Ένας Θεσσαλονικιός συνθέτης που διαπρέπει στο Hollywood τώρα κατακτά και το Netflix!

O Κώστας Χρηστίδης από την Θεσσαλονίκη δουλεύει εδώ και χρόνια στο Hollywood και τώρα κατακτά και το Netflix. Τον ρωτήσαμε όσα θέλαμε να μάθουμε για κείνον.

ένας-θεσσαλονικιός-συνθέτης-που-διαπ-326722
Εικόνες: Kostas Christides Facebook Page

Πολλοί είναι οι καλλιτέχνες που ονειρεύονται πρωταρχικά να ζήσουν από την τέχνη τους, και φυσικά να διαπρέψουν και να επιτύχουν σ’ αυτήν. Και αρκετοί από αυτούς κυνηγάνε το μεγάλο όνειρο σε Ελλάδα και εξωτερικό. Κι όταν βρίσκεις ανάμεσά τους άτομα από τον τόπο σου, που έχουν πετύχει τον στόχο τους, κυρίως στο γεγονός ότι έχουν καταφέρει να κάνουν το πράγμα που αγαπούν και αυτό να εκτιμηθεί, αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να δώσει κινητήρια δύναμη στη νέα γενιά να συνεχίσει να δημιουργεί και να επιδιώκει.

Αυτό φτάνει σε νέα ύψη όταν μαθαίνεις ότι ένας συνθέτης από την Θεσσαλονίκη έχει καταφέρει τις τελευταίες δεκαετίες να αναγνωριστεί στην βιομηχανία του κινηματογράφου του Hollywood και τώρα πια κατακτά και τον κόσμο του Netflix.

Ο λόγος για τον Κώστα Χρηστίδη, έναν από τους πιο ταλαντούχους γέννημα-θρέμμα Θεσσαλονικείς που σήμερα διαπρέπει στην Αμερική, ζώντας στο Λος Αντζελες όπου εργάζεται ως συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής και ενορχηστρωτής.

Ο Κώστας Χρηστίδης άρχισε τις μουσικές σπουδές του στα έξι του χρόνια. Όταν τελείωσε το σχολείο, μετακόμισε στο Λονδίνο όπου σπούδασε μουσική στο London College of Music. Στη συνέχεια, μετακόμισε στο Los Angeles για να παρακολουθήσει μαθήματα σύνθεσης για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο στο University of Southern California. Έκτοτε, έχει εργαστεί ως συνθέτης και ενορχηστρωτής σε μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές, με χαρακτηριστικά επιτεύγματα στις ταινίες “29 Reasons To Run”, “Entrapment”, “Sweet November”, “Shipping News”, “The Exorcism of Emily Rose”, “Swordfish”, “The Core”, “The Hurricane” και “Spiderman 3”.

Για τη δουλειά του στην ταινία “29 Reasons To Run”, έχει κερδίσει το Βραβείο Καλύτερης Μουσικής Επένδυσης στο Bare Bones International Film Festival και το Director’s Choice – BestImpact of Music στο Park City Film Music Festival. Τον Νοέμβριο του 2006 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ταινιών του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, για τη μουσική της πολυβραβευμένης ελληνογερμανικής παραγωγής, “Eduart”. Το 2012 έγραψε μουσική για την ελληνική ταινία «Poker Face».

Μετρά συνεργασίες με τα μεγαλύτερα στούντιο του Λος Άντζελες, όπως την Universal, Sony/ Columbia pictures, Warner Bros. Pictures, MGM, Disney, Miramax, Paramount Pictures ενώ έχει δουλέψει με σπουδαίους σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Στις τελευταίες του δουλειές μετράει μια νέα συνεργασία με τον Κολοσσό του Netflix, δημιουργώντας το μουσικό ηχόχρωμα για την ταινία “Benji” που κυκλοφορεί μέσω της πλατφόρμας, αναβιώνοντας έναν αγαπημένο αμερικάνικο ήρωα.

Ο Κώστας Χρηστίδης μας μίλησε εφόλης της ύλης για το πρόσφατό του έργο καθώς και για το τι σημαίνει τελικά να είσαι Έλληνας καλλιτέχνης που ακολουθεί αυτό που αγαπά σε μια πόλη-κέντρο του χώρου του όπως το Λος Άντζελες.

Ασχοληθήκατε με την μουσική από πολύ μικρή ηλικία και συνεχίσατε με σπουδές σε κορυφαίες σχολές του εξωτερικού. Ήταν πάντα όνειρο να καταλήξετε στο Λος Άντζελες ή προέκυψε στην πορεία; Σήμερα πως αποτιμάτε αυτή την επιλογή;

Το Λος Άντζελες προέκυψε στην πορεία. Βεβαία δεν θα το χαρακτήριζα ως ένα όνειρο αλλά ως έναν ρεαλιστικό στόχο τον οποίο έθεσα σχετικά νωρίς. Αυτός ήταν το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού πραγμάτων. Της αγάπης που είχα για την μουσική γενικά, της ανάγκης που είχα για αυτοσχεδιασμό από μικρός και φυσικά ο υπέρμετρος θαυμασμός και δίψα που είχα για την κινηματογραφική μουσική.

Ακόμα θυμάμαι με περίσσια γοητεία και νοσταλγία, τον ενθουσιασμό που είχα όταν κατέβαινα στο κέντρο κάθε Σάββατο πρωί, να ξοδέψω το χαρτζιλίκι μου που είχα πάρει την προηγούμενη μέρα, σε καινούργια ή παλιά κλασικά σάουντρακ. Πρώτη στάση πάντα το θρυλικό ROCK 100 στην διαγώνιο. Σύντομη συζήτηση με τον κ. Νίκο Θεοδωράκη και τον Στάθη για το τι καινούργιο ήρθε και μετά στο υπόγειο για να διαλέξω τα βινύλια που θα δοκίμαζα πριν τα αγοράσω… ναι μπορούσαμε τότε και τα ακούγαμε πριν πάρουμε τις τελικές «κρίσιμες» αποφάσεις. Πίσω από το πικ-απ ο άρχοντας Γιώτης Μπανγκαλάς. Καθόταν εκεί με μια θα έλεγα…«υπεροπτική» βαριεστημάρα και με την χαρακτηριστική βραχνή φωνή που «έσερνε» πάντα τις προτάσεις, θα μου διηγούνταν απίστευτες μουσικές ιστορίες και γεγονότα ενώ συγχρόνως θα μου «σύστηνε» κάποιους πιο ψαγμένους κινηματογραφικούς σύνθετες. Και πριν καν να το καταλάβω, το δίωρο περνούσε και με τα καινούργια μου «λάφυρα» κατευθυνόμουν προς την Αριστοτέλους για το BLOW-UP και μετά τον ΠΑΤΣΗ. Πραγματικά μου λείπουν αυτές οι στιγμές. Αυτή η μαγεία που ένιωθες όταν αγόραζες το βινύλιο ή ακόμα και το cd. Ήταν κάτι το χειροπιαστό, ένιωθε σαν κατόρθωμα. Ειδικά με το βινύλιο συνδύαζες τέσσερις αισθήσεις, την αφή όταν το έπιανες στα χεριά σου, την όσφρηση όταν μύριζες την χαρακτηριστική μυρωδιά του δίσκου και της χαρτονένιας θήκης, την όραση όταν περιεργαζόσουν το artwork του καλύμματος και φυσικά της ακοής. Απλή αλλά και μοναδική εμπειρία. Έτσι θεωρώ ότι η άφιξη μου στη δυτική ακτή των ΗΠΑ ήταν και κάπως η φυσιολογική εξέλιξη της μικρής μου πορείας ως τότε, που είχε ξεκινήσει από τα έξι μου, όταν και άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική.

Ήξερα πως το απ’ ευθείας εισιτήριο Θεσσαλονίκη – Λος Άντζελες θα ήταν πρακτικά αδύνατο και γι΄αυτό φρόντισα να προετοιμαστώ όσο καλύτερα γίνεται με περισσότερα εφόδια και γερές βάσεις κάνοντας μια «στάση» στο Λονδίνο για μια πενταετία.

Η επιλογή αυτή πραγματικά δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως η σωστή και η μονή που θα μπορούσε να γίνει. Καμιά φορά είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσεις τι έχεις κερδίσει, όχι μόνο ως επαγγελματίας αλλά και ως άνθρωπος, έχοντας ζήσει και δουλέψει σε όχι μια οποιαδήποτε ξένη πόλη, αλλά στον πυρήνα της 7ης τέχνης. Όταν συναναστρέφεσαι με ανθρώπους που προέρχονται απ’ όλον το κόσμο και έχουν το ίδιο πάθος και την ίδια λατρεία με σένα, αρχίζεις να ανακαλύπτεις ή ακόμα και να σμιλεύεις νέες πτυχές του χαρακτήρα σου, που πιστεύω σε ωθούν να γίνεις ακόμα καλύτερος στο αντικείμενο της τέχνης με την οποία ασχολείσαι.

Ο Κώστας Χρηστίδης με τον συνθέτη Christopher Young (αριστερά).

Από το University of Southern California καταλήξατε βοηθός του κορυφαίου συνθέτη Christopher Young και σήμερα μετράτε σημαντικούς τίτλους σύνθεσης σε μεγάλες παραγωγές του Hollywood. Πόσο δύσκολη ήταν αυτή η ανέλιξη; Ποια τα αποφασιστικά βήματα που ξεχωρίζετε κοιτώντας πίσω;

Για να είμαι ειλικρινής η πρώτη αυθόρμητη απάντηση μου θα ήταν… ποια δυσκολία; Ποια ανέλιξη; Και αυτό συμβαίνει γιατί με το πέρασμα του χρόνου διαγράφω κατά κάποιο τρόπο τα οποία εμπόδια παρουσιαζόντουσαν ενίοτε. Και νομίζω το ίδιο συμβαίνει με όσους ασχολούνται με κάτι το οποίο πραγματικά αγαπάνε.

Θεωρώ τον εαυτό μου παρά μα παρά πολύ τυχερό που βρέθηκα στο στούντιο του Chris Young και δούλεψα μαζί του για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν το πραγματικό «σχολείο» για μένα. Μια τέλεια χρονική συγκυρία γιατί με το που τελείωσα τις σπουδές μου, άρχισα να δουλεύω για έναν ήδη καθιερωμένο σύνθετη στο Hollywood του οποίου η καριέρα ήταν σε μια παρά πολύ ανοδική πορεία.

Η μεγαλύτερη πρόκληση όταν δουλεύεις σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι να αντέχεις στην συνεχή πίεση και ένταση που υπάρχει, όπως επίσης η οποιαδήποτε κριτική να μη σε καταβάλλει, αλλά αντιθέτως να την εκλαμβάνεις ως ένα θετικό στοιχείο που θα σε παρακινεί να γίνεσαι ολοένα καλύτερος και αποδοτικότερος στην δουλειά σου.

Επίσης, εκτός της δουλειάς την οποία θα παραδώσεις, που είναι η μουσική αυτή καθεαυτή, εξίσου σημαντικό είναι να υπάρχει και μια αρμονική συνεργασία με τον σκηνοθέτη, τους παράγωγους και το στούντιο που κάνει την ταινία. Συνήθως έρχονται με πολύ στρες και πίεση από τα προηγούμενα στάδια της παράγωγης μιας και η μουσική είναι από τα τελευταία κομμάτια του παζλ, όποτε γίνετε κατανοητό ότι εάν τους κανείς τη ζωή εύκολη και τους παραδώσεις υψηλή ποιότητα, χωρίς προβλήματα και μέσα στα χρονικά περιθώρια που θέλουν τότε έχεις το κλειδί για να πάρεις την επόμενη δουλειά.

Από όσα έχετε πετύχει μέχρι σήμερα, ποιο ήταν το project-όνειρο που ξεχωρίζετε;

Έχω δουλέψει σε αρκετές ταινίες ως σύνθετης και ως ενορχηστρωτής. Υπάρχουν όμως τέσσερις περιπτώσεις που πραγματικά είναι ιδιαίτερες για μένα. Η πρώτη είναι το “Entrapment” (H Διπλή Παγίδα). Είναι η πρώτη ταινία που δούλεψα με τον Chris Young και η πρώτη φορά που δούλεψα κατά την διάρκεια της ηχογράφησης του score που έγινε στο Air Lyndhurst Studios στο Λονδίνο το 1999. Εκπληκτική και φυσικά αξέχαστη περίοδος για μένα.

Η δεύτερη είναι το “Spiderman 3”, πάλι με τον Chris, όπου το μέγεθος ενός τέτοιου project το νιώθεις σε όλα τα επίπεδα. Ηχογραφούσαμε στο θρυλικό στούντιο – scoring stage της MGM (Sony) με 107 άτομα ορχήστρα και 60 άτομα χορωδία. Η αδρεναλίνη και το άγχος στα ύψη. Εάν υπολογίσεις και τους τεχνικούς, τους ενορχηστρωτές και τους ανθρώπους που κάνουνε τις παρτιτούρες, τότε καταλαβαίνεις τι ανθρωπινό δυναμικό χρειάζεται να συνεργαστεί με απολυτή ακρίβεια ώστε να βγει ένα άψογο αποτέλεσμα. Τρομερή εμπειρία. Άλλωστε δεν τυγχάνει και κάθε μέρα να βρίσκεσαι στο ίδιο στούντιο με τον Sam Raimi και τον Sean Connery.

Ο Κώστας Χρηστίδης με τον θρυλικό δημιουργό των κόμικ του Spiderman Stan Lee.

Το “Ένας Άλλος Κόσμος” του Χριστόφορου Παπακαλιάτη ήταν άλλη μια ιδιαίτερη στιγμή για μένα. Ήταν η δεύτερη μας συνεργασία, γνωρίζαμε καλύτερα ο ένας τον άλλον, αρχίσαμε να δουλεύουμε σε θέματα από πολύ νωρίς – νομίζω ακόμα γυρίζανε την ταινία – και αυτό μας έδωσε τον απαιτούμενο χρόνο να ψάξουμε τον τόνο και το ύφος της μουσικής επένδυσης μέσα από μια πολύ ουσιαστική συνεργασία. Μου αρέσει πολύ να δουλεύω με τόσο ταλαντούχους και παθιασμένους ανθρώπους και όταν στην εξίσωση υπάρχει και μία πάρα πολύ ωραία ταινία, τότε είναι το τέλειο σενάριο.

Δεν θα μπορούσα να παραλείψω βεβαίως και μια από τις πιο πρόσφατες δουλειές μου, το Benji. Είμαι πραγματικά υπερήφανος που ανήκω στην “οικογένεια” των δημιουργών ενός τέτοιου θρυλικού brand name. Δεν νομίζω να υπάρχει Αμερικάνος ηλικίας από 20 μέχρι και 50, 60 χρονών και να μην ξέρει τον μικρό αυτόν αδέσποτο σκυλάκο και τις περιπέτειες του από τις δεκαετίες του ’70, ’80 και ’90. Τον σκηνοθέτη Brandon Camp τον γνώρισα μέσω μιας άλλης συνεργασίας μας το 2008, το “Love Happens” με την Jennifer Aniston και τον Aaron Ekchart. Εκεί “δέσαμε” κατά κάποιο τρόπο και γίναμε πολύ φίλοι. Όταν αποφάσισε να «αναγεννήσει» τον Benji, μου ανακοίνωσε ότι θα ήθελε να δουλέψουμε πάλι μαζί και περάσαμε ατελείωτες ώρες συζητήσεων και brain storming όπως λέμε για να βρούμε την κατάλληλη προσέγγιση για την μουσική.

Η ταινία ουσιαστικά είναι μια περιπέτεια που αναδεικνύει την ασυμβίβαστη αγάπη και το δέσιμο που υπάρχει μεταξύ των παιδιών και των ζώων. Ο στόχος του Brandon μέσω του σεναρίου και της σκηνοθεσίας ήτανε να δημιουργήσει μια ταινία που να μην χαρακτηρίζετε μόνο ως παιδική αλλά για όλη την οικογένεια. Ήθελε να «ξυπνήσει» και τις παιδικές μνήμες των ενηλικιωμένων πια παιδιών που μεγάλωσαν με τον Benji τις προηγούμενες δεκαετίες. Νομίζω ότι το κατάφερε σε τεράστιο βαθμό. Έχω διαβάσει τόσα πολλά θετικά σχόλια από ενήλικες στα social media που πραγματικά ξεπερνούσαν και τις αρχικές μου προσδοκίες. Οπότε για μένα η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν πως να γεφυρώσω μουσικά τις διαφορετικές γενιές. Εμπνευσμένος από τις Fantasy και Family Adventure ταινίες της δεκατείας του 80, αποφάσισα να γράψω ένα ορχηστρικό score οπού θα παρέπεμπε σε αυτήν την εποχή, αλλά ταυτόχρονα, να μας «συνδέει» και με το σήμερα. Έτσι ήμουνα πολύ προσεχτικός στην διαχείριση ηλεκτρονικών ηχοχρωμάτων. Ήθελα να μπολιάσουν την ορχήστρα, να συνυπάρξουν αρμονικά με τους οργανικούς ήχους των ζωντανών οργάνων, σε βαθμό που να δίνουν αυτό το κάτι παραπάνω, το κάτι σύγχρονο αλλά σε καμιά περίπτωση να μην είναι το «πρώτο βιολί». Επίσης για το κυρίως θέμα της ταινίας χρησιμοποίησα ακουστικές κιθάρες και Appalachian μαντολίνο, για να δώσουμε έτσι άρωμα Midwest, οπού κατά κύριο λόγο εξελίσσονται οι ιστορίες του Benji.

Ηχογραφήσαμε στην Bratislava, με μια ορχήστρα 82 ατόμων. Όσες φορές και να το έχω κάνει στο παρελθόν, το να βρίσκομαι μπροστά από μια ορχήστρα που παίζει την μουσική μου, είναι μια εμπειρία που με συνεπαίρνει κάθε φορά, και πραγματικά αισθάνομαι τυχερός που μπορώ και τη ζω ξανά και ξανά. Η ταινία κυκλοφόρησε στις 16 Μαρτίου σε όλον τον κόσμο από την streaming πλατφόρμα του Netflix.

Πώς είναι για έναν Έλληνα η ζωή στο Λος Άντζελες και ποια η εικόνα που υπάρχει για την Ελλάδα εκεί;

Όταν πρωτοήρθα στο Λος Άντζελες το 1997 ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Η προσαρμογή ήταν αρκετά δύσκολη. Μην ξεχνάμε ότι δεν είχαμε την πολυτέλεια του ίντερνετ τότε, όποτε για να βρεις, να ψάξεις, να μάθεις για κάτι ήτανε πολύ πιο πολύπλοκο απ’ ότι τώρα. Και φυσικά για τον ίδιο λόγο οι επιλογές ήτανε πολύ λιγότερες. Το μοναδικό κοινό με την Ελλάδα… ο ηλιόλουστος καλοκαιρινός καιρός.

Μια αχανής πόλη με τεράστιες αποστάσεις, με απίστευτη πολυπολιτισμικότητα, με έντονες τις εικόνες της διαφορετικότητας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, με μια ζωηράδα που την χαρακτηρίζει μια αφέλεια και μια χαλαρότητα θα έλεγα όσο και οξύμωρο να ακούγεται αυτό, με ιστορίες και όνειρα που αναζητούν τον λόγο ύπαρξής τους, με μια μάλλον παγκόσμια ιδιαιτερότητα του ότι δεν έχει ένα κέντρο όπως κάθε άλλη μητρόπολη, και όλα αυτά βεβαία κάτω από το βλέμμα του σημείου αναφοράς της, του στέμματος της, το HOLLYWOOD sign.

Επειδή όμως είμαστε σαν λαός πολύ εκφραστικοί και με δυνατά συναισθήματα, όλα αυτά τα βλέπουμε σαν ένα δέλεαρ και θέλουμε να γίνουμε κομμάτι της, και να πάρουμε αυτή την αύρα που την κάνει ιδιαίτερη σε όλο τον κόσμο. Μπορεί να μην έχει την νυχτερινή ζωή που έχουμε συνηθίσει ή την αμεσότητα και το αυθορμητισμό στις σχέσεις που έχουμε στην Ελλάδα, αλλά σου παρέχει μια οργανωμένη καθημερινότητα και μια πολύ υψηλή ποιότητα ζωής. Εκείνο που μου έχει κάνει όμως εντύπωση είναι πώς, όλοι οι Έλληνες που ερχόμαστε εδώ μαθαίνουμε να είμαστε πολίτες μιας κοινωνίας που ο καθένας σέβεται τον συμπολίτη του, λειτουργεί ως μέρος ενός community, και οι υποχρεώσεις του δεν τελειώνουν εκεί που τελειώνει ο «φράχτης» του. Είναι κάτι που να πούμε την αλήθεια δεν το βλέπεις και πολύ συχνά στην πατρίδα μας.

Τα τελευταία χρόνια έχουνε έρθει εδώ πολλοί Έλληνες που ασχολούνται με τον κινηματογράφο, για να δοκιμάσουν την τύχη τους και είναι πολύ ωραίο να βλέπεις fellow Greeks να τα καταφέρνουν και να πηγαίνουν μπροστά.

Η εικόνα της Ελλάδας γενικά είναι πολύ καλή για τους Αμερικάνους. Όταν λέω ότι είμαι Έλληνας βλέπεις αμέσως στα πρόσωπα μια χαρά και ένα θαυμασμό θα έλεγα. Βέβαια, για να πω την αλήθεια, ότι λόγω της απόστασης αλλά και λόγω του μεγέθους των Ηνωμένων Πολιτειών, η γνώμη τους καθορίζεται μερικές φορές και από κάποια στερεότυπα.

Όπως την Αρχαία Ελλάδα και την ιστορία μας, άσχετα εάν μπερδεύουν το Κολοσσαίο με τον Παρθενώνα, τον ήλιο, που νομίζουν ότι είμαστε τροπική χώρα και ότι ποτέ δεν έχουμε χειμώνα, τα νησιά, που κάποιοι μένουνε έκπληκτοι όταν τους λες ότι έχουμε και ηπειρωτική χώρα, το εκπληκτικό φαγητό, έστω και αν σε αυτό περιλαμβάνεται το hummus και το tabouli. Βέβαια, για να πω την αλήθεια, ένα μεγάλο ποσοστό γνωρίζει για την κρίση και με ρωτάνε για την κατάσταση στην Ελλάδα. Και σε καμιά περίπτωση δεν μας θεωρούν τεμπέληδες ή οτιδήποτε άλλο αρνητικό ακούμε ενίοτε από τους Ευρωπαίους συμπολίτες μας. Γενικά έχουνε ένα σεβασμό απέναντι στο όνομα και τη χώρα Ελλάδα.

Πώς περιγράφετε τον χώρο αυτό του Hollywood μετά από τόσα χρόνια δουλειάς εντός του; Ποια τα θετικά και ποια τα αρνητικά του, καθώς και τα δεδομένα για έναν νέο επαγγελματία που προσπαθεί να πετύχει εκεί; Υπάρχουν ευκαιρίες και αξιοκρατία;

Θα μπορούσα να πω σε μια πρόταση ότι ο χώρος του Hollywood είναι όπως κάθε χώρος στον ιδιωτικό τομέα, απλά πασπαλισμένος με χρυσόσκονη και πολλά φώτα. Δεν είναι ακριβώς έτσι βέβαια. Από την στιγμή που θεωρείται το κέντρο του κόσμου σε αυτόν τον τομέα, αμέσως το καθιστά σαν το πιο δύσκολο μέρος, όχι μόνο για να αναδειχθείς, αλλά και να σταθεροποιηθείς και να επιβιώσεις στο πέρασμα του χρόνου. Είναι πολύ ανταγωνιστικό και σκληρό. Αυτό όμως σε κάνει να είσαι πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά σου και σε ωθεί να ξεπερνάς τα όριά σου συνέχεια. Ένα άλλο θετικό στοιχείο είναι ότι γνωρίζεις ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο, που έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα, μιλάτε την “ίδια γλώσσα” και μαθαίνεις τόσα πολλά από αυτούς γιατί βλέπεις πώς λειτουργούν και πώς κινούνται στο χώρο. Επίσης, είναι το μέρος όπου κάθε μορφή τεχνογνωσίας σχετικά με το αντικείμενο εφαρμόζεται πρώτα εδώ. Είναι ο χώρος που πολλές φορές καθορίζει τάσεις, είναι ο χώρος που παρόλο που υπάρχει πληθώρα ανθρώπων που θέλουν να κάνουν το ίδιο πράγμα με σένα, υπάρχουν και αμέτρητες ευκαιρίες για να ξεκινήσεις τουλάχιστον από κάπου.

Επίσης, πρέπει να μάθεις να είσαι ανοιχτός σε κριτική και έτοιμος να βάλεις το εγώ σου σε δεύτερη μοίρα για το καλό της ταινίας. Μαθαίνεις τι πάει να πει επαγγελματισμός.

Πολύ απλά. Είναι ο χώρος που βλέπεις πώς γίνονται οι ταινίες στο υψηλότερο επίπεδο.

Στα αρνητικά, θα έλεγα είναι ότι όταν δουλεύεις σε ένα project δεν υπάρχει ωράριο, Σαββατοκύριακα, γιορτές ή διακοπές. Υπάρχει το απαράβατο deadline, εξού και το πολύ άγχος. Υπάρχει η συνεχόμενη αναζήτηση για την επόμενη δουλειά και, σε αντίθεση με αλλά επαγγέλματα, μερικές φορές πρέπει να φοράς μια «μάσκα» για να είσαι ευχάριστος, κουλ και γενικά να μην εκπέμπεις αρνητική ενέργεια. Ειδικά το τελευταίο είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να το κοντρολάρεις έστω και στις πιο δύσκολες στιγμές.

Νομίζω ότι υπάρχει αξιοκρατία και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Για να το ξεκαθαρίσω, όταν μιλάω για αξιοκρατία μιλάω μακροπρόθεσμα, για μια καταξίωση σε βάθος χρόνου και όχι εάν κάποιος πάρει μια δουλειά γιατί είναι καλύτερος ή χειρότερος από κάποιον άλλον. Άλλωστε αυτό είναι κάτι πολύ υποκειμενικό. Πιστεύω ότι οποίος έρθει εδώ και δουλέψει πολύ, έχει συνέπεια, προσήλωση, είναι συμβιβασμένος με την συνεχή απόρριψη, μια και αυτό θα συμβαίνει συχνά, και φυσικά να στοχεύει στην υψηλή ποιότητα της δουλειά του, δεν υπάρχει περίπτωση να μην αναγνωριστεί και να πετύχει. Παίρνει χρόνο, αλλά ποιος δεν έχει χρόνο; Άλλωστε όταν κάνεις αυτό που αγαπάς το κάνεις μέχρι που θα έρθει η ώρα και για το τελευταίο deadline.

*Επισκεφτείτε τo κανάλι με την μουσική του Κώστα Χρηστίδη στο YouTube και το site του.

Διαβάστε ακόμα:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα