Χειμερινοί Κολυμβητές: Τα 40 χρόνια μιας θρυλικής μπάντας
Η ιστορία της μακροβιότερης ελληνικής μπάντας μέσα από τα λόγια των πρωταγωνιστών της
Το να γιορτάζει μια μπάντα στην Ελλάδα 40 χρόνια ζωής δεν είναι κάτι ακριβώς συνηθισμένο. Πόσο μάλλον όταν η μπάντα αυτή δεν έχει ακριβώς τα χαρακτηριστικά ας πούμε ενός μουσικού σχήματος που έμεινε ανέπαφο στο χρόνο, που δεν είδε τη σύνθεση του να αλλάζει, να αναπροσαρμόζεται, να εμπλουτίζεται και παρόλα αυτά το κοινό να παραμένει πιστό 4 δεκαετίες και να μεγαλώνει με το πέρασμα του χρόνου. Οκτώ δίσκοι όλοι και όλοι, επιλεγμένες εμφανίσεις κατά άτακτα χρονικά διαστήματα, μια συνεκτική φυσιογνωμία και χιλιάδες μυθικές ιστορίες.
Εικόνες: Αρχείο Αργύρη Μπακιρτζή
Τους πρωτάκουσα το καλοκαίρι του 81 σε ένα καφωδείο πλάι στις γραμμές του τρένου στους Αμπελόκηπους, το Τσαφ Τσουφ, που έπαιζε συνέχεια, λόγω τόπου, τον Επτάλοφο οι στίχοι του οποίου γράφτηκαν απ’ τον Α. Μπακιρτζή το μακρινό 1960 και αναφέρονται στην αερογέφυρα πάνω απ’ τις γραμμές των τραίνων, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Πάντων.
Η φωνή του Μπακιρτζή ήταν ότι πιο παράξενο είχα ακούσει στο ελληνικό τραγούδι. Απόκοσμη. Επιβλητική. Το Δεύτερο Πρόγραμμα τα χρόνια που ακολούθησαν τους λάτρεψε τα απογεύματα.
Θεωρητικά η μουσική ζωή τους ξεκινά με την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου με το όνομα τους το 1981. Στην πραγματικότητα όμως η ιστορία πάει πίσω στο χρόνο. Ο ίδιος ο Μπακιρτζής έχει πει:
”Θεωρώ ως έναρξη ένα πάρτυ της αδελφής του Ισίδωρου Παπαδάμου, συνιδρυτή του σχήματος, το 1965, που μου χάρισε και ένα μπουζούκι. Μας συνέδεσε η αγάπη για το μπουζούκι και τα ρεμπέτικα. Ακολουθεί η γνωριμία με Κώστα Σιδέρη λίγο μετά. Παρέα, παλιατζίδικα, δίσκοι 78 στροφών, πρόχειρες ηχογραφήσεις, μπουζουκτσίδικα για να ακούσουμε τους Μάρκο, Στράτο, Παπαιωάννου, Τσιτσάνη, Μπιθικώτση, Κυριαζή, Τσίτρα, Μπέλλου, Τσαουσάκη, Mαυράκη, Παπαγεωργίου (κλαρίνο) κ.ά.”
Η αυτοπαρουσίαση τους λιτή και απέριττη, γεμάτη σημεία στίξης όπως η παρουσία τους:
”Οἱ «Χειμερινοὶ Κολυμβητές» ὡς μουσικὸ σχῆμα ξεκίνησαν τὸ 1979 καὶ κατὰ καιροὺς δέχονται στὶς τάξεις τους διάφορους συνεργάτες σὲ μόνιμη ἢ περιστασιακὴ βάση. Καθένα ἀπὸ τὰ μέλη ἀκολουθεῖ προσωπικὴ διαδρομὴ στὴν ἑλληνικὴ μουσικὴ σκηνή, μὲ ξεχωριστὴ δισκογραφικὴ παρουσία. Οἱ Χειμερινοὶ Κολυμβητὲς ἀποτελοῦν μία μοναδικὴ περίπτωση μουσικοῦ σχήματος. Τραγουδοῦν τὸν ἔρωτα, τὴ μοναξιά, τὴν ὀμορφιά, τὶς φευγαλέες εἰκόνες, τὸ κέφι τῆς παρέας, τὴν μαγεία τῆς νύχτας. Προτείνουν μία διαφορετική, sui generis συναυλία, ποὺ μένει ἀξέχαστη σὲ ὅσους τὴν ἔχουν παρακολουθήσει ἔστω καὶ μία φορά. Οἱ ἀραιὲς ἐμφανίσεις τους ἀποτελοῦν γεγονός, κάθε συναυλία τους εἶναι διαφορετική, ἀφοῦ δημιουργεῖται «ἐπὶ τόπου» μὲ τὴν συμμετοχὴ τοῦ κοινοῦ, ἐνῷ κάθε παράστασή τους διακρίνεται ὄχι μόνο γιὰ τὴ μουσική τους πρόταση ποὺ συνδυάζει παραδοσιακὰ καὶ ἔντεχνα στοιχεῖα, ἐφαρμοσμένα ἀπὸ δεξιοτέχνες μουσικούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν εὐδιάθετη, ζεστὴ καὶ οὐσιαστικὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ δημιουργοῦν οἱ Χειμερινοὶ Κολυμβητὲς μὲ τὸ κοινό τους.”
Στον πρώτο δίσκο, που ηχογραφείται το 1980 συμμετέχουν οι Μιχάλης Σιγανίδης, Δημήτρης Πολυζωίδης και Γιώργος Ταμκατζόγλου. Στο τραγούδι Προσφυγιά συμμετέχει και ο Νίκος Παπάζογλου.
Ο ένας εκ των πρωταγωνιστών, Ισίδωρος Παπαδάμου θυμάται:
”Η συνάντηση μου και η γνωριμία με τον Αργύρη Μπακιρτζή το 1967 απέβη μοιραία και καθόρισε τα επόμενα βήματα μου. Ήμουν μαθητής της Β’ Λυκείου και εκείνος φοιτητής Αρχιτεκτονικής, συμφοιτητής με την αδερφή μου.
Αφού συναντηθήκαμε, διαπιστώσαμε πώς είχαμε κοινούς στόχους και προτεραιότητες. Μα ενδιέφερε η ελληνική μουσική και το τραγούδι σε όλες τις καλές τις καλές του μορφές, λαϊκό, δημοτικό, ρεμπέτικο.
Εγώ έπαιξα ήδη μπουζούκι από την Β’ Γυμνασίου. Αυτό κυρίως συντέλεσε το να προχωρήσουμε σε μία πρώτη συνεργασία. Με το μπουζούκι που του χάρισα, όπως ο ίδιος αναφέρει στο δίσκο, προχωρήσαμε σε ένα βαθύτερο καλλιτεχνικό δέσιμο. Αρχίσαμε να παίζουμε μαζί αυτοδιδασκούμενοι και ακούγοντας κυρίως μόνο δίσκους γραμμοφώνου. Τα παλιότερα τραγούδια, αφού είχαν μεσουρανήσει, είχαν αφεθεί να ξεχαστούν. Έτσι έπρεπε από την μεριά μας να τα ξανακαλύψουμε. Αυτή ήταν η πρώτη περίοδος η μυσταγωγική με πολύ άκουσμα και αρκετό παίξιμο.
Μαθητεύαμε και διασκεδάζαμε παράλληλα ώσπου ωρίμασε στον Αργύρη η ιδέα και η επιθυμία να συνθέσει δικά του τραγούδια. Θυμάμαι που με φώναξε, μόλις είχε γυρίσει από τις ανασκαφές των Φιλίππων με τον Πελεκανίδη και πήγαμε σε έναν φίλο στην πλατεία της Αγίας Σοφίας, που έπαιζε πιάνο και ηχογραφήσαμε το πρώτο του τραγούδι. Ακολούθησαν πολλά άλλα που έρχονταν με χαρά κάποιες φορές και μου τα έπαιζε.
Έτσι άρχισε να αναπτύσσεται μια μορφή επεξεργασίας του νέου υλικού. Παίζοντας τα διέκρινα πράγματα πρωτοποριακά και ευφυή στις συνθέσεις του. Απορούσα με τη δύναμη της έμπνευσης, ενώ εκείνος αδιαφορούσε πλήρως για τη γνώση και τη μελέτη της μουσικής. Πολλά τραγούδια ήταν αποτέλεσμα μιας μέθης των αλλεπάλληλων ερώτων που βίωνε. Πολύ συχνά κάποια συναισθηματικά ξεσπάσματα κατέληγαν σε ένα όμορφο τραγούδι ειδωμένο με νέα ματιά, μπροστά από την εποχή του.”
O πρώτος του δίσκος κυκλοφορεί το 1981 και κάνει τρομερή αίσθηση. Οι νεανικές παρέες τον κάνουν πραγματικά ύμνο τους. Στα στέκια εκείνης της εποχής, καφωδεία, μουσικές σκηνές όλοι επιθυμούν να εντάξουν τραγούδια αυτού του παράξενου υλικού ενώ η μυστηριώδης φωνή του Μπακιρτζή στοιχειώνει τα ραδιόφωνα.
Η Ντόρα Ρίζου, από τους παλαιότερους σε ιστορία ανθρώπους της ελληνικής δισκογραφίας θυμάται τη γνωριμία τους:
”Όταν εργαζόμουνα στην Columbia στην Αθήνα, είχα ακούσει ένα τραγούδι των Χειμερινών Κολυμβητών στο ραδιόφωνο και εντυπωσιάστηκα τόσο από την φωνή του Αργύρη όσο και από τον ήχο της μπάντας. Αμέσως,πήγα και αγόρασα το βινύλιο. Αναλαμβάνοντας το υποκατάστημα της «Λύρα»στην Θεσσαλονίκη, γνώρισα όλα τα μέλη του σχήματος. Μόλις είχε κυκλοφορήσει ο δεύτερος δίσκος «Από το πάρκο στην Μυροβόλο» στην Λύρα. Ήταν ένα σχήμα του οποίου κάθε μέλος ήταν μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα και όλοι εξαιρετικοί μουσικοί. Δεν είμαστε απλά συνεργάτες, γίναμε κολλητοί φίλοι και κάθε φορά που συναντιόμαστε στο στούντιο, σε συναυλίες ή σε ταβέρνες ήταν μια γιορτή.”, θυμάται η Ντόρα Ρίζου.
Από τα ονόματα που συνδέθηκαν και ταυτίστηκαν με την πορεία της μπάντας, ο σπουδαίος jazz man Μιχάλης Σιγανίδης θυμάται πως ενεπλάκη:
”Εξ απαλών ονύχων, εξ ενστίκτου, προς το όραμα μιας αδελφότητας φανταστικού φολκλόρ-δανείζομαι το όνομα της κολλεκτίβας A.R.F.I. (Association à la Recherche d’un Folklore Imaginaire), της Λυών, που ταιριάζει γάντι. Το καλοκαίρι του ‘79 θέλοντας ασυνειδήτως να αποφύγω να πάω διακοπές στα νησιά με το πουλί Ροκ ή Ρουχ, ενέδωσα, σχεδόν εν υπνώσει, στην πρόσκληση του μακαριστού Νίκου, στο υπόγειο Αγροτικό, να συνοδεύσω τα παιδιά (Αργύρη, Ισίδωρο, Σιδέρη) στην ηχογράφηση του ντεμπούτου τους(…)”
Σπουδαίοι μουσικοί υπήρξαν κομμάτι της ιστορίας τους, όπως ο Φλώρος Φλωρίδης που αποχώρησε το 2005:
”Η δική μου εμπλοκή ξεκίνησε στο στούντιο του Παπάζογλου, το Αγροτικόν όταν ήταν στην Παπάφη 150 που γράφτηκε ο πρώτος δίσκος. Εγώ τότε αυτοσχεδίαζα. Ήταν αρχές της δεκαετίας του 80, μου είπαν ο Σιγανίδης και ο Πολυζωϊδης έλα μαζί μας. Ήταν ένα περίεργο και ιδιαίτερο γκρουπ. Μπήκα. Στις πρώτες αφίσες εμφανιζόμουν σαν quest. Μπήκα και ήμασταν εμείς οι τρεις το αυτοσχεδιαστικό τρίο της μπάντας και από την άλλη το λαϊκό με τον Ρούλη (Ισίδωρος). Ένα μπάντρεμα δυο πλευρών και στη μέση η προσωπικότητα του Αργύρη που έλεγε μικρές ιστορίες. Ήταν ένα cult με την καλή έννοια, περίεργο, αληθινό. Στίχο που ακόμα μοιάζει αριστούργημα. Επιμέναμε πολύ στα πρώτα χρόνια και καθιερώθηκε. Δεν ήταν τα γκρούπ της εποχής και οι κομπανίες. Είχε τις σωστές δόσεις και την όρεξη όλων των ανθρώπων. Ήμασταν σαν μια κομμούνα τότε όλοι μαζί. Σεβασμός απέναντι σε όλους όσους συμμετείχαν. Καλλιτεχνική σύγκρουση διαφορετικών επιρροών όμως απόλυτος σεβασμός μεταξύ μας. Όλοι είχαν άλλες δουλειές και η μοιρασιά όταν υπήρχαν έσοδα ήταν δίκαιη σε όλους. Ο Αργύρης ήταν μια πατρική φυσιογνωμία.”
Πάνω κάτω στο ίδιο συμφωνεί και ο Κώστας Βόμβολος:
”Νομίζω πολύ απλά γιατί παίρνουμε όλοι τα ίδια χρήματα και δεν είχαμε ποτέ καμία τρελή εμπορική επιτυχία ώστε να μπούμε στον πειρασμό να προσπαθήσουμε να εξαργυρώσουμε οικονομικά ή επαγγελματικά τη συμμετοχή μας στην μπάντα. Εξάλλου δεν νοούνται «Χειμερινοί κολυμβητές» χωρίς τον Αργύρη”
Ο Κώστας Βόμβολος μπήκε στη μπάντα στο δεύτερο δίσκο και παραμένει βασικό στέλεχος από τότε:
”Με τους μουσικούς που έπαιξαν στον πρώτο δίσκο και αποτέλεσαν τον πρώτο οργανωμένο για δημόσιες εμφανίσεις πυρήνα των «Χ.Κ» ήμασταν φίλοι και συνεργάτες από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Έτσι, ήρθε πολύ φυσικό τρόπο η πρόταση να συμμετάσχω στον δεύτερο δίσκο και να ακολουθήσω το σχήμα στις -μετρημένες έτσι κι αλλιώς- επόμενες συναυλίες του.”
Για τον τρόπο που η μπάντα κατάφερε να υπάρξει τόσες δεκαετίες λέει:
”Δεν ξέρω αν πρέπει να ονομαστεί χαλαρότητα αλλά η ιδιαιτερότητα του σχήματος είναι ότι ενώ κατά μεγάλο μέρος αποτελείται από επαγγελματίες με ισχυρό προσωπικό στίγμα και πολύ διαφορετικές ταυτότητες υπάρχει μια άρρητη συμφωνία : οι βασικές αισθητικές αλλά και «επαγγελματικές» επιλογές γίνονται από τον Αργύρη. Είναι ανακουφιστικό πολλές φορές να μπορείς να είσαι ενεργός και δημιουργικός αλλά να μην έχεις εσύ την τελική ευθύνη.
Μια ανάμνηση του:
Νομίζω πως το έχω ξαναπεί αλλά ήταν μια συναυλία στην οποία δεν πρόλαβα να παίξω γιατί ήμουν φαντάρος και δεν κατάφερα να ξεμπερδέψω εγκαίρως. Έφτασα λοιπόν λίγο πριν από το τέλος και ως θεατής πια έπεσα πάνω στο τραγούδι με τους στίχους του Σαίξπηρ : «Δεν ξεδιψά ο που αναβάλλει, λοιπόν φιλί, φιλί και πάλι κι η νιότη είναι ύφασμα που δεν βαστά». Ε..ήταν και ένα γλυκό καλοκαιρινό βράδυ…
Σε μια πάροδο τόσων χρόνων οι αναμνήσεις χιλιάδες, όμως κάποιες στιγμές παραμένουν μοναδικές. Θυμάται ο Μιχάλης Σιγανίδης:
”Το κρανίο του μπαρμπα Σταύρου στην παλάμη του Αργύρη, που το στρέφει στο μικρόφωνο σαν περισκόπιο υποβρυχίου, στον Λυκαβηττό. πακέτο 180 χιλιάδων δραχμών που επιδεικνύω στη μαμά, μετά από επιτυχημένες εμφανίσεις του συγκροτήματος στην Αθήνα. Ο μονόλογος του Φλώρου επί τη αποχωρήσει του.”
Ο Διονύσης Ρούσσος μπήκε στη μπάντα αφού είχαν ξεκινήσει:
”Έγινε μια συναυλία το 83’ ή 84’ στο Θέατρο Αμόρε στην Αθήνα. Ήμουν φαντάρος, πήρα άδεια και πήγα. Πρώτη φορά τους είδα ζωντανά. Ήταν απίστευτη η ατμόσφαιρα. Είναι δηλαδή αυτό που λέει ο Αργύρης: “ Όταν λες δεν λες και όταν δε λες, τότε λες ”. Μέχρι τότε νόμιζα ότι ο Μπακιρτζής ήταν ο Ισίδωρος Παπαδάμου. Στο πρόσωπο αυτό με παρέπεμπε η μοναδική αυτή φωνή. Μετά κατάλαβα. Στο διάλειμμα γνώρισα τον Αργύρη. Του είπα ότι έχουμε φτιάξει ένα δικό μας μουσικό γκρουπ από το 81’ και παίζουμε τα τραγούδια των Κολυμβητών. Μετά από λίγο με φώναξε στη σκηνή και είπαμε ένα τραγούδι μαζί με μια χορωδία φίλων της στιγμής. Από εκεί ξεκίνησαν όλα.
Όταν το 81’ άκουσα τον πρώτο δίσκο γύρισε ο κόσμος μου ανάποδα. Συγκλονίστηκα. Κάθισα και έβγαλα όλα τα κομμάτια στην κιθάρα και με κάποιους φίλους αρχίσαμε να τα παίζουμε σε διάφορες εκδηλώσεις κα φεστιβάλ που μας καλούσαν. Τότε μιμούμουν τη φωνή του Αργύρη και σε κάποιες συναυλίες ο κόσμος νόμιζε ότι ήμασταν οι Χειμερινοί Κολυμβητές. Ο Αργύρης αργότερα έλεγε στις συναυλίες ότι ο Ρούσσος κάποτε τραγουδούσε με ένα σχήμα και μας έτρωγε το μεροκάματο. Έχει πει και ότι κάνω τη φωνή του καλύτερα απ’ αυτόν, υπονοώντας, όπως μου έχει πει, ότι τονίζω έντονα κάποια χαρακτηριστικά της φωνής του.”
Οι αναμνήσεις και οι στιγμές από τα live συνθέτουν μια μοναδική μυθολογία για το Διονύση Ρούσσο.
”Θυμάμαι ότι πήγαμε σε μια συναυλία στην Βέροια. Ο Δήμος με αυτοκίνητο με ντουντούκα διαφήμιζε την συναυλία στο Δημοτικό θέατρο, φωνάζοντας «Οι χειμερινοί Κολυμβητές» στις 9.30 μ.μ. στο θέατρο κλπ. Οι κάτοικοι Βέροιας νόμιζαν ότι ήταν συγκέντρωση των πραγματικών χειμερινών κολυμβητών που κολυμπούσαν τον χειμώνα και δεν τους αφορούσε καθόλου. Ήρθαν ελάχιστοι,αλλά ήταν μια ωραία συναυλία, την αιτία της μικρής προσέλευσης την μάθαμε μετά. Επίσης θυμάμαι ότι σε μια συναυλία με την Πόλυ Πάνου η οποία δεν γνώριζε την ύπαρξη του Μπακιρτζή και των «Κολυμβητών», όταν άκουσε τον Αργύρη να τραγουδάει, την έπιασαν τα γέλια,δεν είχε καμία σχέση με τις λαϊκές φωνές που είχε συνεργαστεί μέχρι τότε. Μετά τον συμπάθησε και τον εκτίμησε πάρα πολύ, αλλά την έκφραση της την θυμάμαι ακόμα. Τι να πρωτοθυμηθώ, πολλά, πάρα πολλά.”
Ο Φλωρίδης θυμάται μια εκπληκτική στιγμή:
”Μια φορά παίζαμε στο Zoom στην Πλάκα, δεν έχουμε πρόγραμμα, ο καθένας λέει το δικό του, τσατίζομαι, μαλλώνουμε πάνω στο πάλκο και ο κόσμος νομίζει ότι είναι δρώμενο και αποθεώνει. Θυμώνω μαζεύω τα πράγματα επί σκηνής να φύγω γυρίζει ο Αργύρης και μου λέει: Φλώρο ρίξε μια ματιά στην πόρτα μήπως μας κλέβουν τα εισιτήρια…Χαμός”
Ο Φλωρίδης αποχώρησε διότι διαφώνησε με μια σειρά από πράγματα και συνέχισε την καριέρα του σαν μουσικός στο Βερολίνο και την Ελλάδα. Θυμάται όμως πάντα με αγάπη την μπάντα και έκτοτε την έχει ξαναδεί να παίζει με διάφορες αφορμές.
Για τον Ρούσσο η εμπλοκή τόσων χρόνων συνοψίζεται σε λίγες λέξεις:
”Ένα ατέλειωτο κέφι με μια παρέα τόσο διαχρονική, όσο και ένα παιδικό όνειρο που μπήκα μέσα και δεν θέλω να βγω. Ίσως αγγίζει τον ορισμό μιας αιώνιας εφηβείας αυτή η μπάντα για μένα. Η πρώτη μου εμφάνιση στο Λυκαβηττό, όταν με κάλεσε το 85΄ο Αργύρης, τραγούδησα μιμούμενος τη φωνή του και έπαθαν πλάκα μουσικοί και κοινό. Δεν ήξεραν ποιος από τους δύο είναι ο Αργύρης. Βγήκα στη σκηνή φορώντας ένα αρκουδοτόμαρο και μάσκα αρκούδας. Είπαμε τον “Διάλογο” . Έκανα εγώ τον άντρα και ο Αργύρης τη γυναίκα. Έγινε πανικός! Σε άλλες συναυλίες βγαίναμε με περούκες και γυαλιά με φωτάκια και κάναμε φοβερές πλάκες. Ζήσαμε και ζούμε καταπληκτικές στιγμές.”, ενώ για τον Σιγανίδη η διάρκεια αποδίδεται και συνοψίζεται σε λίγες λέξεις:
”Ασφαλώς, στην παρθενοραφή. Δεν βιοποριζόμαστε από το συγκρότημα αλλά είμαστε θείες…Στη σπουδαία διοικητική μπαγκέτα του προσκόπου Αργύρη. Στην παιδιόθεν κοινή μας αγάπη για τους γέροντες και την ποίηση. Και τα κορίτσια. Και τα σπίτια.”
Ο Ισίδωρος Παπαδάμου περιγράφει τις ζωντανές εμφανίσεις:
”Για τις ζωντανές εμφανίσεις παρά την γοητεία που εξασκούσαν, τηρούσα ορισμένες επιφυλάξεις. Όταν καταφέρναμε να απογειωθούμε και να αγγίξουμε έναν ανώτερο παλμό, ήμουν ικανοποιημένος. Στενοχωριόμουν, όταν δεν καταφέρναμε να αποδώσουμε αυτό που μέσα μας αισθανόμασταν.
Κάποιες φορές απλά πρακτικά πράγματα, όπως ο ήχος των μηχανημάτων π.χ., εμπόδιζαν την ολοκλήρωση της απόπειρας μας. Από ένα σημείο και πέρα έβλεπα τις ζωντανές εμφανίσεις σαν κάτι αναγκαίο για τη διατήρηση ενός μύθου. Η αλήθεια είναι πως αρκετές φορές καταφέραμε να ζήσουμε μαγικές στιγμές μέσα από την αποδοχή και την ενθάρρυνση του κοινού που μας άκουγε.
Η συνύπαρξη υπήρξε πάντα ένα πρόβλημα. Συχνά τα διαφορετικά στυλ αλληλοσυγκρούονταν και αλληλοαναιρούνταν. Καταφέρναμε να ισορροπήσουμε, γιατί οι συνθέσεις ήταν μοιρασμένες σε λαϊκό και μοντέρνο ύφος. Σ’ αυτό βοήθησε και η τήρηση του μέτρου και η αίσθηση των ορίων από τη μεριά μας. Πιστεύω πως καταφέραμε να ξεπεράσουμε την αντίθεση των στυλ και να φθάσουμε σε βαθύτερες ερμηνείες.
Δεν θα αναφέρω τις καλές αναμνήσεις που ήταν πολλές. Θα περιοριστώ σε μια δυσάρεστη. Ήταν η εμφάνιση μας στις εκδηλώσεις του περιοδικού «Άντι», όπου το κοινό μας αποδοκίμασε και μας αποθάρρυνε στα πρώτα βήματά μας. Κάποιους από αυτούς αργότερα τους διέκρινα ανάμεσα στους θαυμαστές μας. Γλυκιές αναμνήσεις κρατώ από την συνύπαρξη με τον μπάρμπα Σταύρο και την απρόσμενη εμφάνιση του Σίμου του δασικού στη συναυλία στα Μάλγαρα.”
Από τα πιο cult πράγματα ήταν η δημιουργία του σήματος του ραδιοφωνικού σταθμού Ράδιο-Ανατολικός στη Θεσσαλονίκη. Το πιο παράξενο και υπέροχο στίγμα ραδιοφωνικού σταθμού που έγινε ποτέ στην Ελλάδα ήταν δικό τους.
“Όλη μέρα στη γαλέρα με τον ήχο του σφυριού Και το βράδυ υγρασία στα μπουντρούμια τ’αμπαριού. Ποιος; Ο Ανατολικός!”
Πως επιλέγονταν όμως τα εξώφυλλα των δίσκων;
”Από κοινού με τον Αργύρη, λέει η Ντόρα Ρίζου. Είχε ισχυρή άποψη για το εικαστικό των εξωφύλλων και σεβόμουνα την άποψή του. Για το εξώφυλλο των «Δακοκτόνων», τυπώσαμε τα βινύλια, δεν του άρεσε το εξώφυλλο και τα πετάξαμε όλα κάνοντας το οπισθόφυλλο εξώφυλλο. Ο Κυριάκος Μαραβέλιας, ο ιδιοκτήτης της Λύρα το δέχτηκε γιατί εκτιμούσε πολύ τους Χειμερινούς Κολυμβητές. Για άλλους καλλιτέχνες δεν ξέρω εάν θα το έκανε. Τον πίεσα κι εγώ πολύ γιατί ο Αργύρης κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό όταν το είδε παρότι η επιλογή ήταν δική του. Άλλες εποχές,άλλα ήθη και το εξώφυλλο έπαιζε μεγάλο ρόλο σε έναν δίσκο.Άλλο το βινύλιο,31 επί 31 μέγεθος και άλλο το cd.”
Έχουν γραφτεί για αυτούς εξαιρετικά ενδιαφέροντα επίθετα και χαρακτηρισμοί: ουσιώδη, πιο ιστορικά, πιο ιδιοσυγκρασιακά και πιο μακρόβια γκρουπ,ήρθαν όχι μόνο να ταράξουν το αδιάφορο και μονότονο μουσικό κλίμα εκείνης της εποχής αλλά και να ρίξουν μια νέα δημιουργική ματιά και να εμφυσήσουν αέρα από άλλες μουσικές τάσεις στη δική μας μουσική παράδοση – λαϊκή ή δημώδη.
Οι Χειμερινοί Κολυμβητές, αν και βασικά εξαμελές συγκρότημα, έχουν πολλούς συνεργάτες κύριους και περιφερειακούς: τον Σταύρο Καραμανιώλα, δημιουργό τραγουδιών και ποιημάτων από το Καζαβίτι της Θάσου (1911-2014), τον Άκη Αμπαστάδο, τους ΡΟΞ, χορωδία υπερηλίκων εκ Θεσσαλονίκης, μπάντα της Φλώρινας και άλλους πολλούς.
Το Δεκέμβριο του 2005, μετά από 8 χρόνια, κυκλοφόρησαν με τίτλο «Η Μαστοράντζα του Ερντεμπίλ» μια συλλογή με 14 ιστορικά τραγούδια του Ε. Ζάχου Παπαζαχαρίου. Η βαθιά γνώση των νεότερων Βαλκανίων του Ε.Ζάχου σε συνδυασμό με τους γνωστούς μουσικούς κώδικες επικοινωνίας των Χειμερινών Κολυμβητών συνθέτουν ένα μουσικό ταξίδι ανιχνεύοντας ό,τι ενώνει τους λαούς και όχι ό,τι τους χωρίζει. Η συλλογή τους αυτή κέρδισε το βραβείο του καλύτερου συγκροτήματος για το έντεχνο τραγούδι στην 5η Απονομή των Μουσικών Βραβείων Αρίων 5, (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 28 Μαρτίου 2006). Έχουν συνεργαστεί σε συναυλίες και με τον τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια.
Το 2009 κυκλοφόρησε η τελευταία συλλογή των Χειμερινών Κολυμβητών με τίτλο «23 Κόκκινα φώτα».
Οι αποχωρήσεις
”Έφυγα αφού έκλεισα τα 30 χρόνια ολοκληρωτικής αφιέρωσης στο πνεύμα και στο ύφος της ομάδας. Είχαμε γίνει ήδη μόδα και ερχόταν άνθρωποι για να μας δουν και όχι να μας ακούσουν. Πριν φύγω, είχαν αποχωρήσει νοερά όλοι οι υπόλοιποι. Ήξερα πως η αποχώρηση μου δεν θα κόστιζε στο συγκρότημα, αφού είχε πάρει ήδη το δρόμο του. Αυτό το επιβεβαίωσε η επιμονή του Αργύρη στη συνέχιση της πορείας υπό την αποκλειστική του αρχηγία.
Παράλληλα με οδήγησαν στην έξοδο οι δικές μου συνθέσεις που με πίεζαν και δεν μπορούσαν να βρουν διέξοδο μέσα από τους «Χειμερινούς Κολυμβητές». Μετά την αποχώρηση μου έπαψα -να παρακολουθώ τη μπάντα. Δεν μου ήταν πια τόσο ελκυστική. Χάρη στην εφευρετικότητα και την επιμονή του Αργύρη κατάφερε να κρατηθεί ζωντανό κάτι που έχει πεθάνει εδώ κι καιρό. Βοήθησε πολύ και η ποιότητα του υλικού των πρώτων χρόνων που μέχρι σήμερα το συγκρότημα την εξαργυρώνει με επιτυχία.
Ο ίδιος ο Αργύρης επιτέλεσε μία μουσικοποιητική επανάσταση που λίγοι την αισθάνθηκαν στο πραγματικό της μέγεθος. Θέλω να πιστεύω ότι ο χρόνος θα τον δικαιώσει απόλυτα για αυτό πού πρόσφερε στον πολιτισμό του τόπου τους. ”, λέει ο Ισίδωρος Παπαδάμου.
Πως άντεξαν τόσο πολύ;
”Ίσως είναι το μακροβιότερο σχήμα στην Ελλάδα.Νομίζω ότι οφείλεται στο γεγονός ότι είναι αληθινοί ερασιτέχνες,με την έννοια του εραστή της τέχνης, οι περισσότεροι ζούσαν και από κάποιο άλλο επάγγελμα. Επίσης είναι ο καθένας τους μια ισχυρή μουσική και όχι μόνο προσωπικότητα. Έχουν και πολλά στοιχεία οικογένειας,διαφωνούν,τσακώνονται αλλά αγαπιούνται πολύ και εκτιμάει ο ένας τον άλλο. Και κάτι τελευταίο,τα χρήματα τα μοιράζονται, δεν παίρνει ο τραγουδιστής το μεγάλο πακέτο και οι μουσικοί λίγα χρήματα , λειτουργούν με μια, ας πούμε, κομμουνιστική αντίληψη.” λέει η Ντόρα Ρίζου.
”Το ότι η πραγματικότητα που ζούμε σαν παρέα ξεπερνάει τον μύθο είναι συστατικό της διάρκειας μας’‘ λέει ο Διονύσης Ρούσσος.
Δισκογραφία ◦ 1981. Χειμερινοὶ Κολυμβητές ◦ 1985. Ἀπὸ τὸ πάρκο στὴ Μυροβόλο ◦ 1988. Μ᾿ ἀγαπᾶς (Soundtrack) ◦ 1991. Οἱ δακοκτόνοι ◦ 1997 Ὄχι λάθη, πάντα λάθη (Live) ◦ 2005. Ἡ μαστοράντζα τοῦ Ἐρντεμπίλ ◦ 2007. Τὸ πέρασμά σου ◦ 2009. 23 κόκκινα φῶτα
Συνέντευξη με τον πρωταγωνιστή Αργύρη Μπακιρτζή:
-Πως προέκυψε και πότε η ιδέα της μπάντας. Υπάρχουν διαφορετικές ημερομηνίες γέννησης; Πως προέκυψε το όνομα;
Δεν προέκυψε καμιά ιδέα, προέκυψε η μπάντα. Ήμασταν δυο, απ’ το 1965, ο Παπαδάμου κι εγώ -ο Χοντρογιάννης μας συνόδευε τον πρώτο καιρό-, με τον Σιδέρη λίγο μετά γίναμε τρεις, με τον Σιγανίδη το 1980 τέσσερις, τον Πολυζωίδη πέντε, τον Ταμκατζόγλου έξι και να η μπάντα. Με τον Βόμβολο και τον Ρέλλο το 1985 ήρθε κι έδεσε το γλυκό, ο Ρούσσος από κοντά, ο Φλωρίδης ήρθε λίγο αργότερα -παντρεμένος αυτός, όλοι μας ανύπαντροι-όταν ο Ρέλλος πήγε στην Αθήνα- είδε, απηύδυσε που είμαστε τόσο αμετακίνητοι και ασυγκίνητοι στη γραμμή του, άντεξε είν’ αλήθεια αρκετά, κοντά 20 χρόνια και απήλθε, ανύπαντρος πια αυτός και εμείς όλοι μας παντρεμένοι. Μετά ήρθε η εποχή των Παπαδόπουλων. Το όνομα προέκυψε απ’ τον τίτλο του πρώτου δίσκου, γιατί, από αμέλεια, δεν είχαμε επιλέξει κάποιο άλλο καλύτερο.
-Τι είχατε στο νου σας όταν τη γεννούσατε; Τίποτα. Προηγήθηκε η ανάγκη για δράση.
-Τι σχέσεις αναπτύχθηκαν μεταξύ σας για να αντέξετε τόσες δεκαετίες; Φιλικές και μερικές κουμπαριές.
-Παρεξηγήσεις υπήρξαν; Θυμοί; Ελάχιστες. Ένας αποχώρησε για ένα χρόνο γιατί δυο φορές μας δώσαν πολύ λιγότερα απ’ όσα είχαμε συμφωνήσει. Θυμό θυμάμαι έναν, κατά την αποχώρηση ενός μέλους.
-Πιστεύατε τότε ότι κάτι μπορεί να κρατήσει τόσο πολύ; Δεν με απασχολούσε το αύριο γιατί το θεωρούσα δεδομένο, γνωρίζοντας όμως ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να πάψει να υπάρχει. Φαίνεται κουβαλούσα μέσα μου τη γνωστή, στη μικρή της εκδοχή, ρήση του Οράτιου, την πλήρη εκδοχή της οποίας μου έστειλε πρόσφατα ο Σιδέρης: «Carpe diem, quam minimum credula postero» (Άδραξε τη μέρα, εμπιστευόμενος όσο το δυνατόν λιγότερο το μέλλον).
-Πως γινόταν οι χημείες με τους μουσικούς που μπαινόβγαιναν στη μπάντα; Χωρίς δυσκολία. Δεν μπαινοβγήκαν και πολλοί. Οι μουσικοί είναι φάρα ακομπλεξάριστη ως προς πολλές άλλες φάρες και η χημεία όταν υπάρχει, υπάρχει. Όταν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, πάμε γι’ αλλού.
-Τα τραγούδια σας από την αρχή δεν ήταν ακριβώς τραγούδια όπως ξέραμε το είδος. Μάλλον ιστορίες και ματιές σε πράγματα που δεν είχαμε συνηθίσει να στέκεται η μουσική παραγωγή. Τι να κάνουμε; Αυτά είχαμε, μ’ αυτά πορευτήκαμε. Με άλλα δεν θα είχαμε λόγο ύπαρξης.
-Η χαλαρή σχέση που αναπτύξατε ως μπάντα πως επιτεύχθηκε; Δεν νοιώθατε την ανάγκη πιο συστηματικής παρουσίας; Όχι. Εγώ που ήμουν ο συνδετικός κρίκος, είχα τη δουλειά μου και δεν κυνηγούσα τις εμφανίσεις γιατί είχα την αίσθηση ότι επαναλαμβάνομαι και γι’ αυτό ήθελα τις αποστάσεις μου. Μετά μ’ άρεσε αλλά και πάλι αποφεύγω τις συνεχόμενες εμφανίσεις, αν και μ’ αρέσουν τα τραγούδια που αρχίζουν με τη λέξη «κάθε»: «Κάθε βράδυ θα σε περιμένω», «Κάθε βράδυ πάντα λυπημένη», «Κάθε στιγμή η σκέψη μου» κ.ά. Τώρα αναγνωρίζω ότι πάντα με γοήτευε η ιδέα να εμφανιζόμαστε κάθε μέρα. Άργησα να το αναγνωρίσω.
-Η αδράνεια τι ρόλο έπαιξε στη διάρκειά σας; Δεν θα ‘λεγα αδράνεια. Τα πράγματα κυλούσαν μόνα τους, χωρίς να τα πιέζουμε. Ο καθένας είχε τις δικές του δουλειές, μουσικές ή μη..
-Υπήρξαν και κόντρες όμως, αποχωρήσεις, πίκρες. Πως τις διαχειριστήκατε; Στενάχωρα. Όταν αποχώρησε ο Παπαδάμου πίστεψα ότι τελειώσαμε. Πέσαμε όμως σε μεγάλο αστέρι από πολλές απόψεις, τον Χάρη Παπαδόπουλο του Γεωργίου. Αργότερα ήρθε ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, του Αθανασίου. Γενικά ήμασταν τυχεροί γιατί πέσαμε σε άξιους και εξαιρετικού χαρακτήρα αντικαταστάτες.
-Στην πορεία του χρόνου η πρόζα κέρδισε μεγάλο μέρος του προγράμματος σε σχέση με το τραγούδι; Πως προέκυψε αυτό; Επειδή τα τραγούδια προέκυψαν από πολύ προσωπικές ιστορίες, θεωρούσα ότι δεν θα αφορούσαν και δεν θα τα καταλάβαινε κανείς, οπότε άρχισα να λέω τις ιστορίες τους και μετά πήρα φόρα κι άντε να σταματήσω.
-Υπήρξε κάποια στιγμή που να είπες έκανε τον κύκλο του πρέπει να σταματήσει; Όχι, ποτέ. Ο Χάρης Παπαδόπουλος μου είπε «εσύ θα πεθάνεις στο πάλκο»
-Αν έβαζες σε δέκα λέξεις σαράντα χρόνια ποιες θα ήταν αυτές Βολευτείτε σε τέσσερις: «Υπάρχουμε γιατί δεν υπάρχουμε». Όμως, ας βάλω κι άλλες έξι να πιάσουμε τις δέκα: «Θα μπορούσαμε να λεγόμαστε και καθετήρες».