Εικόνες από μια έκθεση… και η κατασκευή ενος βιβλίου
Συνεχίζεται και παρατείνεται μέχρι το καλοκαίρι η έκθεση «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ-ΠΟΛΗ Α.Π.Θ.: 90+ ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ / 100+ ΧΡΟΝΙΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Του Νίκου Καλογήρου, προέδρου του Τμ. Αρχιτεκτόνων ΠΣ ΑΠΘ
Συνεχίζεται και παρατείνεται μέχρι το καλοκαίρι η έκθεση «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ-ΠΟΛΗ Α.Π.Θ.:90+ ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ / 100+ ΧΡΟΝΙΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, που διοργανώνεται από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με το Μουσείο και με την αιγίδα του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής.
Η έκθεση καθώς και το βιβλίο που τη συνοδεύει προσπαθεί να διερευνήσει τη διαχρονική λειτουργία της πανεπιστημιούπολης, ως πεδίου αρχιτεκτονικού εκσυγχρονισμού, στο πλαίσιο του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης. Στη διάρκεια ενός αιώνα, από το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο του 1917-21, η οργάνωση του κεντρικού campus σηματοδότησε, με τη συνολική σύνθεση και με χαρακτηριστικά κτίρια-τοπόσημα, την αστική ταυτότητα της νεότερης και σύγχρονης Θεσσαλονίκης.
Η συστηματική αναζήτηση των παραμέτρων της διαμόρφωσης του αστικού τοπίου και των κατασκευών στο χώρο του πανεπιστημίου, επιχειρεί να τις συσχετίσει με τους μηχανισμούς της βαθμιαίας επικράτησης ενός εκσυγχρονιστικού, ευρωπαϊκού και στη συνέχεια παγκόσμιου προτύπου, το οποίο εφαρμόστηκε στη Θεσσαλονίκη προσαρμοσμένο στις τοπικές ιδιαιτερότητες. Η σταδιακή ανοικοδόμηση των πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων, με την εισαγωγή και τον εγκλιματισμό των νεωτερικών αντιλήψεων για το σχεδιασμό, δημιούργησε σημαντικά σημεία αρχιτεκτονικής αναφοράς. Ωστόσο η σημασία τους δεν είχε επαρκώς υπογραμμιστεί ως σήμερα.
Ένα μεθοδολογικό ερώτημα που επιχειρείται να απαντηθεί, μεταξύ άλλων, με την παρούσα προσέγγιση, αφορά στην εξεύρεση και στην αξιοποίηση ενός ανανεωμένου τρόπου χρήσης της αρχιτεκτονικής ιστορίας και κριτικής. Η συμβατική, αλλά πάντοτε χρήσιμη, εξιστόρηση των γεγονότων με βάση τα αρχεία και την επιτόπια έρευνα ενέχει τον κίνδυνο υπερβολικής έμφασης στις λεπτομέρειες. Έτσι δεν ενθαρρύνεται η αναγκαία εστίαση στις γενικότερες διαδικασίες και στα δεδομένα της μακράς διάρκειας, ιστορικής, γεωγραφικής και πολιτισμικής. Η επίσης δόκιμη, συμβατική προσέγγιση με όρους ιστορίας της τέχνης, δίνοντας έμφαση στα μορφολογικά δεδομένα και στις επιρροές των ρευμάτων που εναλλάσσονται, είναι ενδιαφέρουσα αλλά συχνά παραμένει προφανής.
Επιχειρώντας να υπερβεί και να συγκεράσει τις συμβατικές προσεγγίσεις, η κριτική διερεύνηση, αναπόφευκτα ενταγμένη στις μετανεωτερικές οπτικές της εποχής, δοκιμάζει παράλληλες αναγνώσεις:Στην πρώτη ενότητα, μια σύνθετη αφήγηση, ταυτόχρονα ιστορική, πολεοδομική και αρχιτεκτονική, αναλύει χρονολογικά τις διαδικασίες του σχεδιασμού της πανεπιστημιούπολης με αναφορές στο ευρύτερο πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Στη δεύτερηενότητα, 15 επιλεγμένες αρχιτεκτονικές υλοποιήσεις εξετάζονται, ως χαρακτηριστικές μελέτες περιπτώσεων, με αναλυτικές αναφορές στις τυπολογικές, κατασκευαστικές και αισθητικές τους διαστάσεις.
Με αυτή τη σταδιακή προσέγγιση σε τρεις κλίμακες – ανάλυση και σκιαγραφία, μεγέθυνση, μελέτη αποτίμησης και εφαρμογής – γίνονται ανέκαθεν οι αρχιτεκτονικές μελέτες. Η μεταφορά αυτής της λογικής, σε ένα δοκίμιο και μια έκθεση για την αρχιτεκτονική των χώρων ανώτατης εκπαίδευσης, επιχειρεί μια ταυτόχρονη διαμήκη και εγκάρσια τομή στον ιστορικό χώρο της κεντρικής πανεπιστημιούπολης της Θεσσαλονίκης. Είναι ίσως ένας δημιουργικός τρόπος να αποκαλυφθούν στο ευρύτερο, αλλά και στο ειδικό, κοινό τα δεδομένα της πολυσχιδούς ταυτότητας του χώρου, οι επάλληλες εγγραφές των αρχιτεκτονικών διατάξεων, οι εναλλαγές των στιλιστικών εκφράσεων, οι νεωτερικές και οι πιο συμβατικές οπτικές.
Ο κορμός της αντίστοιχης έκθεσης περιλαμβάνει σύγχρονες αλλά και ιστορικές φωτογραφικές λήψεις, σχέδια, σύντομα κριτικά επεξηγηματικά κείμενα και ογκομετρικό πρόπλασμα του συνόλου. Ο σχεδιασμός του χώρου προκύπτει από τη σταδιακή μετάβαση από τη στοά εισόδου και το χώρο υποδοχής του Αρχαιολογικού Μουσείου προς την αίθουσα περιοδικών εκθέσεων. Μία σύνθετη αρχιτεκτονική και εικαστική εγκατάσταση επισημαίνουν την έναρξη/αφετηρία της έκθεσης στον εξωτερικό χώρο. Η πρώτη βασική ενότητα περιλαμβάνει την σταδιακή ανάδειξη των πολεοδομικών σχεδίων και των αρχιτεκτονικών συνθέσεων με σύντομα κριτικά σχόλια και εποπτικό πρόπλασμα. Διαθέτει σχετική αυτοτέλεια καθώς απευθύνεται στο σύνολο των επισκεπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου. Οι επιλεγμένες παρουσιάσεις για τα χαρακτηριστικά πανεπιστημιακά συγκροτήματα καταλαμβάνουν το εσωτερικό της αίθουσας περιοδικών εκθέσεων που διαμορφώθηκε ως σκοτεινό μαύρο πλαίσιο.
Κάθε υποενότητα αναπτύσσεται σε ανεξάρτητα ξύλινα πλαίσια που πρακτικά αιωρούνται αναρτημένα με «αόρατα» νήματα από την ψευδοροφή, περιλαμβάνοντας απεικονίσεις αλλά και κενά σε σημαντικό ποσοστό. Έτσι εξασφαλίζεται σχετική διαφάνεια και διαπερατότητα στο χώρο που πλαισιώνει και οριοθετεί την κίνηση των επισκεπτών. Ενδείξεις στα δάπεδα καθοδηγούν τους επισκέπτες προς τον εσωτερικό αρχιτεκτονικό περίπατο. Στο τέλος της διαδρομής οι αρχιτεκτονικές μονογραφίες συνθέτουν μικρά «ανεξάρτητα» περίπτερα που πλέουν μέσα στο χώρο. Παράλληλες απεικονίσεις του Α.Π.Θ. με σύγχρονες φωτογραφίες, επαγγελματικές και ερασιτεχνικές, έργα φοιτητών της Σχολής Καλών Τεχνών, σκηνές από επίκαιρα εποχής και σύγχρονα βίντεο φοιτητών, συμπληρώνουν την εμπειρία των επισκεπτών.
Ένα σημαντικό θέμα που θίγεται στην έκδοση και στην έκθεση αφορά στο φιλόδοξο για την εποχή του εγχείρημα της ίδρυσης και στην επιτυχή επιλογή της χωροθέτησης στο κέντρο της διευρυμένης πόλης, σε ένα γήπεδο που καταλαμβανόταν από τα εβραϊκά νεκροταφεία και από «προσωρινές» εγκαταστάσεις πυροπαθών και προσφύγων. Η σταδιακή συγκρότηση της πανεπιστημιούπολης αναπόφευκτα εξαφάνισε τις μνήμες και τις ιστορικές χρήσεις του χώρου της. Αυτό έγινε σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα και προϋπέθετε ισχυρή πολιτική βούληση. Η κρίσιμη αρχική επιλογή έγινε σε μια φάση έντονης βολονταριστικής κρατικής παρέμβασης που εντασσόταν στους ευρύτερους μετασχηματισμούς του βορειοελλαδικού χώρου, σε μια διαδικασία που παλιότερα, παρουσιάζοντας τα μεγάλα παραγωγικά έργα του Ελευθερίου Βενιζέλου, είχα χαρακτηρίσει ως «γεωγραφία του εκσυγχρονισμού». Μέσα από την ευρύτερη αυτή οπτική, η σύλληψη και η διαχρονική εμμονή στην κατασκευή των κεντρικών πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων της Θεσσαλονίκης αποτέλεσε μια σημαντική πτυχή της αστικής γεωγραφίας του εκσυγχρονισμού της πόλης και της μακεδονικής ενδοχώρας, δημιουργώντας ένα πεδίο πολιτισμικού και εκπαιδευτικού εποικισμού για την ολοκλήρωση του νεοελληνικού κράτους.
Ένα κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει, σχετικά με την οργάνωση του χώρου της πανεπιστημιούπολης, αφορά στη σχέση ανάμεσα στα δύο επίπεδα σχεδιασμού, δηλαδή την προγραμματική-πολεοδομική κλίμακα και την αρχιτεκτονική σύνθεση των επιμέρους μονάδων. Η επιτυχής σύζευξη των δύο κλιμάκων έδωσε μοναδικά σύνολα: την ευρύτατη πλατεία του Χημείου με τη Φυσικομαθηματική Σχολή του Π. Καραντινού, την ακολουθία όγκων και υπαίθριων χώρων της Ιατρικής και Κτηνιατρικής Σχολής του Ν. Κακούρη και το σύνθετο κεντρικό πανεπιστημιακό συγκρότημα των Κ. Παπαϊωάννου και Κ. Φινέ.
Στην τυπολογία των κτισμάτων κυριάρχησε διαχρονικά το ορθολογικό πρότυπο των καθαρών γεωμετρικών στερεών. Σε πολλά παραδείγματα αξιοποιήθηκε ο τύπος των ανεξάρτητων περιπτέρων που χωροθετήθηκαν ελεύθερα στον ανοιχτό χώρο. Στα πανεπιστημιακά συγκροτήματα σημαντικής έκτασης, οι ελεύθεροι όγκοι συνδυάστηκαν σύμφωνα με το τυπολογικό πρότυπο της άρθρωσης ημιανεξάρτητων πτερύγων. Ιδιαίτερη αναφορά μπορεί να γίνει στη σύλληψη των τριών Φοιτητικών Εστιών. Στην πρώτη Εστία (1955) του Π. Καραντινού διακρίνονται αναφορές στο μοντέρνο κοινοβιακό παράδειγμα με πρότυπο την πολυκατοικία της Μασσαλίας και το μοναστήρι της Τουρέτ.
Από τη δεκαετία του ’90, με τη σύνταξη του νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου και τη νέα έξαρση της ανοικοδόμησης, εγκαινιάστηκε μια διαφοροποιημένη μετανεωτερική αρχιτεκτονική και αστική σύλληψη. Οι προσθετικές προτάσεις που έγιναν, με συντονιστή τον Αν. Κωτσιόπουλο, στο πλαίσιο του νέου ρυθμιστικού σχεδίου (1994), έδωσαν προτεραιότητα στην αρχιτεκτονική ταυτότητα και αγνόησαν αρκετά τη στρατηγική διάσταση. Η επιλογή της υπόγειας λύσης για τα συμπληρωματικά κτίρια αποτέλεσε μίαν ενδιαφέρουσα ιδιοτυπία. Οι διαφορετικές επεμβάσεις στην περίμετρο της πανεπιστημιούπολης, είχαν έναν διαφορετικό εξωστρεφή χαρακτήρα αρχιτεκτονικής υπερέκφρασης. Μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ότι οι πρόσφατες υλοποιήσεις στην πανεπιστημιούπολη εμφανίζουν μίαν αξιοσημείωτη ποικιλία που ανταποκρίθηκε στις διαφοροποιημένες ανάγκες και στον γενικότερο πλουραλισμό της μετανεωτερικής περιόδου που διανύουμε. Πέτυχαν, στις καλύτερες περιπτώσεις, με εναλλακτικές προσεγγίσεις να δημιουργήσουν κτίρια αναφοράς που εμπλούτισαν το μοντέρνο τοπίο της περιοχής του ανατολικού ρήγματος και αντιστάθμισαν την αδιάφορη πύκνωση των εγκαταστάσεων της περιόδου που προηγήθηκε.
Από την αναλυτική αποτίμηση των μελετών και υλοποιήσεων των κεντρικών εγκαταστάσεων του Α.Π.Θ. που επιχειρήθηκε, σε επίπεδο αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού, μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί ότι παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις διακρίνεται μια διαχρονική, αξιοσημείωτη και αναπάντεχη, ενότητα σύλληψης. Αυτή οφείλεται στους ευτυχείς συνδυασμούς αξιόλογων αρχιτεκτονικών προτάσεων και κατάλληλων συγκυριών.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι τα επιτεύγματα της πρώτης φάσης εισαγωγής του μοντερνισμού στην πανεπιστημιούπολη συνέπεσαν με μια περίοδο οικονομικής στενότητας για την Ελλάδα. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία παρέμειναν ιδιαίτερα λιτά, με ορθολογικές διατάξεις και ελαχιστοποιημένες μορφολογικές επεξεργασίες. Με αυτή την έννοια η αρχιτεκτονική γλώσσα που πρωτοδιαμορφώθηκε στο μεσοπόλεμο και κυριάρχησε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες είχε σχέση με τον επονομαζόμενο μοντερνισμό της «ύφεσης» (depressionmodern). Αντίστοιχη μορφολογική επεξεργασία κυριάρχησε στη γόνιμη περίοδο του μεταπολεμικού «ψυχροπολεμικού» μοντερνισμού, όταν η εντατική ανοικοδόμηση της χώρας υλοποιήθηκε με περιορισμένα τεχνικά μέσα και τυποποιημένες αρχιτεκτονικές διατάξεις. Ακόμη και στην ώριμη φάση του μπρουταλισμού, όταν επικρατούσε η αδρή και επεξεργασμένη διαμόρφωση των επιφανειών των κτιρίων με κυρίαρχο υλικό το εμφανές σκυρόδεμα, οι κατασκευές παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό χειροποίητες, ανταποκρινόμενες στο ενδιάμεσο τεχνολογικό επίπεδο της χώρας που εκφράστηκε κυρίως με την «αισθητική του μπετόν αρμέ».
Κατά την άποψή μου, τα σημαντικότερα επιτεύγματα στην περίπτωση της πανεπιστημιούπολης της Θεσσαλονίκης προέκυψαν ακριβώς από τον πραγματισμό σημαντικών αρχιτεκτόνων, οι οποίοι με πενιχρά μέσα και περιορισμένες δυνατότητες κατόρθωσαν να συνδυάσουν το λειτουργικό με το μνημειακό, το διεθνές με το τοπικό, επιτυγχάνοντας, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα είδος νέας ελληνικότητας στην έκφραση, η οποία δεν ταυτιζόταν με την αναβίωση κλασικών ή παραδοσιακών μορφών, αλλά πάντως προσέδωσε μίαν απογυμνωμένη μνημειακότητα στα σημαντικά εκπαιδευτικά κτίρια του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.
Οι εν δυνάμει περισσότερο επικίνδυνες αρχιτεκτονικές ασκήσεις της μετανεωτερικής φάσης της ανοικοδόμησης του Α.Π.Θ. χαρακτηρίστηκαν από περισσότερο ελευθεριακές προσεγγίσεις, καθώς οι νεότεροι δημιουργοί αναζητούσαν με κάθε αντίτιμο την πρωτοτυπία. Τα νέα κτίρια, προϊόντα μιας τυπικής εποχής επίπλαστης ευημερίας και εύκολης χρηματοδότησης, εξέφρασαν τα ιδιότυπα περιφερειακά πρότυπα «ανάπτυξης» που κυριάρχησαν τα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Με αυτά τα δεδομένα ανακύπτει τελικά ένα από περισσότερο ενδιαφέροντα ζητήματα που συνδέονται με αυτή τη μονογραφική προσέγγιση των διαδικασιών κατασκευής του αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος στην κεντρική πανεπιστημιούπολη του Α.Π.Θ. Από τη συνολική ανάλυση του βιβλίου προκύπτει ότι η χωρική δομή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης διατήρησε, στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής της διαδρομής, τον καινοτόμο και νεωτερικό της χαρακτήρα. Είναι ενδιαφέρον να επιχειρηθούν ορισμένες αναφορές στις γενικότερες παραμέτρους που σχετίζονται με την ευρύτερη πολιτική αστικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη. Η έννοια του αστικού εκσυγχρονισμού εμπεριέχει ταυτόχρονα στην ελληνική γλώσσα τις συνιστώσες της αλλαγής του χώρου της πόλης (urban) και της κοινωνικής (bourgeois) μεταρρύθμισης. Με αυτή τη σύνθετη σηματοδότηση, σε τελευταία ανάλυση η κατασκευή της ιδιαίτερης δομής και μορφής του χώρου της πανεπιστημιούπολης είναι πιθανό να συσχετίζεται και με τη συχνά προβαλλόμενη, ιδιότυπη επιστημονική εξέλιξη του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.
Ένας παράλληλος στόχος της έκθεσης και του βιβλίου είναι να δοθεί το έναυσμα για την επιτακτική ανάγκη προβολής, ανάδειξης, προστασίας και αποκατάστασης των μοναδικών στοιχείων μοντέρνας αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής σύνθεσης και των αντίστοιχων υπαίθριων χώρων στην πανεπιστημιούπολη του Α.Π.Θ.