Καλό και κατανοητό μάθημα

Ο Σάββας Πατσαλίδης μας μιλάει για το "Μάθημα" του Ευγένιου Ιονέσκο.

Σάββας Πατσαλίδης
καλό-και-κατανοητό-μάθημα-99548
Σάββας Πατσαλίδης

1

Το κατά πόσο αξίζει κανείς να ασχοληθεί με το «Μάθημα» του Ιονέσκο, έχοντας ήδη την εμπειρία θέασης ή και ανάγνωσης δεκάδων παρόμοιων ή ακόμη και καλύτερων έργων, η απάντησή μου είναι: «ναι». Αν όχι για τις ιδέες του, τουλάχιστον για τον τρόπο που χειρίζεται το λόγο και τηις σημασίες του. Χωρίς να δηλώνω φαν του Ιονέσκο, πιστεύω πως το έργο αυτό αντέχει. Και θ’ αντέχει όσο η ανθρώπινη επικοινωνία θα συνεχίσει να είναι ένας γρίφος, ένα σταυρόλεξο για πολύ λίγους (ή και καθόλου) λύτες.

Γενικά

Στον θεοπάλαβο κόσμο του Ιονέσκο όλα είναι πιθανά, γιατί ακριβώς απουσιάζει κάποιο σταθερό σημείο αναφοράς που να βάζει τον πήχη του σωστού και του λάθους. Είναι ένας κόσμος απελπιστικής σχετικότητας. Το ότι δυο άνθρωποι μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι ή το ίδιο σπίτι ή ακόμη και την ίδια γλώσσα δεν σημαίνει ότι επικοινωνούν κιόλας, μας λέει ο Ιονέσκο. Το αντίθετο συμβαίνει.

Ο Ιονέσκο γράφει με τη φινέτσα Γάλλου και τη χυμώδη ιδιοσυγκρασία Ρουμάνου. Ξέρει να φτιάχνει κόσμους ιλαροτραγικούς, κόσμους που σε κάνουν να γελάς με ό,τι θα ‘πρεπε να κλαις. Ούτε έρωτας υπάρχει ούτε κατανόηση ούτε εμπιστοσύνη ούτε μέλλον στο δραματικό του σύμπαν. Και μολονότι τίποτα δεν λειτουργεί σ’ αυτή τη ξεχαρβαλωμένη ζωή, εμείς, οι «καταναλωτές» της, επιμένουμε να το διασκεδάζουμε, λες και δεν μας αφορά. Κι όμως μας αφορά, φωνάζει ο Ιονέσκο, απλώς μας παίρνει χρόνο να το αντιληφθούμε, γιατί ακριβώς το χάσμα ανάμεσα στις λέξεις και το νόημά τους έχει καταπιεί κάθε καταπραϋντική μεταφυσική βεβαιότητα. Πουθενά η τάξη, ο νόμος. Σ’ αυτό το «α-λογο» σύμπαν  οι χαρακτήρες που το κατοικούν υποφέρουν, μόνο που δεν ξέρουν γιατί. Δεν υπάρχει η γνώριμη Αποκάλυψη. Η όποια μοντέρνα Αποκάλυψη οδηγεί στη γελοιότητα ή στο παράλογο, όχι όμως σε κάτι υπερβατικό.

Ο Ιονέσκο δεν ανήκει στην κατηγορία των συγγραφέων εκείνων που πιστεύουν ότι οφείλουν να παραδώσουν στον δέκτη κάποιο μήνυμα. Δεν είναι ταχυδρόμος, λέει σε μια συνέντευξή του. Η μεταφορά μηνυμάτων είναι δουλειά των ΕΛΤΑ. Εξ ου και οι ποικίλες ετικέτες που του έχουν κατά καιρούς κολλήσει. Τον είπαν: «τραγικό κλόουν», «Σέξπηρ του παραλόγου»,  «φοβερό παιδί της αβανγκάρντ», «εμπνευστή της μεταφυσικής φάρσας». Διαλέγετε και παίρνετε.

Πάντως, η απόλυτα συντηρητική Γαλλική Ακαδημία διάλεξε: τον ενέταξε στα μέλη της, επαληθεύοντας τη ρήση των «παραλόγων» που λέει ότι: ο καθένας από μας βλέπει και κατανοεί ό,τι θέλει. Και το «Μάθημα» είναι μια απόδειξη.

Το μάθημα

Πρόκειται για μια τρελή ιστορία, την οποία ο Ιονέσκο εμπνεύστηκε όταν προσπαθούσε να μάθει Αγγλικά «άνευ διδασκάλου». Πρωταγωνιστές της, ένας υστερικός καθηγητής γλώσσας και μία φοιτήτρια.

Στην αρχή όλα βαίνουν καλώς. Τίποτα στην ατμόσφαιρα δεν μας προετοιμάζει για το τι μέλλει γενέσθαι. Ο καθηγητής εμφανίζεται ιδιαίτερα φιλικός, ζεστός, ενθαρρυντικός και η φοιτήτρια ιδιαίτερα πρόθυμη. Όμως, καθώς το γαϊτανάκι των ερωταποκρίσεων πυκνώνει, πυκνώνουν και τα σύννεφα στο μυαλό του θολωμένου καθηγητή. Χάνονται σιγά σιγά τα κανάλια επικοινωνίας και στη θέση τους παρεισφρέει ο εκτροχιασμός των αντιδράσεων. Η φοιτήτρια, αντιμέτωπη με όλο αυτό το επικοινωνιακό χάσμα,  αρχίζει να νιώθει στο πετσί της τον τρόμο της εξουσίας. Θέλει να ξεφύγει από την κυκλωτική μανία του καθηγητή, γι’ αυτό και προσποείται ότι έχει πονόδοντο. Εις μάτην, όμως. Ο καθηγητής ούτε που την ακούει. Όλο και παρεκτρέπεται, για να φτάσει  στο τέλος να τη βιάσει και να τη σκοτώσει. Κι όταν αντιλαμβάνεται τι έχει κάνει αρχίζει να κλαψουρίζει σαν παιδάκι που του πήραν το γλειφιτζούρι. Γίνεται ο καθηγητής που είδαμε στην πρώτη σκηνή, εκεί όπου τον νταντεύει η οικονόμος του, η οποια, έχοντας δει το ίδιο έργο πολλές φορές (σύνολο 39+1), προσπαθεί μάταια να τον σταματήσει. Το έργο κλείνει με την άφιξη της καινούργιας φοιτήτριας. Και πάλι από την αρχή (τώρα 40+1).

Αν κάτι ξεχωρίζει σ’ αυτό ολισθηρό παιχνίδι είναι ο διάλογος. Λάμπει. Και μάλιστα λάμπει διά της απουσίας οποιουδήποτε νοήματος. Περίεργο. Κι όμως αληθινό. Ο Ιονέσκο διοχετεύει απίστευτη ζωή και τρέλα σε αυτό το παραλήρημα. Είναι να θαυμάζει κανείς πώς παραδίδει στην πλατεία την ολομέτωπη  επίθεσή του ενάντια στην αποδεκατισμένη φόρμα του λόγου, ενάντια σε όλα αυτά τα κλισέ και τα κιτρινισμένα σλόγκαν.

Εάν ο Μπέκετ καταστρέφει τη γλώσσα με τη σιωπή, ο Ιονέσκο την καταστρέφει με την ακατάσχετη φλυαρία. Όσο πιο πολύ μιλάνε οι δύο ήρωές του (ιδίως ο Καθηγητής) τόσο πιο πολύ βασανίζουν τη γλώσσα, καταργούν κάθε νόημα.

2

Η παράσταση

Ο Βασίλης Βασιλάκης φαίνεται γλυκάθηκε από την επιτυχία που είχε η σκηνοθεσία της «Φαλακρής τραγουδίστριας», κι έτσι πήρε το δεύτερο μονόπραχτο του Ιονέσκο από το ίδιο «πακέτο» και επιχείρησε να μας ξανακεντρίσει το ενδιαφέρον για τα παράλογα της ζωής (στη σκηνή και πάλι του Black Box). Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν απλά ο σκηνοθέτης, αλλά και ο απόλυτος πρωταγωνιστής, ο καθηγητής.

Ως σκηνοθέτης δεν καινοτόμησε, δεν πρότεινε, δεν «εκμοντέρνισε». Αλλά ούτε και απορφάνισε το έργο από τα στοιχειώδη υποστηρίγματά του. Βρήκε αβάντες και το έσπρωξε εκεί που ήθελε, σ’ ένα επικοινωνιακό ξέφωτο. Και αυτό το έκανε με μέτρο και ευθύτητα. Στα μείον βάζω τον τρόπο που διαχειρίστηκε τη σκηνή του παροξυσμού στο δεύτερο μέρος. Πολύ ανέμπνευστη τη βρήκα. Η κοιλιά της παράστασης.

Ως ο «καθηγητής» του στόρι, εξαιρώντας την παραπάνω σκηνή, έπαιξε την τρέλα του ήρωά του με μπρίο και καλή ενέργεια. Ιδιως στους πιο επικίνδυνους μονολόγους, χρωμάτισε τις λέξεις και μας τις παρέδωσε λείες και «σημαίνουσες» στην πλατεία.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ως αποδέκτης της συμπεριφοράς του, η Ντία Ζούρα κράτησε ισορροπίες. Σωστά έπραξε και δεν εκβίασε το γέλιο, δεν πιέστηκε να φανεί παράλογη, δεν βιάστηκε. Εάν εξαιρέσει κανείς κάποιες μεμονωμένες στιγμές όπου υποκριτικά έδειχνε κάπως αμήχανη (κυρίως απέναντι στους μονολόγους του καθηγητή) ως συνολική εικόνα ήταν μέσα στο έργο, θετική παρουσία. Μοναδική μουντζούρα (που δεν φταίει αυτή) το παντελώς αχρείαστο εξεντρίκ χτένισμα. Προς τι; Γιατί μια τόσο εύκολη εικονοποίηση της ανθρώπινης στρέβλωσης και της γελοιότητας; Από τη στιγμή που υπάρχει ο λόγος, όλα τα άλλα είναι περιττ;a. Η Ειρήνη Καράογλου έκανε αυτό που της ζητήθηκε: μια mamma type οικονόμο.

Συμπέρασμα: μια παράσταση που δεν προβάλλει κάτι καινούργιο, αλλά σε κερδίζει μέσα από την ειλικρίνεια των επιτελεστικών της υλικών.

3

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα