Είδα την «Ορέστεια»: Μερικές σκέψεις για τη νέα πρόταση από το Εθνικό Θέατρο

Τη σκηνοθεσία των επιμέρους τραγωδιών της τριλογίας ανέλαβαν τρεις σκηνοθέτιδες.

Στράτος Τσαγκαρής
είδα-την-ορέστεια-μερικές-σκέψεις-γ-481287
Στράτος Τσαγκαρής

Έπειτα από πολύ καιρό παρακολούθησα αρχαία ελληνική τραγωδία, και μάλιστα την εμβληματική “Ορέστεια” του Αισχύλου από το Εθνικό Θέατρο.

Τη σκηνοθεσία των επιμέρους τραγωδιών της τριλογίας ανέλαβαν με τη σειρά: του “Αγαμέμνονος” η Ιώ Βουλγαράκη, των “Χοηφόρων” η Λίλλυ Μελεμέ και των “Ευμενίδων” η Γεωργία Μαυραγάνη.

Οι τρεις σκηνοθέτριες παρουσιάστηκαν στο κοινό ως ελπιδοφόρες ανανεώτριες του αρχαίου δράματος, που έφερναν έναν καινούριο αέρα στην ερμηνεία του τραγικού λόγου, προτείνοντας ταυτόχρονα νέα εργαλεία η καθεμία χωριστά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων (ιδεολογικών και αισθητικών), που θέτει έτσι κι αλλιώς η Τραγωδία στο σύνολό της.

Για το ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο της εποχής του Αισχύλου έχουν γραφτεί πολλά και θα γραφτούν στο μέλλον περισσότερα. Για το Αρχαίο Δράμα και την Τραγωδία ειδικότερα, υπάρχουν ήδη θαυμάσιες και εξαντλητικές μελέτες στην παγκόσμια βιβλιογραφία.

Το ενδιαφέρον στο παρόν κείμενο εστιάζεται κυρίως στην, κατά τη γνώμη μου, διαρκώς διευρυνόμενη απόσταση ανάμεσα στο τραγικό λόγο και τις περισσότερες (ευτυχώς πάντοτε υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις) αναπαραστατικές δοκιμές της εποχής μας. Γιατί, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες και των τριών σκηνοθετριών, παρά τις εύστοχες ερμηνευτικές προτάσεις -κυρίως από την Γεωργία Μαυραγάνη στις “Ευμενίδες”- ο κοινός παρονομαστής των τριών παραστάσεων ήταν, κατά την κρίση μου, το έλλειμμα του δέοντος σεβασμού στην ουσία του τραγικού λόγου.

Χωρίς να θέλω να φανώ “κάτοχος” του μυστικού του και αφού πρώτα απεκδυθώ την ιδιότητα του φιλολόγου όσο μπορώ, οφείλω να σημειώσω τα εξής:

1.Ο τραγικός λόγος είναι πρωτίστως σημαίνων: κάθε λέξη κουβαλάει μέσα της ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο σημασιολογικό φορτίο, ατόφιο και αδιαπραγμάτευτο. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να τίθεται στη βάσανο της ερμηνείας. Το νόημά του είναι καθαρό και διαυγές. Αναντίρρητο.

2.Ο τραγικός λόγος έχει τη δική του αισθητική. Ο ρυθμός του είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σημασίας των λέξεων, το ηχόχρωμά τους καθορίζεται από την αυστηρή διάταξη των φθόγγων και τη μουσικότητα της εκφοράς τους. Ο ερμηνευτής- «μεταφραστής» τους οφείλει να μεταφέρει όσο πιο πιστά γίνεται την ποιητική δύναμή τους στο σύγχρονο λόγο και στη σύγχρονη γλώσσα.

3. Ο τραγικός λόγος είναι από μόνος του αναπαραστατικός. Δε χρειάζεται φτιασίδια και στολίδια, για να αναδείξει την εικονοπλαστική του δύναμη. Δεν έχει ανάγκη την “όψη”, τα ενδυματολογικά και σκηνογραφικά ευρήματα για να αναδειχθεί, δεν έχει ανάγκη τη μουσική, για να “ακουστεί”. Τα τεχνικά υποστηρίγματα δεν είναι καθόλου αμελητέα, αλλά δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να υποκαθιστούν την εικονοπλασία των λέξεων. Πρέπει να υπηρετούν και όχι να υποκαθιστούν ή να αντικαθιστούν κατά περίπτωση και κατ’ ανάγκη τον τραγικό λόγο.

4. Ο τραγικός λόγος πρέπει να ακούγεται ακέραιος. Όσο απλοϊκή ή αφελής και αν “ακούγεται” αυτή η άποψη, ο αποσπασματικός και ενίοτε προβληματικός τρόπος εκφοράς του στις σύγχρονες παραστάσεις του αρχαίου δράματος τον καθιστούν τελικά ανενεργό και αφαιρούν αναπόφευκτα ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής του δύναμης. Ο κατακερματισμός της λέξης στις συλλαβές της δε σημαίνει ότι θα αποδώσει την ένταση, την αγωνία, την εσωτερική σύγκρουση του ήρωα. Αν δεν ακουστεί σωστά και ακέραιος, θα καταντήσει γελοίος και θα προκαλέσει –όπως συνέβη και στις δύο μέρες των παραστάσεων- τα δικαιολογημένα γέλια των θεατών.

5. Οι μεταφραστές, οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί του αρχαίου δράματος και δη της τραγωδίας οφείλουν να πλέουν πάνω στην πορεία που χαράσσει ο ποιητής και παρά τις φουρτούνες και τα απρόβλεπτα στη διάρκεια του ταξιδιού, να παραμένουν πιστοί φύλακες των νοημάτων του, ώστε να μην χάνεται ούτε στο ελάχιστο η διαχρονική μέθεξη με τις ιδέες και τα σημαινόμενα του.

6.Ο ποιητικός τραγικός λόγος είναι δεσμευτικός, γιατί ο ποιητής εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του με μοναδικό εργαλείο τη γλώσσα και μόνον αυτή. Δεν ενδιαφέρεται για τα σκηνικά και τα κοστούμια ή τη μουσική. Η λέξη «θρήνος» πρέπει κατά το αριστοτελικό «εἰκός καί ἀναγκαῖον» (δηλαδή κατά πώς ταιριάζει με φυσικό, εύλογο και αναγκαστικό τρόπο), να αποτυπώνει στα σώματα και στα πρόσωπα τον σπαρακτικό θρήνο. Η λέξη «αγάπη» να ξεχειλίζει τρυφερότητα από τα στόματα των υποκριτών και οι λέξεις «Δίας» ή «Θεοί» να προκαλούν το δέος και να συγκλονίζουν. Όταν ο Οιδίποδας λέει στον μάντη Τειρεσία («Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, στίχος 371 ) : «τυφλὸς τά τ᾽ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ᾽ ὄμματ᾽ εἶ» (=είσαι τυφλός στα αυτιά, στο μυαλό και στα μάτια), παρήχηση του «τ» μέσα από τα δόντια του ηθοποιού πρέπει να κάνει τον θεατή να τρέμει σύγκορμος. Και η σκηνή της αναγνώρισης στις «Χοηφόρες» ανάμεσα στα δύο αδέλφια, τον Ορέστη και την Ηλέκτρα, θα πρέπει να προκαλούν αυθόρμητα δάκρυα.

7. Ο τραγικός λόγος είναι φορέας μιας ηθικής που δεν επιτρέπει την παρερμηνεία του. Απαιτεί και δεν επαιτεί τον σεβασμό όλων ανεξαιρέτως των συντελεστών μιας παράστασης, γιατί είναι αυτός που είναι, ειπωμένος από τον Αισχύλο στην προκειμένη περίπτωση, και δεν επιτρέπει τη «διασκευή» του από τον εκάστοτε καλλιτέχνη.

Οι προσπάθειες των συντελεστών στην “Ορέστεια” του Εθνικού Θεάτρου ήταν φιλότιμες και ειλικρινείς. Δυστυχώς όμως, χάθηκαν και αυτές στην προβληματική προσέγγιση των τελευταίων πολλών χρόνων των κορυφαίων έργων της παγκόσμιας δραματουργίας.

Η μανιέρα, η αποσπασματική εκφορά του λόγου, η υπερβολική και συχνά άστοχη χρήση των αυξομειώσεων στην ένταση της φωνής, με σκοπό να εκφραστούν συναισθήματα, όπως ο θυμός, η οργή, η τρυφερότητα, το μίσος, η αλαζονεία, αλλά και η πεπατημένη ερμηνεία συγκινησιακών καταστάσεων με κινησιολογικά και σκηνοθετικά ευρήματα άνευρα και χιλιοειπωμένα, σε συνδυασμό με αστοχίες στη σκηνοθετική προσέγγιση κομβικών στιγμών των τριών επιμέρους τραγωδιών, βάρυναν στο μάλλον αρνητικό αποτέλεσμα.

Οι προθέσεις των σκηνοθετριών; Έντιμες και συγκινητικές. Οι αρετές των παραστάσεων στο σύνολό τους; Πολλές. Τα υποκριτικά χαρίσματα κάποιων ηθοποιών; Αρκετά και ικανοποιητικά. Τα σκηνοθετικά ευρήματα; Πολλά από αυτά ευφάνταστα και αισθητικά όμορφα.

Το ισοζύγιο όμως, ήταν μάλλον αρνητικό. Ίσως χάθηκε μια ακόμη ευκαιρία ανανέωσης του αρχαίου δράματος, ίσως πάλι αυτές να είναι οι δυνατότητες των καλλιτεχνών της εποχής μας και δεν πρέπει προς το παρόν να περιμένουμε κάτι περισσότερο. Το πρόβλημα εν γένει είναι η απόσταση που χωρίζει την ουσία του τραγικού λόγου από τη σύγχρονη προβληματική και τη διαφορετική αισθητική κουλτούρα των νέων σκηνοθετών.

Η λύση δεν είναι η απαλλαγή της τραγωδίας από νεωτερισμούς και πρωτοτυπίες, όπως υποστηρίζουν κάποιοι. Η λύση δεν είναι η εφαρμογή ενός ασφυκτικού φορμαλιστικού πλαισίου ερμηνείας και αναπαράστασης της τραγωδίας. Η λύση δεν είναι η μίμηση και η επανάληψη δοκιμασμένων τεχνικών του παρελθόντος που έχουν οδηγήσει τη σύγχρονη απόδοση της τραγωδίας σε μια κακόγουστη μανιέρα.

Η λύση είναι (πιθανόν) η προσήλωση στην ενδελεχή μελέτη του τραγικού λόγου, η απελευθέρωση όλων των χυμών του και των πλοηγικών δυνατοτήτων του. Γιατί, ο τραγικός λόγος είναι ποιητικός και συνεπώς από μόνος του μπορεί να γίνει το όχημα για τη διανοητική, αισθητική και ψυχολογική κάθαρση, την οποία μπορεί και πρέπει διαχρονικά και πανανθρώπινα να στοχεύει και εντέλει να προσφέρει.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα