν μέσα στην τουρνέ του Σασά Ντιστέλ που ήταν διάσημος Γάλλος ηθοποιός. Βέβαια ήταν πολύ κουραστικό γιατί μας ανάγκαζαν να κάνουμε δυο παραστάσεις σε διαφορετικές πόλεις μέσα στην ίδια μέρα. Οπότε εγώ ξετινάχτηκα γιατί δεν ήμουν και κανένα θηρίο από άποψη αντοχής, ήμουν πάντα αρκετά ευαίσθητη. Τη Γερμανία δεν τη θυμάμαι σαν πάρε δώσε μεταξύ του εκφραζόμενου και των αποδεκτών, τη θυμάμαι μόνο σαν τα στούντιο που έγραφα τους δίσκους, τις ωραίες ενορχηστρώσεις. Τα τραγούδια ήτανε λίγο χαζά αλλά προσπάθησα και τα έλεγα με τη δικιά μου φωνή και τον δικό μου τρόπο.
Στην Ιταλία έκανα 4 τραγούδια και στη Γαλλία έκανα ένα δίσκο μέσα στον οποίο ήταν τέσσερα γαλλικά τραγούδια, το ένα από αυτά ήταν του Γιάννη Σπανού, το Le ciel est une plage, το οποίο το τραγουδάω αύριο στα ελληνικά. Εκεί που φυσικά έχω τις μεγάλες μου τις μνήμες και το άξιον εστί μου ήταν στη Σοβιετική Ένωση και τη Γεωργία. Έχω μεγάλους δεσμούς εκεί.
Πώς προέκυψε αυτή η στενή σχέση με τη Ρωσία;
Την αγάπη του κόσμου δεν την πληρώνεις, την προκαλείς. Έτσι γίνεται πάντα, την αγάπη δεν την αγοράζεις. Μετά το φεστιβάλ της Πολωνίας που πήρα το πρώτο βραβείο, και εκεί ήρθε και με άκουσε ο Πρέσβης της Ρωσίας, έγινε η πρόσκληση να πάω στη Σοβιετική Ένωση να τραγουδήσω. Εκείνη την εποχή είχα διαλέξει για το Φεστιβάλ της Πολωνίας το τραγούδι του Μίμη Πλέσσα «Τι Κρίμα». Και επρόκειτο για μια μεγάλη ορχήστρα 35 οργάνων, μέχρι και άρπα είχαμε.
Έτσι άρχισε η επαφή μου με το σοβιετικό κοινό. Κάναμε πολύ μεγάλη επιτυχία, έμεινα 25 μέρες και έκανα ταξίδια μέσα στη Σοβιετική Ένωση. Το ρεσιτάλ μου μεταδιδόταν την τελευταία μέρα σε όλη τη Σοβιετία. Και έφτασα κάτω στη Γεωργία όπου τους τραγούδησα το Tbiliso, που είναι ένας ύμνος για την πρωτεύουσά τους.
Tbilisi είναι η Τυφλίδα και τραγούδησα το τραγούδι εκείνο που έγινε επιτυχία. Και έκτοτε σε όλες τους τις γιορτές το βάζουν με τη δικιά μου τη φωνή, μου λένε ακόμα ”δεν το έχει πει καμιά δικιά μας έτσι”. Νομίζω ότι απογειώνομαι εγώ περισσότερο με τη μουσική και τα λόγια του παρά οι ίδιοι που τη ζουν την Τυφλίδα.
Ζήσατε πολύ στο εξωτερικό;
Έζησα στο εξωτερικό 150 μέρες επί τρία χρόνια, δηλαδή το ’62, το ’63 και το ’66. Έζησα 50 και 50 και 50 μέρες στη Σοβιετική Ένωση. Γι’ αυτό και ακόμη μου έχουν μείνει κάποια ρώσικα, τότε που είχα και λίγη μνήμη περισσότερη άκουγα τα ρώσικα και μου μείνανε. Αλλά δεν είναι πολλά, προς Θεού.
Τι σας ενοχλεί περισσότερο στην Ελλάδα, τι σας πληγώνει;
Δεν θέλω να τρώμε χαστούκια, πάσης φύσεως. Φαινόμαστε λιγότεροι. Νομίζω ότι οι έξω μας επιβάλλονται, και δεν το θέλω. Δεν θέλω να είμαστε πάντα με σκυμμένο κεφάλι, θέλω κάποια φορά να νιώσω περήφανη. Και νιώθω περήφανη κάθε φορά που ακούω ότι το πνευματικό υλικό της Ελλάδας ταξιδεύει έξω, τα νέα παιδιά με τα τεράστια μυαλά, και φέρνουνε κότινους στην Ελλάδα από πνευματικά επιτεύγματα, είτε ιατρικά, είτε του λόγου κ.α. Υπάρχουνε μυαλά, τα οποία δυστυχώς μας φεύγουν. Αυτό είναι τραγικό.
Εκείνο το οποίο περιμένω από την όποια διακυβέρνηση, γιατί εγώ δεν ανήκω πουθενά, είναι να αγαπήσει την Ελλάδα. Αν ανεβούν επάνω άνθρωποι που μπορούν και βλέπουν ένα μέτρο πιο πέρα από τις μύτες των παπουτσιών τους, νομίζω ότι η Ελλάδα θα προχωρήσει πάρα πολύ. Ο ελληνικός λαός περιμένει να εμπιστευθεί κάποιον για να ακολουθήσει σωστά. Και να φύγει από το DNA μας το πάρε δώσε με τον ηλεκτρολόγο που έρχεται στο σπίτι και δεν δίνει απόδειξη. Δεν γίνεται έτσι. Πρέπει να ξέρουμε ότι για να λειτουργήσει το πράγμα και να έχουν όλοι για τα παιδιά τους καλύψεις και γερή σύνταξη για εκείνους πρέπει κάποια στιγμή να δίνουμε σε αυτό το κράτος αλλά και το κράτος να μην τα τρώει.
Είναι δύσκολο, αλλά ποιες συνεργασίες ξεχωρίζετε;
Με τον Σπήλιο Μεντή είχα πολύ μεγάλη συνεργασία, ο οποίος βέβαια δεν ήταν μουσικός, άκουγε μουσική. Εμένα μου άρεσε πολύ ο Γιάννης Σπανός, πιστεύω ότι έχω τραγουδήσει πολύ καλά τα τραγούδια του τότε. Νομίζω ότι του έχω τραγουδήσει το ”Θυμήσου τον Σεπτέμβρη” έτσι όπως δεν το τραγούδησε καμία. Συγχωρήστε μου την έπαρση…
Έχετε διαγράψει μια πορεία 45 ετών στη λογοτεχνία. Ποια είναι τα κεντρικά θέματα στα βιβλία σας;
Τα μυθιστορήματα είναι καθαρά κοινωνικά. Είναι ο άνθρωπος και ιδιαίτερα ερεθίσματα. Τώρα η ποίηση έρχεται. Εκείνη την ώρα πονάς και γράφεις.
Πώς ήταν να μαθαίνεις ποίηση δίπλα στο Γιάννη Ρίτσο; Τι αναμνήσεις κρατάτε από τον μεγάλο ποιητή;
Ήτανε φίλος του Μεντή και πηγαίναμε στο σπίτι του, κάθε Σάββατο μαζευόντουσαν εκεί συγγραφείς, ποιητές και περνούσαμε εκεί τις βραδιές μας μαζί. Έγραφε ο Σπήλιος Μεντής, συνέθετε του Καημούς της Γειτονιάς του Ρίτσου, μάθαινα εγώ τα τραγούδια, του τα έλεγα και οι άλλοι που ακούγανε βαθμολογούσανε. Ήτανε γλυκύτατος, της προσφοράς, όσες γνώσεις μπορούσαμε να πάρουμε από αυτόν τις έδινε.
*H θρυλική ερμηνεύτρια Γιοβάννα έρχεται στη Θεσσαλονίκη και στο θέατρο Αριστοτέλειον απόψε Σάββατο 7 Δεκεμβρίου για να παρουσιάσει ένα μοναδικό ρεσιτάλ με αφορμή τα 60 χρόνια της μυθικής της πορείας στην ελληνική δισκογραφία.
**ΘΕΑΤΡΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΝ ΣΑΒΒΑΤΟ 7 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΣΤΙΣ 20:30
Διάρκεια παράστασης: 2 ώρες με διάλειμμα
Τιμές εισιτηρίων ΠΛΑΤΕΙΑ ΖΩΝΗ Α’: 18 EURO ZΩΝΗ Β’: 16 EURO EΞΩΣΤΗΣ: 13 EURO/11 ΕURO (ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ-ΑΝΕΡΓΙΑΣ)
Αγοράστε ηλεκτρονικά τα εισιτήριά σας ΕΔΩ
ΣΗΜΕΙΑ ΠΡΟΠΩΛΗΣΗΣ
Στο ταμείο του θεάτρου Αριστοτέλειον καθώς και στα καταστήματα PUBLIC