Ο Δημήτρης Τάρλοου μας συστήνει την καθηλωτική «Μεγάλη Χίμαιρα»

Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη της πολυαναμενόμενης παράστασης.

Εύα Τσουκαλά
ο-δημήτρης-τάρλοου-μας-συστήνει-την-κα-307673
Εύα Τσουκαλά
Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη ως Μαρίνα Μπαρέ και ο Δημήτρης Τάρλοου στον ρόλο του αγνώστου

Λίγες μέρες πριν την έναρξη της περιοδείας της εξαιρετικά επιτυχημένης παράστασης «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση από το Θέατρο «Πορεία», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου και θεατρική διασκευή του Στρατή Πασχάλη, την οποία το θεατρόφιλο κοινό της Θεσσαλονίκης θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει στο Μέγαρο Μουσικής από τις 12 έως και τις 22 Απριλίου, μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη για το ιδιαίτερο έργο και τη διαχρονικότητά του, καθώς και για το ελληνικό θέατρο στην εποχή της κρίσης. «Προσπάθησα να πείσω τους ηθοποιούς -και νομίζω ότι το κατάφερα σ’ έναν βαθμό- να μην παίζουν τον θαυμασμό τους για τον Καραγάτση, αλλά να παίξουν την, αν θέλετε, συναρπαστική αυτή ιστορία με έναν δικό τους τρόπο», αναφέρει ο Δημήτρης Τάρλοου στην Parallaxi.

– Η παράσταση ήδη μετράει περίπου 100.000 θεατές. Σε τι πιστεύετε ότι οφείλεται η τόσο μεγάλη της επιτυχία;

Προφανώς είναι ένας συνδυασμός παραγόντων. Ο πρώτος και κυριότερος είναι το ίδιο το μυθιστόρημα, το οποίο είναι εξαιρετικά αγαπητό στο ελληνικό κοινό εδώ και πολλές δεκαετίες. Πρόκειται για ένα κλασικό ανάγνωσμα, με το οποίο έχουν μεγαλώσει γενιές αναγνωστών. Η πρώτη προσπάθεια δραματοποίησης ενός μυθιστορήματος του Καραγάτση παρουσίαζε από μόνη της ενδιαφέρον – σε συνδυασμό με το ότι αυτό έγινε με την ευγενική συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών το 2014 και του Γιώργου Λούκου, τον οποίο πάντα πρέπει να αναφέρουμε και να ευγνωμονούμε – δημιουργήθηκε μια δουλειά που παρουσιάστηκε αρχικά στην «Πειραιώς 260» και φάνηκε να ενδιαφέρει πολύ τον κόσμο.

Η μίξη του κινηματογράφου με το θέατρο, σε διασκευή του Στρατή Πασχάλη, ήταν μια δική μου ιδέα, και αυτός ο συνδυασμός του μυθιστορήματος με την εκτέλεση – με τον τρόπο που συνέλαβα, αν θέλετε, το όλο πράγμα – και βέβαια με τις πολύ εντυπωσιακές ερμηνείες, με προεξάρχουσα αυτήν της Αλεξάνδρας Αϊδίνη, νομίζω ότι δημιούργησε ένα κύμα ενδιαφέροντος που όλο και μεγάλωνε, με αποτέλεσμα να προπωληθούν τα εισιτήρια της πρώτης χρονιάς μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων. Έτσι καταλάβαμε ότι πρόκειται για μια παράσταση με πολύ μεγάλη δυναμική, η οποία συνεχίστηκε για τρία συναπτά χρόνια, και φέτος διανύουμε το τέταρτο, όπου ξεκινάει κι αυτή η μεγάλη περιοδεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

– Η «Μεγάλη Χίμαιρα» είναι το πρώτο έργο του Μ. Καραγάτση το οποίο σκηνοθετείτε. Τι σημαίνει για εσάς να σκηνοθετείτε ένα έργο το οποίο έγραψε ο παππούς σας;

Προφανώς για μένα είναι εξαιρετικά τιμητικό και συγκινητικό το να ασχολούμαι με ένα έργο που έχει γράψει ο Καραγάτσης. Από εκεί και πέρα, όλα αυτά ξεχνιούνται όταν έχουμε να κάνουμε με πρόβα, με θεατρική εργασία. Το μυθιστόρημα είναι το μυθιστόρημα, η συγγενική σχέση είναι η συγγενική σχέση, αλλά από εκεί κι έπειτα ξεκινάει καθαρά το καλλιτεχνικό προϊόν, το οποίο έχει τους δικούς του κανόνες, νόμους, και τη δική του απόλαυση.

Προσπάθησα να πείσω τους ηθοποιούς -και νομίζω ότι το κατάφερα σ’ έναν βαθμό- να μην παίζουν τον θαυμασμό τους για τον Καραγάτση, αλλά να παίξουν την, αν θέλετε, συναρπαστική αυτή ιστορία με έναν δικό τους τρόπο. Οπότε, τώρα αισθάνομαι πολύ ευχαριστημένος, ενώ όταν το έκανα υπήρχε ένα σχετικό άγχος και, βέβαια, επειδή ήταν η πρώτη μου απόπειρα στο Φεστιβάλ Αθηνών, αλλά και λόγω της συγγενικής σχέσης.

– Θα λέγατε δηλαδή ότι λόγω αυτής της σχέσης, χρειαστήκατε περισσότερο χρόνο να επεξεργαστείτε το έργο συναισθηματικά και να δείτε πώς θα το προσεγγίσετε, γι’ αυτό και δεν το κάνατε νωρίτερα στη σκηνοθετική σας πορεία;

Να σας ρωτήσω κι εγώ ανάποδα: ποιος είναι πανέτοιμος να σκηνοθετήσει τη «Μεγάλη Χίμαιρα» ή τον «Γιούγκερμαν»; Είναι κάτι απλό, το οποίο το συλλαμβάνεις τη μια μέρα, και το εκτελείς την επόμενη; Δεν νομίζω. Νομίζω ότι η θεατροποίηση τόσο περίπλοκων – τόσο ψυχολογικά, όσο και ως δομή και ως ατμόσφαιρα – μυθιστορημάτων είναι ένα πολύ μεγάλο στοίχημα. Διότι, αν το να σκηνοθετήσει κανείς Τσέχωφ είναι εξαιρετικά δύσκολο – και σαν μια λεπτή εγχείρηση, θα έλεγα –  το να θεατροποιήσει κανείς ένα μυθιστόρημα είναι κάτι ακόμη πιο δύσκολο, διότι πρέπει να δημιουργήσει μια νέου είδους θεατρική πραγματικότητα σε κάτι που δεν είναι φτιαγμένο για το θέατρο. Άρα, το ότι δεν είχα ασχοληθεί με έργο του Καραγάτση ως τώρα, το θεωρώ απόλυτα φυσιολογικό. Εγώ, άλλωστε, δε σκηνοθετώ εδώ και τριάντα χρόνια, σκηνοθετώ εδώ και επτά-οκτώ. Θέλω να πω ότι, μάλλον, και γρήγορο ήταν που ασχολήθηκα με ένα τόσο δύσκολο πράγμα.

– Η παράσταση πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, τον έρωτα της Γαλλίδας αρχαιολάτρισσας Μαρίνας Μπαρέ με τον Έλληνα εφοπλιστή Γιάννη Ρεϊζη, τη μετοίκησή της στη Σύρο και τη μετέπειτα σύγκρουση της απελευθερωμένης γαλλικής της νοοτροπίας με την αυστηρότητα και τον συντηρητισμό της ελληνικής. Δεδομένου του ότι εσείς είχατε ένα αντίστοιχο βίωμα, ως παιδί που δεν ήταν και οι δύο γονείς του Έλληνες, πόσο διαφορετική, πιο ανοιχτή ή κλειστή, θα λέγατε ότι είναι η σημερινή ελληνική οικογένεια και η ελληνική κοινωνία εν γένει, σε σχέση με αυτήν που περιγράφεται από τον Καραγάτση;

Εγώ δεν θα το έθετα έτσι. Νομίζω ότι το ενδιαφέρον είναι στη σύγκρουση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, όσο και στη σύγκρουση την εσωτερική, εντός της Ελλάδας, αυτού του διχασμού ανάμεσα σε μια ελληνική κοινωνία που έχει στραμμένο το βλέμμα στη δυτική Ευρώπη, και αισθάνεται ευρωπαϊκή, και σε μια άλλη Ελλάδα, που δεν αισθάνεται καθόλου ευρωπαϊκή. Η ουσία κρύβεται σ’ αυτόν τον εσωτερικό διχασμό, όσο και στις εκατέρωθεν παρανοήσεις ανάμεσα στην ελληνική και την ευρωπαϊκή κουλτούρα – και χρησιμοποιώ επίτηδες αυτές τις λέξεις, διότι υπονοώ ότι η ελληνική παράδοση δεν είναι καθαρά η ευρωπαϊκή παράδοση, αλλά είμαστε ένα σταυροδρόμι. Επίσης, υπάρχει η διαφορά ανάμεσα στην Ορθοδοξία και τον Καθολικισμό. Η Γαλλίδα Μπαρέ είναι μια κλασική καθολική, με όλο το πλέγμα των καθολικών ενοχών να την κυνηγάει, ενώ αντιθέτως, η ελληνική κοινωνία, παρόλο τον συντηρητισμό της, είναι επί της ουσίας πολύ πιο ανεκτική στην σεξουαλική παρέκκλιση – λόγω ακριβώς της ορθοδόξου πίστης. Εκεί λοιπόν βρίσκεται το ενδιαφέρον, στο ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που ενδιαφέρεται πάρα πολύ για το διαφορετικό και το αλλότριο, το υποδέχεται μ’ έναν τρόπο εντυπωσιακό, αλλά πολύ γρήγορα ενδεχομένως στρέφεται εναντίον του. Κι αυτό είναι μια κουλτούρα ή ένα μυστήριο που καλύπτει την ελληνική ιδιοσυγκρασία.

Παρεμπιπτόντως, η Μαρίνα Μπαρέ δεν είναι μόνο αρχαιολάτρισσα, αλλά είναι και γενικότερα ελληνολάτρισσα, και έλκεται πάρα πολύ από την νέα ελληνική κουλτούρα. Δηλαδή, διαβάζει στο πρωτότυπο Παλαμά, Μαλακάση, Καβάφη, διαβάζει όλους τους μεγάλους ποιητές και λογοτέχνες της εποχής, και θαυμάζει την Ελλάδα όχι μόνο γι αυτό το οποίο ήταν – που είναι οι σπουδές της, η κουλτούρα της, ο κλασικισμός – αλλά και γι αυτό που είναι τώρα. Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, και, αν θέλετε, έρχεται να μας υπενθυμίσει πόσο αδικήσαμε τους εαυτούς μας φτάνοντας σε αυτό που είμαστε σήμερα, δηλαδή ένας λαός αμόρφωτος, και τελευταίος τροχός σε μια ευρωπαϊκή ήπειρο. Υπάρχουν λοιπόν, πάρα πολλά ζητήματα μέσα στο έργο, όσο και παρανοήσεις σε σχέση με το πώς βλέπει η Ελλάδα τη Δύση και η Δύση την Ελλάδα.

– Μεταφέρετε, λοιπόν, ένα πολύ σύγχρονο ζήτημα, έχοντας επιλέξει σκηνοθετικά να τοποθετήσετε το έργο στην εποχή του, δηλαδή στη δεκαετία του ’30, χρησιμοποιώντας μάλιστα και το στοιχείο του φιλμ νουάρ. Τι είναι τελικά αυτό που εξακολουθεί να κάνει τη «Μεγάλη Χίμαιρα» ένα επίκαιρο έργο;

Νομίζω ότι ο Καραγάτσης κάνει κάτι αρκετά πονηρό. Χρησιμοποιεί τους όρους του μελοδράματος, δηλαδή μια κλασική ερωτική ιστορία, ένα ερωτικό τρίγωνο, με το οποίο μπορούν να ταυτιστούν πολλοί, και ιδίως οι γυναίκες -διότι είναι αυτή η επιθυμία της γυναίκας για το άπιαστο, τον έρωτα που ποτέ δεν πιάνεται- και φαίνεται βέβαια ότι αυτό είναι ένα πολύ ελκυστικό θέμα για όλους, αλλά αυτό είναι μάλλον μόνο το περίβλημα. Κάνει ένα ωραίο περιτύλιγμα ενός δώρου, που κάτω από το περιτύλιγμα, και μέσα στο κουτί κρύβεται κάτι εξαιρετικά κυνικό, σκοτεινό και απαισιόδοξο, που αφορά την ανθρώπινη φύση, το αν υπάρχει – ή όχι – αγάπη.

Ο Δημήτρης Μοθωναίος ως Μηνάς και ο Μάξιμος Μουμούρης ως Γιάννης

Ο Καραγάτσης λέει στο τέλος ότι ποτέ η Μαρίνα δεν αγάπησε τον Μηνά, απλώς τον θέλησε διεκδικώντας τον σεξουαλικά, για το κορμί του και καθαρά σαρκικά, πράγμα το οποίο πάρα πολλοί αναγνώστες -ανάμεσα στους οποίους, πρέπει να σας πω, και η μητέρα μου, δηλαδή η κόρη του- το αρνούνται. Όχι, λένε, τον Μηνά αγάπησε, πώς δεν τον αγάπησε, αφού τον πόθησε. Εγώ είμαι της αντίθετης άποψης, ότι δεν τον αγάπησε. Διότι, στην πραγματικότητα, κανέναν δεν αγάπησε. Κάτω από αυτό το περιτύλιγμα, λοιπόν, του μελοδράματος, κρύβεται κάτι εξαιρετικά σκοτεινό, και αυτό αφορά την ανθρώπινη φύση, είναι το σχόλιο το οποίο κάνει ο Καραγάτσης για το τί κινεί τον κόσμο, δηλαδή το χρήμα και το σεξ. Τελεία.

– Κατά τη δική σας γνώμη, και μέσα από την πολυετή σας πείρα στο θέατρο, ποια θα λέγατε ότι είναι η σχέση των Ελλήνων με το θέατρο στην εποχή της κρίσης;

Η εμπειρία μου έδειξε ότι, στην εποχή της κρίσης, το θέατρο έγινε της μόδας. Πολλοί περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να πηγαίνουν στο θέατρο, κι αυτό έγινε κάτι σαν ένα «must». Οι άνθρωποι είδαν το θέατρο ως μια διέξοδο στην αρχή, αλλά σιγά σιγά – προϊόντος του χρόνου και των ομάδων, των νεανικών προσπαθειών, των πολύ χαμηλών εισιτηρίων, των προσφορών, του εύρους των θεαμάτων που προσφέρονταν στο κοινό – αυτό δημιούργησε ένα κύμα συμπάθειας προς το θέατρο, το οποίο επιβεβαίωσε ότι είναι μια πάρα πολύ ισχυρή τέχνη, η οποία, όσο κι αν χτυπηθεί – από τηλεοράσεις, από Survivor, από τηλεπαιχνίδια, από οτιδήποτε – παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, διότι είναι από τα λίγα πράγματα που έχουν απομείνει, και περιλαμβάνει την πραγματική – ή τουλάχιστον αυτός είναι ο στόχος-  επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων επί σκηνής, και την πραγματική επικοινωνία των ανθρώπων αυτών με το κοινό, σε κάτι το οποίο ενδεχομένως να είναι έως και απρόβλεπτο.

Αυτή η αίσθηση του απρόβλεπτου και του ζωντανού νομίζω ότι έλκει τον κόσμο. Τώρα, βγαίνοντας από την κρίση, επειδή προφανώς δεν θα παραμείνει η κρίση εσαεί – όλα αυτά, ξέρετε, λειτουργούν σε κύκλους- υποθέτω ότι θα γνωρίσει και πάλι κάμψεις, αλλά νομίζω ότι το θέατρο δεν θα πάψει ποτέ να ενδιαφέρει.

– Θα λέγατε, λοιπόν, ότι αισιοδοξείτε για το θεατρικό μέλλον της -σε κρίση- Ελλάδας;

Εν γένει αισιοδοξώ για το θεατρικό μέλλον της Ελλάδας, διότι βλέπω μια επιθυμία γι αυτό. Βλέπω πάρα πολλούς ανθρώπους, ηθοποιούς που έχουν πολύ καλύτερες δεξιότητες από ό, τι είχανε οι παλιότεροι, ενημερώνονται καλύτερα, βλέπουν πολύ περισσότερες παραστάσεις από το διαδίκτυο, ταξιδεύουν, και ελληνικές παραστάσεις που πηγαίνουν στο εξωτερικό. Νομίζω ότι έχουμε ένα πολύ καλό επίπεδο θεάτρου, και αυτό  είναι απόλυτη ανάγκη να μορφοποιηθεί και παγιωθεί με την δημιουργία μιας ακαδημίας παραστατικών τεχνών – και για τη σκηνοθεσία, και για την υποκριτική, και για τους φωτιστές, και για τους σκηνογράφους και για τους θεατρολόγους. Προσφάτως είδα, λόγου χάρη, μια παράσταση του Άρη του Μπινιάρη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, που ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, σύγχρονη εκδοχή των Βακχών. Θαύμασα και τη σκηνοθετική σύλληψη, και εικαστικά ήταν αρτιότατη, και ως περιεχόμενο πάρα πολύ ενδιαφέρουσα, και υποκριτικά σε πολύ ψηλό επίπεδο. Θέλω να πω ότι έχουμε τις δυνατότητες και τις δυνάμεις να δημιουργήσουμε πολύ ενδιαφέροντα θεάματα, κι αν υπήρχε και το ελάχιστο ενδιαφέρον από την Πολιτεία, το πολιτιστικό αυτό προϊόν θα μπορούσε να πωλείται, και μάλιστα πολύ ακριβά, σε χώρες του εξωτερικού. Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία μα καμία υποστήριξη απ’ το κράτος, παρά μόνο από ιδιωτικά ιδρύματα ή από ιδιωτικές προσπάθειες, όπως κάνουμε εμείς τώρα.

*«Η Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση, σε συνεργασία με το Θέατρο Πορεία και την ΛΥΚΟΦΩΣ, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης από τις 12 έως τις 22 Απριλίου. Διασκευή Στρατής Πασχάλης / Σκηνοθεσία Δημήτρης Τάρλοου / Σκηνικά-Κοστούμια Ελένη Μανωλοπούλου / Μουσική Κατερίνα Πολέμη / Φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου / Κίνηση-Χορογραφία Ζωή Χατζηαντωνίου / Σκηνοθεσία κινηματογραφικού μέρους Χρήστος Δήμας / Βοηθοί σκηνοθέτη Άννα Πασπαράκη, Δήμητρα Κουτσοκώστα / Βοηθός σκηνογράφου Τίνα Τζόκα / Βοηθός χορογράφου Κορίνα Κόκκαλη/ Φωτογραφίες Βάσια Αναγνωστοπούλου. 

**Παίζουν: Μαρίνα: Αλεξάνδρα Αϊδίνη/ Γιάννης: Μάξιμος Μουμούρης/ Μηνάς: Δημήτρης Μοθωναίος/ Ρεϊζαίνα: Σοφία Σειρλή/ Λίλη – Καλλιόπη – Βιετναμέζα πόρνη: Ειρήνη Φαναριώτη/ Αννούλα, κόρη της Μαρίνας: Αναστασία Γιαννιώτη, Ειρήνη Μπρουλιδάκη, Μυρτώ Μπρουλιδάκη, Μανιώ Τάρλοου/ Αννεζιώ: Ράσμη Τσόπελα/ Ένας άγνωστος: Δημήτρης Τάρλοου. Τιμές εισιτηρίων: 25€, 20€, 15€, 10€ (περιορισμένη ορατότητα), 12€ (μειωμένο). Περισσότερα για τα εισιτήρια ΕΔΩ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα