Φρεντ Μπουασονά: Ο φωτογράφος που αποκαλούσε την Ελλάδα «ιερό μέρος»
Βρεθήκαμε στο MOMus - Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης στα εγκαίνια της έκθεσης «Ο Φρεντ Μπουασονά και η Μεσόγειος-Μια φωτογραφική Οδύσσεια»
Το επιβλητικό φωτογραφικό αυτοπορτρέτο του Ελβετού φωτογράφου Φρεντ Μπουασονά (1858-1946) και μία λήψη του ασημί πελάγους μεταξύ Σικελίας και Τυνησίας είναι τα δύο πρώτα έργα που αντικρύζει μπαίνοντας ο επισκέπτης της έκθεσης «Ο Φρεντ Μπουασονά και η Μεσόγειος. Μια φωτογραφική Οδύσσεια».
Η έκθεση με το έργο του σπουδαίου φωτογράφου, που αποτελεί παραγωγή του MOMus – Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, εγκαινιάστηκε την Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου και θα έχει διάρκεια έως τις 8 Ιανουαρίου 2023.
Στο σύνολο των 110 έργων και πολυμεσικών εφαρμογών, που παρουσιάζονται στην έκθεση, μπορεί να παρακολουθήσει κανείς τη διαμόρφωση του φωτογραφικού βλέμματος του Φρεντ Μπουασονά, τις πηγές της έμπνευσής του και τη μακρόχρονη προσπάθειά του να αναγάγει τη φωτογραφία στη σφαίρα των καλών τεχνών.
Η έκθεση επιχειρεί να συνδέσει τις ετερογενείς εικόνες και θεματικές του Μπουασονά, διατρέχοντας το έργο του από τα φημισμένα πορτρέτα του, τα οποία του χάρισαν τη δόξα στη Γενεύη, μέχρι τις ταξιδιωτικές εικόνες του που είναι περισσότερο οικείες στο ελληνικό κοινό, για να καταλήξει στις διάσημες φωτογραφίες χορού.
Σε μια ελικοειδή διαδρομή, από τις Άλπεις μέχρι την έρημο του Σινά, πρωταγωνιστεί η Μεσόγειος που, ως άλλος κοινός τόπος, γίνεται το σκηνικό της φωτογραφικής Οδύσσειας του ίδιου του φωτογράφου, στα χνάρια του ομηρικού ήρωα. Έχοντας τη φιλοσοφία του ντοκιμαντέρ, οι φωτογραφίες του απεικονίζουν τους πραγματικούς τόπους του ομηρικού έπους, από το νησί της Καλυψούς (Θέουτα) και τη χώρα των Κυκλώπων (Νάπολη), μέχρι το στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης (Μεσσήνη), βρίσκοντας στο τέλος την Ιθάκη τους.
Το έργο του Μπουασονά τροφοδοτήθηκε από τις συνεργασίες του με συγγραφείς, αρχαιολόγους, πολιτικούς και γεωγράφους, και συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας νέας αντίληψης που αντιμετώπιζε τη Μεσόγειο ως ενιαία γεωγραφική και πολιτισμική οντότητα. Από τον άθλο της ακριβούς απεικόνισης της διάκρισης ουρανού και χιονιού στη φωτογραφία του Mont Blanc, μέχρι την αντίστοιχη εντυπωσιακή λήψη του Παρνασσού, οι εικόνες του Μπουασονά απαντούν κάθε φορά στις ίδιες διαχρονικές αναζητήσεις.
Φωτογραφίζοντας τους μεσογειακούς τόπους για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, επικύρωσε μεταξύ άλλων τους γεωπολιτικούς μετασχηματισμούς της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Σκηνές από την καθημερινότητα απλών ανθρώπων, μνημεία και τοπία προς αποκρυπτογράφηση προσκαλούν τους επισκέπτες σε μια ταξιδιωτική εμπειρία σε τόπους που πλέον έχουν διαμορφωθεί με τρόπους, που τότε ακόμη φάνταζαν μυθικοί.
Η επιμελήτρια της έκθεσης, Estelle Sohier, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Γεωγραφίας και Περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, έχει αφιερώσει πάνω από 12 χρόνια στη μελέτη του αρχειακού υλικού του Μπουασονά, βρίσκοντας συνεχώς λόγους να επανέρχεται. Η ίδια σχολιάζει με αφορμή την παρουσίαση της έκθεσης στη Θεσσαλονίκη: «Είμαστε πολύ χαρούμενοι με την παρουσίαση της έκθεσης αυτής και της συνοδευτικής έκδοσης στην Ελλάδα μετά την Γενεύη, όπου και πρωτοπαρουσιάστηκαν έργα και σχετικό αρχειακό υλικό.
»Ο στόχος της έκθεσης «Ο Φρεντ Μπουασονά και η Μεσόγειος- Μια φωτογραφική Οδύσσεια» είναι η διεύρυνση του βλέμματος μέσα από τα έργα του Ελβετού φωτογράφου, αναδεικνύοντας τόσο το εύρος της καριέρας του, που μέτρησε πάνω από πέντε δεκαετίες, όσο και τους στενούς δεσμούς που έχτισε μεταξύ της Ελβετίας, της Ελλάδας και του μεσογειακού κόσμου. Η έκθεση και η έκδοση αποτυπώνουν την πρόθεση του Φρεντ Μπουασονά να επεκτείνει τα υλικά και συμβολικά όρια της φωτογραφίας. Επιπλέον, δείχνουν τον τρόπο που η Ελλάδα του πρόσφερε τη δυνατότητα να αναδείξει τη φωτογραφία ως μια αυτόνομη μορφή τέχνης».
Σε επιστολές προς τη γυναίκα του, ο Μπουασονά αποκαλεί συχνά την Ελλάδα «το ιερό μέρος», ενώ παράλληλα έψαχνε συνεχώς τρόπους να την εντάσσει στα ταξίδια του και να επιστρέφει σε αυτήν. Σύμφωνα με τους ειδικούς, επρόκειτο για έναν γνήσιο απόγονο των φιλελλήνων του 19ου αιώνα.
Η συνεπιμελήτρια της έκθεσης για λογαριασμό του MOMus-Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, ιστορικός της τέχνης Αρετή Λεοπούλου, αναφέρει ότι: «Η συμπαρουσίαση δύο σημαντικών συλλογών του έργου του Μπουασονά, των αρχείων της Βιβλιοθήκης της Γενεύης και της Κεντρικής Βιβλιοθήκης (Τρικόγλειος Βιβλιοθήκη) του ΑΠΘ, αποτελεί μια σημαντική «συνάντηση» τεκμηρίωσης και ανάδειξης ενός φωτογραφικού πλούτου που ήδη ξεπερνούσε εθνικά σύνορα και στόχους.
»Το φωτογραφικό έργο του Μπουασονά υπήρξε στρατηγικής σημασίας για τις ελληνικές εθνικές επιδιώξεις στις αρχές του 20ού αιώνα και συνάμα στέκει ως ένα αισθητικά άρτιο καλλιτεχνικό έργο ενός -εντυπωσιακά δραστήριου για μισό αιώνα- φωτογράφου. Η έκθεση αυτή, όπως και η ελληνική έκδοσή της, είναι επίσης ένα ακόμη σημαντικό βήμα στην ολοκλήρωση της τεκμηρίωσης του αρχείου Μπουασονά του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, του οποίου θεματοφύλακας είναι το MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της συστηματικής και πολυετούς προσπάθειάς του να προβάλει την πολυδιάστατη (πολιτικά, καλλιτεχνικά και ιστορικά) δυναμική του φωτογραφικού έργου του Μπουασονά.
H φωτογραφική αυτή πορεία -βασισμένη και στις περιηγήσεις του φωτογράφου στη Μεσόγειο, ορισμένες μάλιστα συνειδητά βασισμένες σε αφηγήσεις της Οδύσσειας- έχει επιχειρηθεί επιμελητικά και μουσειογραφικά να είναι εύληπτη στον εκθεσιακό χώρο μέσα από φωτογραφικά έργα, αλλά και πολυμεσικές εφαρμογές».
Από τις προσωπογραφίες με τις σαφείς αναφορές στη ζωγραφική και τις επιρροές από τον Καραβάτζο και τον Ρέμπραντ, μέχρι τον πικτοριαλισμό και τις σκηνοθετημένες εικόνες του, που βλέπουμε στην πρώτη ενότητα της έκθεσης, ο Μπουασονά πειραματιζόταν παίζοντας με τα υποκείμενα, τα μεγέθη και τα υλικά. Από το 1890 και μετά οδήγησε πια τις φωτογραφίες του σε ένα αυτόνομο μονοπάτι, εκείνο του ρομαντισμού και του συναισθήματος. Το χαρακτηριστικό αυτοπορτρέτο του, εκτός από την παιγνιώδη διάθεση, ήταν και μια δήλωση γι’ αυτήν την αλλαγή που συντελούταν στη φωτογραφία, με τη μετατόπισή της στο βλέμμα και το συναίσθημα.
Οι διάσημες φωτογραφίες χορού του Μπουασονά κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν με μαεστρία την κίνηση των σωμάτων των χορευτών, τον ρυθμό τους αλλά και τη συνολική αίσθηση της ελευθερίας του σώματός τους. Μέσα από τον φακό του, οι χορευτικές κινήσεις θυμίζουν την κλίση των πλευρών του Παρθενώνα, ενώ όλες οι εικόνες του είναι διαποτισμένες με την αισθητική των αρχαιοτήτων.
Η έκθεση «Ο Φρεντ Μπουασονά και η Μεσόγειος. Μια φωτογραφική Οδύσσεια» αποτελεί παραγωγή του MOMus-Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, με τη συνεργασία του Τμήματος Γεωγραφίας και Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου της Γενεύης, της Βιβλιοθήκης της Γενεύης και του Μουσείου Τέχνης και Ιστορίας της Πόλης της Γενεύης και με τη συνδρομή της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Tα έγγραφα, τα αρνητικά και οι φωτογραφίες των στούντιο της οικογένειας Μπουασονά έχουν συλλεχθεί από τέσσερις γενιές φωτογράφων, ξεκινώντας το 1864 από τον Ανρί-Αντουάν Μπουασονά (Henri-Antoine Boissonnas, 1833-1889) και συνεχίζοντας μέχρι το 1980 από τον Γκαντ Μπορέλ (Gad Borel). Αυτές οι συλλογές αποκτήθηκαν από τον Δήμο της Γενεύης το 2011 και αργότερα μεταφέρθηκαν στο Κέντρο Εικονογραφίας της Βιβλιοθήκης της Γενεύης (Centre d’iconographie de la Bibliothèque de Genève), όπου έχουν γίνει εκτεταμένες εργασίες για την αποκατάσταση, την καταγραφή και τη συντήρηση των εικόνων. Οι φωτογραφίες έχουν ψηφιοποιηθεί, αναδιοργανωθεί και ορισμένες είναι πλέον διαθέσιμες στο διαδίκτυο.
Το κληροδότημα του Ιωάννη (Γιάγκου) Τρικόγλου (Αλεξάνδρεια 1888-Αθήνα 1966) έγινε αποδεκτό από το ΑΠΘ το 1963. Η συλλογή έχει καταλογογραφηθεί και στο μεγαλύτερο τμήμα της ψηφιοποιηθεί. Η συλλογή περιλαμβάνει 14.012 βιβλία, 3.500 έργα τέχνης (χαλκογραφίες, πίνακες ζωγραφικής, φωτογραφίες κ.λπ.), έγγραφα και λευκώματα, καθώς και το προσωπικό του αρχείο. Ο Ιωάννης Τρικόγλου ήταν Έλληνας δεύτερης γενιάς από την Αίγυπτο και επιφανής έμπορος. Υπήρξε μέλος της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου από το 1947 ως το 1957. Ο Ιωάννης Τρικόγλου υπήρξε ο τελευταίος ιδιωτικός χορηγός του Μπουασονά. Γνωρίστηκαν στο Παρίσι το 1920 και ο Τρικόγλου χρηματοδότησε τα τελευταία ταξίδια του φωτογράφου στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο. Ως συλλέκτης φωτογραφιών, απέκτησε και διατήρησε μια μοναδική συλλογή φωτογραφιών του Μπουασονά στην Ελλάδα.
Λίγα λόγια για τον Φρεντ Μπουασονά
Ο Φρεντερίκ (Φρεντ) Μπουασονά ήταν Γαλλοελβετός φωτογράφος, ιδιαίτερα γνωστός για τη φωτογραφική τεχνική του, αλλά και την εκτεταμένη φωτογράφιση του ελληνικού χώρου επί τριάντα περίπου έτη, μαζί με τον συνοδοιπόρο φίλο του Ντανιέλ Μπο-Μποβί, πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης. Το έργο του, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την Ελλάδα, θεωρείται εν γένει «πρωτοποριακό αλλά και καθοριστικό για την εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας κατά τον 20ό αιώνα»
Γόνος «φωτογραφικής δυναστείας», ως περιγράφεται, ο νεαρός Μπουασονά φέρεται ως πολύπλευρο ταλέντο που συνδύαζε τα σπορ (αλπινισμός), τη μουσική και τις καλές τέχνες. Επηρεασμένος από τον δάσκαλό του Ούγγρο Κόλερ, ανέπτυξε τη δική του τεχνική στη φωτογραφία, η οποία, μαζί με τη χρήση νέων υλικών, τού απέφερε πολλές διεθνείς διακρίσεις, μεταξύ άλλων το πρώτο βραβείο της παγκόσμιας έκθεσης του Παρισιού. Το εργαστήριο που κληρονόμησε από τον πατέρα του το διαχειρίστηκε μαζί με τον χημικό αδελφό του Εντμόν-Βικτόρ. Η ορθοχρωματική πλάκα, δική τους επινόηση έδινε βελτιωμένο φωτογραφικό αποτέλεσμα.
Την περίδο 1900 – 1930 επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα αποτυπώνοντας με τη φωτογραφική του μηχανή όψεις της ελληνικής κοινωνίας. Το 1903 επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα μαζί με τον Ντανιέλ Μπο – Μποβί, πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης. Μαζί με τον Ντανιέ και τον κυνηγό Χρήστο Κάκαλο κατέκτησεγια πρώτη φορά την κορυφή του Ολύμπου, τον Μύτικα, τον Αύγουστο του 1913. Το τελευταίο του ταξίδι στην Ελλάδα το πραγματοποίησε το 1930 οπότε και επισκέφθηκε το Άγιο Όρος. Μεταξύ άλλων επισκέφθηκε την Πελοπόννησο, την Ανδρίτσαινα, την Αθήνα, την Ιθάκη, την Κρήτη κ.α. Συνοδοιπόρος σε πολλά ταξίδια του στην Ελλάδα υπήρξε ο ελληνιστής Βικτόρ Μπεράρ. Το αρχείο του με τις ελληνικού περιεχομένου φωτογραφίες του φυλάσσεται στο Μουσείο Φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης. Ο γιος του Ανρί-Πολ βρέθηκε σε αποστολή στο μέτωπο της Μικράς Ασίας το 1921 και αποτύπωσε με το φακό του πολύτιμα τεκμήρια από τα μετόπισθεν. Το αρχείο του Ανρί-Πολ δωρήθηκε από την οικογένεια Μπουασονά στο Μουσείο Μπενάκη.
*Διάρκεια Έκθεσης: 8 Σεπτεμβρίου 2022 – 8 Ιανουαρίου 2023 | Ξεναγήσεις στην έκθεση: Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου, 9 & 23 Οκτωβρίου, 6 & 20 Νοεμβρίου, 4 & 18 Δεκεμβρίου, ώρα 12:00 Δηλώσεις συμμετοχής στο τηλ. 2310 566716 (Τρίτη – Σάββατο 11:00-17:00)