Ένας κρυφός χώρος τέχνης της Θεσσαλονίκης εκεί που δεν τον περιμένεις
Στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης και κοιτώντας στο ιστορικό σήμα-κατατεθέν της, βρίσκεται ένας κρυφός χώρος τέχνης για τον οποίον ενδεχομένως δεν γνωρίζουν πολλοί Θεσσαλονικείς.
Στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης και κοιτώντας στο ιστορικό σήμα-κατατεθέν της, βρίσκεται ένας κρυφός χώρος τέχνης για τον οποίον ενδεχομένως δεν γνωρίζουν πολλοί Θεσσαλονικείς.
Πρόκειται για έναν χώρο με την δική του ιστορία, αλληλένδετη όμως με αυτή της πόλης, καθώς τιμά την καλλιτεχνική δημιουργία και παράδοση της Θεσσαλονίκης αλλά και της Βόρειας Ελλάδας. Ο λόγος για την Πινακοθήκη της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
Απέναντι από τον Λευκό Πύργο, κρυμμένη στον τελευταίο όροφο της Νικολάου Γερμανού 1, με μια από τις ωραιότερες θέες στον Θερμαϊκό, η Πινακοθήκη φυλάει μέσα της θησαυρούς από την εικαστική σκηνή αυτής της πόλης, διαθέτοντας έργα των περισσότερων μεγάλων Θεσσαλονικέων και Βορειοελλαδιτών καλλιτεχνών, πηγαίνοντας πίσω στον 19ο αιώνα και φτάνοντας μέχρι το σήμερα.
Η Πινακοθήκη στεγάζεται στο κτίριο του Μεγάρου Θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, έργο του αρχιτέκτονα Βασίλειου Κασσάνδρα, και καλύπτει μια έκταση 500 τ.μ. του 6ου ορόφου του κτιρίου. Πρωτοϊδρύθηκε σαν τμήμα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών τον Ιούνιο του 1975 και αποτέλεσε τον πρώτο οργανωμένο εικαστικό μουσειακό φορέα της πόλης, με σκοπό την προβολή και διάδοση της νεοελληνικής τέχνης, κυρίως αυτής του βορειοελλαδικού χώρου, και την παράλληλη αναβάθμιση της αισθητικής αγωγής και παιδείας του κοινού.
Κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας της, 1975 – 1986, και σε συνεργασία με το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος παρουσιάστηκαν σ’ αυτήν σημαντικά έργα νεοελληνικής τέχνης από τη συλλογή του ομώνυμου ιδρύματος. Κατά την περίοδο 1987 – 1995, το εκθεσιακό δυναμικό της Πινακοθήκης συγκροτήθηκε από τα έργα της συλλογής της ΕΜΣ και της συλλογής του κ. Σωτήρη Τσούκαλη, ενός από τους σημαντικότερους συλλέκτες της Θεσσαλονίκης. Η απόσυρση των έργων του συλλέκτη στα τέλη του 1995 οριοθετεί και την αφετηρία της τελευταίας περιόδου λειτουργίας της Πινακοθήκης, κατά την οποία όλα τα παρουσιαζόμενα έργα ανήκουν στη συλλογή της ΕΜΣ, που αριθμεί εκείνη τη χρονική στιγμή περί τα 300 έργα ζωγραφικής, γλυπτικής και χαρακτικής, Ελλήνων και μερικών ξένων καλλιτεχνών.
Τα έργα της συλλογής προέρχονται από αγορές που πραγματοποίησε η Πινακοθήκη κατά τις δύο δεκαετίες λειτουργίας της, από δωρεές των ίδιων των καλλιτεχνών προς την Πινακοθήκη αλλά και από τα διάφορα κληροδοτήματα προς την ΕΜΣ κατά τη διάρκεια της άνω των πενήντα ετών λειτουργίας της (ιδρύθηκε το 1939). Παρά το γεγονός ότι η συλλογή της Πινακοθήκης συγκροτήθηκε κατά τρόπο αποσπασματικό, ωστόσο παρέχει τη δυνατότητα στον επισκέπτη να έρθει σε επαφή με τις σημαντικότερες τάσεις της τέχνης του 20ου αιώνα, και ιδιαίτερα να έχει μια ικανοποιητική εικόνα της εικαστικής δημιουργίας του βορειοελλαδικού χώρου, αφού ο βασικός πυρήνας των έργων της συλλογής περιλαμβάνει καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας.
Οι συστηματικές ξεναγήσεις των σχολικών ομάδων που επισκέπτονται την Πινακοθήκη και οι περιοδικές εκθέσεις – ατομικές και ομαδικές – μεγάλων δημιουργών της σύγχρονης ελληνικής τέχνης συμπληρώνουν τις δραστηριότητες της Πινακοθήκης, η οποία έχει στόχο να καταστεί κέντρο επιμόρφωσης και ενημέρωσης του κοινού σε θέματα που σχετίζονται με τη σύγχρονη εικαστική δημιουργία.
Ο κ. Γιώργος Ρουσσέτης, υπεύθυνος για την οργάνωση και την λειτουργία της Πινακοθήκης της ΕΜΣ, μας ξεναγεί στους τρεις χώρους που διαθέτει η Πινακοθήκη, στον διάδρομο, την μεγάλη αίθουσα και την μικρή αίθουσα, όπου φιλοξενούνται γύρω στα 150 έργα της μόνιμης συλλογής. Τα έργα αυτά σημειώνει πως εναλλάσσονται, για να παρουσιάζονται όλα σταδιακά και κατά περιόδους, καθώς σήμερα η μόνιμη συλλογή αριθμεί τον αυξημένο αριθμό των 950 έργων.
Κάποια έργα παρουσιάζονται σταθερά, αναφέρει ο κ. Ρουσσέτης, όπως αυτά στον χώρο του διαδρόμου, καθώς το συγκεκριμένο σημείο της Πινακοθήκης φιλοξενεί κατά μήκος του την θεματική ενότητα της Θεσσαλονίκης, κλείνοντας με κλασικά έργα, ζωγραφικής και χαρακτικής, του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα. Στην μεγάλη αίθουσα, από την άλλη, φιλοξενούνται έργα σύγχρονα, δημιουργών ως επί το πλείστον Θεσσαλονικέων και Βορειοελλαδιτών, “γιατί αυτή είναι και η αρχική σκέψη της ίδρυσης της Πινακοθήκης, να προβάλλει το έργο των καλλιτεχνών της πόλης και της Βόρειας Ελλάδας”. Στην μικρή αίθουσα, τέλος, γίνονται πλέον μικρά αφιερώματα σε ορισμένους καλλιτέχνες, οι οποίοι είτε δώρισαν έναν σεβαστό αριθμό έργων στην Πινακοθήκη είτε αρμόζει να τιμηθούν γιατί είναι πρόσωπα σημαίνοντα για τον εικαστικό χώρο της πόλης. “Αυτό ξεκίνησε από τους εορτασμούς για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και η μικρή αίθουσα διατηρήθηκε για τέτοιους σκοπούς, ενώ αρχικά τιμούσε την πόλη”, υπογραμμίζει ο κ. Ρουσσέτης.
Όπως αναφέρει, η Πινακοθήκη ως μνεία υπήρχε από το 1950, όμως οι σοβαρές ζυμώσεις για την δημιουργία της άρχισαν από το 1971. “Έργα τότε δεν υπήρχαν. Υπήρχαν κάποια που φιλοξενούνταν στο κτίριο διοίκησης από κληροδοτήματα, δωρεές, κληρονομιές. Όταν τελικά πάρθηκε η απόφαση να ιδρυθεί η Πινακοθήκη το 1975, αυτά τα έργα δεν μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες της Πινακοθήκης. Έτσι, για ένα διάστημα 11 ετών, μέχρι το 1986, λειτούργησε ως Πινακοθήκη Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών με εκθέματα του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας. Αυτή ήταν η πρώτη περίοδος λειτουργίας της Πινακοθήκης, από το 1975-1986” αναφέρει ο υπεύθυνος.
Όταν αυτά τα έργα έφυγαν, η Πινακοθήκη άρχισε σιγά σιγά να συγκεντρώνει κάποια έργα, με την βοήθεια του πρώτου επιμελητή της, του ιστορικού τέχνης Ιωάννη Τσούτσα, που διετέλεσε στην θέση αυτή από το 1975 μέχρι το 2017. Από το 1986 και μετά, ένας πολύ μεγάλος για την πόλη συλλέκτης, ο Σωτήρης Τσούκαλης, σε συνεννόηση με τον κ. Τσούτσα φέρνει την πάρα πολύ πλούσια συλλογή του να φιλοξενηθεί στην Πινακοθήκη, από το 1987 μέχρι το 1995. Τότε ξεκινά η Πινακοθήκη τη γνωριμία του επιμελητή με τους Θεσσαλονικείς και τους Βορειοελλαδίτες ζωγράφους, αρχίζουν οι πρώτες δωρεές και σταδιακά αυξάνονται τα έργα της Πινακοθήκης. Το 1995, ο κ. Τσούκαλης αποσύρει τα έργα του, κι έκτοτε μέχρι σήμερα, αρχίζει η σημερινή μορφή της Πινακοθήκης.
Σήμερα λοιπόν, η πλειοψηφία των έργων της Πινακοθήκης αποτελείται από δωρεές καλλιτεχνών, με ένα μικρό μέρος να είναι κληροδοτήματα, ενώ στην πορεία, από το 1975 κυρίως μέχρι το 2000, έγιναν κάποιες αγορές έργων. “Κάποια ήταν από Θεσσαλονικείς, κάποια ήταν από οικογένειες ζωγράφων, όπως ο Μίμης Βιτσώρης, οι οποίοι έκαναν μια προσφορά και ως δωρεά, και ένα κομμάτι αγοράστηκε. Τα κριτήρια της αγοράς, η λογική και η φιλοσοφία, ήταν καθαρά του εμπλουτισμού της Πινακοθήκης μέσα στα πλαίσια της οικονομικής δυνατότητας που είχε η Εταιρεία. Αυτός ήταν ο βασικός στόχος. Ποιον καλλιτέχνη δεν είχαμε από δωρεά, ώστε να μπορέσουμε να τον παρουσιάσουμε. Αυτός ήταν και παραμένει ο σκοπός, της παρουσίασης του καλλιτεχνικού έργου κυρίως του Βορειοελλαδικού χώρου. Υπάρχουν όμως και έργα από καλλιτέχνες οι οποίοι δεν είναι από τη Βόρεια Ελλάδα. Αλλά αυτοί αποτελούν ένα μικρό ποσοστό της τάξης του 10%. Υπάρχουν και τρεις ξένοι ζωγράφοι, οι Μπαρκόφ, Γκέρλαχ και Κουζινερί. Κάποια έργα του Γκέρλαχ είναι αγορά. Τα υπόλοιπα ήταν δωρεές από κληροδοτήματα, γιατί αυτοί έζησαν εδώ στις αρχές του 20ου αιώνα. Είχαν σαν θέμα τη Θεσσαλονίκη, αυτή ήταν η λογική. Ο ένας εξ’ αυτών ήταν στρατιωτικός στον Α’ ΠΠ εδώ, αλλά ήταν και ζωγράφος και βρέθηκαν αυτά τα έργα”.
Όπως αναφέρει ο υπεύθυνος, “Η πλούσια δραστηριότητα του εμπλουτισμού της Πινακοθήκης έγινε στα μέσα του ‘90, εκεί έγινε μια μαζική δωρεά έργων για να μπορέσει να λειτουργήσει η Πινακοθήκη αυτόνομα πλέον, μετά την απόσυρση του κ. Τσούκαλη. Πλέον η λέξη αγορά δεν είναι απαγορευτική αλλά είναι πολύ δύσκολη. Κοιτάμε τι μας λείπει. Τώρα προσθέσαμε Ανδρέα Κριεζή, εσχάτως. Από ελλείψεις, είναι δύο τρεις Θεσσαλονικείς που μας λείπουν. Ένας εξ’ αυτών είναι ο Κώστας Λούστας. Ουσιαστικά αυτός λείπει για την Θεσσαλονίκη. Από τους νεότερους καλλιτέχνες, αυτούς κυρίως που εντάσσονται στον Σύλλογο Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών Βορείου Ελλάδος (ΣΚΕΤΒΕ), σχεδόν όλοι έχουν από ένα έργο τους στη μόνιμη συλλογή. Άλλωστε η Πινακοθήκη εδώ και δεκαετίες έχει εδραιώσει μια συνεργασία με τον Σύλλογο”.
Στα πιο ιδιαίτερα έργα που διαθέτει η Πινακοθήκη, ο κ. Ρουσσέτης ξεχωρίζει μεταξύ άλλων ένα έργο του 19ου αιώνα του Ανδρέα Κριεζή, ένα από τις αρχές του 20ου αιώνα της Θάλειας Φλωρά-Καραβία, κι ένα του Πολύκλειτου Ρέγκου. Οι Θεσσαλονικείς καλλιτέχνες από την άλλη, είναι χωρισμένοι σε δύο κατηγορίες, σε αυτούς γεννημένους στις αρχές του 20ου αιώνα και αυτούς της επόμενης γενιάς, γεννημένους μετά από 15-20 χρόνια. Στην πρώτη κατηγορία, από τα έργα που διαθέτει η Πινακοθήκη ξεχωρίζουν αυτά των Κλειώ Νάτση, Γιάννη Τζοβανάκη, Απόστολου Κιλεσσόπουλου και Σωτήρη Ζερβόπουλου. Από την δεύτερη, αυτά των Γιάννη Μαβίδη και Γιώργου Ιωαννίδη.
Εκτός από την μόνιμη συλλογή, σήμερα στην Πινακοθήκη πραγματοποιούνται και κάποιες περιοδικές εκθέσεις, είτε αποκλειστικά με διοργάνωση της ΕΜΣ, είτε σε συνεργασία με άλλους φορείς, είτε ως φιλοξενία. Τουλάχιστον κατά το μισό χρονικό διάστημα του έτους στον χώρο φιλοξενείται η μόνιμη συλλογή, και το άλλο μισό οι περιοδικές εκθέσεις.
Η Πινακοθήκη της ΕΜΣ έχει μονίμως ελεύθερη είσοδο για το κοινό, καθώς πρόκειται για εταιρεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Είναι ανοιχτή για το κοινό από Δευτέρα έως και Παρασκευή τις ώρες 09.00-14.00, τα Σάββατα παραμένει κλειστή, και τις Κυριακές ανοίγει τις ώρες 10.00-14.00. Τα σχολεία επισκέπτονται την Πινακοθήκη τις καθημερινές με ραντεβού και ξεναγούνται στα εκάστοτε εκθέματά της.
Όσον αφορά την επισκεψιμότητα, το γεγονός ότι συναντάμε την Πινακοθήκη σε ψηλό όροφο ενός κτιρίου στο οποίο φιλοξενούνται και άλλοι φορείς, όπως η Δημοτική Τηλεόραση, σίγουρα δεν βοηθά τον κόσμο να την εντοπίσει εύκολα ή να την ανακαλύψει απρόοπτα. Τις καθημερινές η επισκεψιμότητα είναι γύρω στα 10-15 άτομα, ενώ τις Κυριακές τριπλασιάζεται, φτάνοντας τα 50 άτομα, με αποτέλεσμα την μόνιμη συλλογή να υπολογίζεται ότι επισκέπτονται μηνιαία περίπου 300 άτομα. Όταν πρόκειται για περιοδικές εκθέσεις, η επισκεψιμότητα είναι πολύ μεγαλύτερη, σημειώνει ο κ. Ρουσσέτης, καθώς λόγω περιορισμένης διάρκειας ο κόσμος προσπαθεί να προλάβει να την επισκεφτεί, ενώ υπάρχει και μια καλύτερη επικοινωνία τους από τους εμπλεκόμενους φορείς. Σημειώνεται ότι οι δύο εκθέσεις της Πινακοθήκης με την μεγαλύτερη προσέλευση ήταν η έκθεση φωτογραφίας για τα 100 χρόνια της Θεσσαλονίκης το 2012, καθώς και η έκθεση με σημαίες επανάστασης το 1997, όπου κάθε μέρα υπήρχαν επισκέψεις σχολείων.
Μιλώντας για τους επισκέπτες, αναφέρει πως “Από τους Θεσσαλονικείς, οι περισσότεροι που θα έρθουν θα είναι είτε από σχολεία ή μια ομάδα 10-15 ατόμων από κάποιον σύλλογο, θα είναι κάποιος που γνωρίζει την Πινακοθήκη ή είναι μέλος της εταιρείας και βρίσκεται σε ένα άλλο σωματείο. Και θα έρθουν κυρίως την Κυριακή. Τις υπόλοιπες μέρες θα είναι τουρίστες, όχι απαραίτητα από άλλη χώρα, αλλά κι από άλλη πόλη. Τα τελευταία χρόνια έχω παρατηρήσει μια αύξηση των τουριστών που έρχονται εδώ, πάρα πολλοί είναι από την Τουρκία, από την Κύπρο. Και φυσικά τους καλοκαιρινούς μήνες έχει Έλληνες από Αυστραλία, Καναδά, Αμερική”.
Τι έχουμε να αναμένουμε από την Πινακοθήκη; Αρχικά, από τα τέλη Νοεμβρίου και για τρίτη συνεχή χρονιά, θα φιλοξενηθεί στην Πινακοθήκη μια διεθνής έκθεση ακουαρέλας, με σύγχρονα έργα κάποιων από τα μεγαλύτερα ονόματα του κόσμου. Ακόμη, στις αρχές της νέας χρονιάς, θα πραγματοποιηθεί μια ομαδική έκθεση για τα 35 χρόνια του ΣΚΕΤΒΕ, ενώ ενδέχεται να ακολουθήσει έκθεση με έργα του καλλιτέχνη Κώστα Ντιού. Μετά το καλοκαίρι του 2019, προγραμματίζεται να ξεκινήσει μια έκθεση για τα 80 χρόνια της ΕΜΣ με θέμα τη Θεσσαλονίκη, η οποία θα έχει διάρκεια από 6 μέχρι 12 μήνες. Η έκθεση θα περιλαμβάνει υπάρχοντα καθώς και συμπληρωματικά έργα, ζωγραφικής, χαρακτικών, γλυπτικής, αλλά και κατασκευές. Τέλος, μακρινός στόχος της Πινακοθήκης είναι το 2021 να υλοποιήσει έκθεση με θέμα τα 200 χρόνια της ελληνικής επανάστασης.
Μέχρι τότε, η μόνιμη συλλογή της Πινακοθήκης της ΕΜΣ σας περιμένει να την ανακαλύψετε. Γνωρίστε αυτόν τον κρυφό χώρο τέχνης της Θεσσαλονίκης.
*Πινακοθήκη Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Νικολάου Γερμανού 1, Τηλ. 2310271195, Ωράριο: Δευτέρα-Παρασκευή 09.00-14.00, Σάββατο κλειστά, Κυριακή 10.00-14.00, Είσοδος ελεύθερη