Η φεστιβαλική μας έρημος
Μια νηφάλια αποτίμηση για το φετινό φεστιβάλ Δημητρίων
Φεστιβάλ και ανανέωση
Μέχρι τώρα δεν έγραψα τίποτε για τις παραστάσεις των «Δημητρίων» και τούτο για λόγους δεοντολογίας και ηθικής τάξης. Ως μέλος της Επιτροπής ήταν σαν να ευλογούσα τα γένια μου. Τώρα που ολοκληρώθηκε το Φεστιβάλ με την εξαιρετικής ευαισθησίας και λεπτότητας παράσταση της «Προδοσίας» από την ομάδα tgSTAN (ΕΜΣ), και αφού πέρασε κάποιος χρόνος για μια πιο νηφάλια αποτίμηση, υποκύπτω στον πειρασμό να πω δυο λόγια, δίκην υστερόγραφου, στα πεπραγμένα, κυρίως για το σκεπτικό επιλογής των ξένων παραστάσεων, για τις οποίες έφερα και την άμεση ευθύνη, σε συνάρτηση με τις απόψεις μου που αφορούν τη φυσιογνωμία ενός σύγχρονου φεστιβάλ. Αρχίζω με το τελευταίο, ένα θέμα που δεν θα ‘πρεπε καν να απασχολεί αλλά δυστυχώς ακόμη το συζητούμε.
Η φεστιβαλική μας έρημος
Είναι ν’ απορεί κανείς πως είναι δυνατόν ένας θεσμός που κλείνει φέτος τα 50 χρόνια ζωής να είναι ακόμη άγνωστος, ακόμη και στην ενδοχώρα. Κι όμως, αυτό δυστυχώς συμβαίνει. Και η αιτία προφανής. Ένα φεστιβάλ, για να είναι ευρέως αναγνωρίσιμο πρέπει ν’ αφήνει τα σημάδια του κάπου, διαφορετικά είναι περιττό έξοδο. Όμως, για να τ’ αφήνει, πρέπει το ίδιο να έχει καλλιεργήσει πρώτα τη φιλοσοφία της ύπαρξής του. Γιατί και για ποιον υπάρχει; Χωρίς αυτή τη βάση εκκίνησης είναι καταδικασμένο να αποτύχει.
Εφησυχαστική απομονωση
Δυστυχώς, για πολλά χρόνια, ο θεσμός των «Δημητρίων», πέρα από τις όποιες υφέρπουσες καλές προθέσεις μπορεί να είχε, παρέμεινε εγκλωβισμένος σε μια αδιέξοδη πολιτική, της οποίας μόνιμη έγνοια ήταν ο κλειστός μικρόκοσμος της πόλης και οι κατά καιρούς ιεραρχίες του. Τίποτα παραπέρα. Τίποτα πιο ριψοκίνδυνο. Πουθενά οι ανοιχτοί ορίζοντες, κάποια, έστω και υποτυπώδης, κοσμοπολίτικη αύρα.
Μέσα στην εφησυχαστική (και βολική) απομόνωσή του δεν ένιωσε την ανάγκη να κάνει μια ουσιαστική προσπάθεια να βάλει τα θεμέλια εκείνα που θα οδηγούσαν κάποια στιγμή και στη διαμόρφωση μιας πιο συνεπούς, ανήσυχης, ευρύχωρης και εξωστρεφούς πολιτικής που θ’ άνοιγε το διάλογο με τον υπόλοιπο κόσμο και παράλληλα θα λειτουργούσε και ως μέτρο αποτίμησης και των εγχώριων καλλιτεχνικών προσπαθειών.
Μικρό ωστόσο ενδεικτικό δείγμα, που περίπου στηρίζει τα παραπάνω σχόλια, είναι και το γεγονός ότι μόλις ανακοινώθηκε το φετινό πρόγραμμα κάποιοι βιάστηκαν να βγουν δημόσια και να παραπονεθούν ότι οι επιλογές της Επιτροπής ήταν «ελιτίστικες», υπό την έννοια ότι δεν αγκάλιαζαν, όπως παλιά, το κοινό της πόλης, παρά μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι.
Δικαίωμα βεβαίως του καθενός να έχει τις απόψεις του, γι’ αυτό και δεν θ’ ανοίξω διάλογο μαζί τους. Θα αρκεστώ μόνο σε κάποιες γενικές τοποθετήσεις.
Αναγκη ανανέωσης
Ένα σύγχρονο Φεστιβάλ που σέβεται τον εαυτό του και το ρόλο του, το πρώτιστο μέλημά του δεν είναι να ικανοποιήσει τις προσδοκίες του μεγάλου κοινού που συχνάζει στις θεατρικές και άλλες καλλιτεχνικές αίθουσες τον χειμώνα, αλλά, από αυτήν τη διαθέσιμη δεξαμενή, ν’ αλιεύσει εκείνους που έχουν την αγωνία και την περιέργεια για το κάτι παραπάνω.
Ένα Φεστιβάλ οφείλει να δημιουργεί σταδιακά το δικό του κοινό, το οποίο, στην αρχή μπορεί να είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένο, όμως με καλό προγραμματισμό και όραμα κάποια στιγμή θα μεγαλώσει, μεγαλώνοντας ταυτόχρονα και τη διάθεση (όπως και την πίεση) για εγχώρια αλλαγή. Το ένα φέρνει τ’ άλλο.
Πολλές φορές έχω πει (δίκην απορίας) πώς είναι δυνατόν μια πόλη στο μέγεθος της Θεσσαλονίκης, με 150000 φοιτητές και αξιόλογες σχολές θεάτρου, να μην μπορεί να συντηρήσει μια υποσχόμενη εναλλακτική θεατρική σκηνή, για παράδειγμα. Η απάντηση έχει πολλές πτυχές. Και μία από αυτές είναι και η απουσία ενός σύγχρονου Φεστιβάλ. Κι εξηγούμαι.
Φεστιβαλική Αθήνα
Να θυμίσω ότι η θεατρική Αθήνα ζωντάνεψε (κυριολεκτικά) αρχικά μέσα από το ανανεωμένο Φεστιβάλ Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Λούκου, και λίγο αργότερα μέσα από τη δραστηριοποίηση της «Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών». Η συχνή παρουσία κορυφαίων ξένων καλλιτεχνών είχε σαν αποτέλεσμα να ανέβουνν κάθετα και οι απαιτήσεις του κοινού. Φυσιολογικό. Όταν έχεις δει Μνουσκίν, Γουίλσον, Καστελούτσι, κ.λπ. έχεις άλλες απαιτήσεις και από τους «δικούς σου» καλλιτέχνες. Οι παλιές συνταγές δεν πείθουν. Θες το κάτι παραπάνω. Κι αν κρίνει κανείς από το τι γίνεται σήμερα στη θεατρική Αθήνα, είναι προφανές πως κάτι έχει αλλάξει μέσα στους καλλιτεχνικούς κύκλους.
Εδώ στη Θεσσαλονίκη ποια μπορεί να είναι άραγε αυτή η εστία ανανέωσης, πρόκλησης και έμπνευσης; Από πού θα βγουν τα πρότυπα ώστε ν’ ανέβει ο πήχης και ν’ απαλλαγούμε από τον κακόγουστο επαρχιωτισμό μας; Ένα φεστιβάλ αξιώσεων, μπορεί να μην είναι πανάκεια, είναι όμως μια από αυτές τις πηγές έμπνευσης που όλοι έχουμε ανάγκη. Όταν ένας δικός μας χορευτής βλέπει, για παράδειγμα, τη συγκλονιστική παράσταση των περφόρμερ του Φαμπρ, δεν μπορεί, εκτός κι αν εθελοτυφλεί, να μην «ζηλέψει», να μην διερωτηθεί γιατί κι αυτός δεν κάνει κάτι ανάλογο;
Εξωστρέφεια
Δεν πάσχω από σύνδρομο ξενομανίας. Ούτε είμαι της άποψης πως ό,τι κάνουν οι ξένοι είναι καλό. Μακριά από μένα τέτοιες σκέψεις. Άλλο υποστηρίζω. Έχω πει πολλές φορές ότι διαθέτουμε ταλαντούχους καλλιτέχνες (πιο πολύ αναφέρομαι στους θεατρικούς που γνωρίζω καλύτερα), όμως βαδίζουν ένα δρόμο εντελώς μοναχικό που δεν οδηγεί πουθενά (στην καλύτερη περίπτωση οδηγεί στην Αθήνα). Για ν’ αλλάξει αυτή η κατάσταση απομόνωσης και να δείξουν και αυτοί τι μπορούν να κάνουν, πρέπει ν’ αρχίσουν να δημιουργούν μέσα σε μια ατμόσφαιρα ευεργετικής εξωστρέφειας. Και η φιλοσοφία που θέλαμε να κυριαρχήσει στα φετινά «Δημήτρια» ήταν ακριβώς της ανανέωσης μέσα από το διάλογο με τη διεθνή καλλιτεχνική κοινότητα.
Όλοι ήμασταν της άποψης ότι οι επιλογές ενός Φεστιβάλ δεν πρέπει να επαναλαμβάνουν τα ήδη γνωστά. Για να λέγεται υγιές πρέπει να αναζητά συνεχώς νέες διεξόδους και να παίρνει ρίσκα. Και αυτό το σκεπτικό λειτούργησε ως οδηγός μας. Και πιστεύω (για να περιοριστώ μόνον στις ξένες θεατρικές παραγωγές) ότι τόσο ο πληθωρικός Ρουμάνος Πουρκαρέτε, όσο και ο ποιητικός Σλοβένος Λορέντζι, ο Φλαμανδός μάγος Φαμπρ και οι περίτεχνοι μινιμαλιστές μεταδραματικοί (επίσης Φλαμανδοί) tgSTAN, κόμισαν στα καθ’ ημάς τέσσερις εντελώς διαφορετικές προτάσεις γύρω από το σύγχρονο θέατρο που εύχομαι ν’ αφήσουν τ΄ αποτυπώματά τους στο σώμα του δικού μας θεάτρου.
Συμπέρασμα: Το μήνυμα από το θερμότατο χειροκρότημα του κοινού των φετινών «Δημητρίων» ήταν σαφές. Πιο σαφές δεν γίνεται: διψά για νέες προτάσεις. Θέλει να δει και ν’ ακούσει φρέσκα πράγματα. Ιδού, λοιπόν, η πρόκληση για τους καλλιτέχνες μας. Με αφορμή τέτοια φεστιβαλικά ερεθίσματα, ας αρχίσουν να δημιουργούν επάνω σε άλλες βάσεις ώστε κάποια στιγμή και αυτοί να δουν την τέχνη τους να ταξιδεύει. Η ανανέωση είναι ανάγκη, όχι επιλογή.