Η Ευνοούμενη: μία διαβρωτική εμπειρία

Είχα τη χαρά εχθές να δούμε αυτό το απίθανο νέο έργο του Γιώργου Λάνθιμου. “Η Ευνοούμενη” είναι ένα επίτευγμα σκηνοθεσίας, μοντάζ, σεναρίου, ερμηνειών, ενδυματολογίας και καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Κυρίως όμως είναι μία ύπουλα ανανεωτική του είδους της ταινία: οργασμική, όλο μυρωδιές, σώματα, παρεκτροπές, ζωικά ένστικτα (αλλά και διακριτικά ανοίκειους αναχρονισμούς), κάτω από τις περίτεχνες φορμαλιστικές ιεροτελεστίες […]

Βασίλης Αμανατίδης
η-ευνοούμενη-μία-διαβρωτική-εμπειρία-408475
Βασίλης Αμανατίδης

Είχα τη χαρά εχθές να δούμε αυτό το απίθανο νέο έργο του Γιώργου Λάνθιμου.

“Η Ευνοούμενη” είναι ένα επίτευγμα σκηνοθεσίας, μοντάζ, σεναρίου, ερμηνειών, ενδυματολογίας και καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Κυρίως όμως είναι μία ύπουλα ανανεωτική του είδους της ταινία: οργασμική, όλο μυρωδιές, σώματα, παρεκτροπές, ζωικά ένστικτα (αλλά και διακριτικά ανοίκειους αναχρονισμούς), κάτω από τις περίτεχνες φορμαλιστικές ιεροτελεστίες των συμπεριφορών και τρόπων.

Περισσότερο και από πολιτικό σχόλιο για την αυθαιρεσία των διακυβερνήσεων, περισσότερο και από ένα δικαιότερο -του συνήθους- ομαδικό πορτραίτο του γυναικείου ψυχισμού στην ολότητά του (αν και ακόμη υπό όρους μιας καταρχήν πατριαρχικής τοποθέτησης των συμβόλων του κόσμου), η “Ευνοούμενη” είναι συνήθως μία διαβρωτική εμπειρία, καταιγιστική, βροντόφωνη εδώ, υπαινικτική στη βάση της, χάος και οργάνωση μαζί, ένα πεντανόστιμο μπαρόκ πανκ, που διεισδύει ενδοφλεβίως στο mainstream, γιατί όντως -βγαίνοντας από το σινεμά- θέλεις μάλλον να τη δεις και να την ξαναδείς.

Αλλά ακόμη περισσότερο, είναι, θαρρώ, ένα πλήρως ψυχαγωγικό αλλά και συγκινητικό έργο, που με συχνά “εξωφρενικούς” όρους χειρίζεται εν τέλει μοραλιστικά ερωτήματα για τη σύνθετη φύση του ανθρώπου – του ανθρώπου που βρίσκεται σε αγάπη, εξάρτηση, αλήθεια και αναλήθεια, σε αδυναμία-δύναμη, εξουσία: σε όλα τα ως τώρα βασικά θέματα του Λάνθιμου δηλαδή, ο οποίος εξελίσσεται συν τω χρόνω σε έναν παράδοξο, αλλά μάλλον βαθύ, ανθρωπιστή.

Το αριστουργηματικά μετέωρο φινάλε (των κουνελιών και τακουνιών!) -ρυθμισμένο με μετρονόμο υπαρξιακής διόγκωσης- να διδάσκεται, παρακαλώ, σε σχολές για το πώς μεθοδεύουμε τον υπαινιγμό και πώς παρεισφέρουμε τον ρεαλισμό μέσα στο σύμβολο και το παρόν μέσα στο μελλοντικό χρόνο.

Άλλωστε, το φινάλε αυτό, με την υποταγή και τον εξευτελισμό του frogs’ eyeview (“προοπτικής βατράχου”) που επιβάλλει στην υποτιθέμενα ευνοούμενη (και για πάντα πλέον παγιδευμένη) δεν είναι παρά η εκ των υστέρων πλήρης αιτιολόγηση του τρόπου τοποθέτησης της κάμερας καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας (από κάτω προς τα πάνω), μα και το πραγματικό, αμιγές, πλήρες πολιτικό σχόλιό της.

Από κει και πέρα, σκέφτομαι σήμερα, εγώ που τόσο αγάπησα στο παρελθόν ταινίες και βιβλία “εποχής”, πόσο πραγματικά καλά στέκει αυτή η ταινία του Λάνθιμου πλάι στο “Barry Lyndon” του Kubrick και στο “The Draughtsman’s Contract” του Greenaway, και βέβαια πλάι στα έξοχα, αλλά κατά τι κατώτερα, “Amadeus” του Forman και “Dangerous Liaisons” του Frears.

Αλλά και παραλλήλως φαντασιοκοπώ και σκέφτομαι -ναι, πάλι εγώ-, ο αμετανόητα οπαδός του συναισθησιακού, ειρωνικού και σαρκαστικού, μισανθρωπικού και ανυπεράσπιστα ρομαντικού “Αρώματος” του Πάτρικ Ζίσκιντ (αυτού του συγκλονιστικού, αν και άνισου -μα τι σημασία;- βιβλίου του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, που κατάφερε να στοιχειώσει μαζικά τις φαντασιώσεις ύπαρξης, τέχνης, τρόμου και ομορφιάς πολλών ομήλικων και κατοπινών μου), τι παράτολμα θαύματα θα έφτιαχνε λοιπόν η αισθητηριακή σωματικότητα, η πληθωρικότητα αλλά και η μετρημένη ιδιοτροπία του Λάνθιμου εάν ήταν εκείνος που θα είχε μετατρέψει, λέει, το βιβλίο εκείνο σε σινεμά…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα