Εκθέσεις

Κινούμενη Εικόνα και Αρχιτεκτονική: Βιογραφίες χώρων της Θεσσαλονίκης

Μια παρουσίαση με αφορμή την εκδήλωση/προβολή: «9 Αρχιτεκτονικά Βλέμματα: Φοιτητικά Ντοκιμαντέρ για την Πόλη και την Αρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη».

Parallaxi
κινούμενη-εικόνα-και-αρχιτεκτονική-β-200543
Parallaxi
Στιγμιότυπο από το έργο «ΤΕΛΙΚΑ ΜΑΣ ΔΙΑΛΕΓΟΥΝ;»με τον αρχιτέκτονα Τάσο Τυρίμο στο φροντιστήριο «Μορφές», στην‘Ίωνος Δραγούμη 35 και Πάϊκου.

Λέξεις: Σταύρος Αλιφραγκής, Δρ. Αρχιτέκτων Μηχανικός

Μια παρουσίαση με αφορμή την εκδήλωση/προβολή: «9 Αρχιτεκτονικά Βλέμματα: Φοιτητικά Ντοκιμαντέρ για την Πόλη και την Αρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη» που πραγματοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος των παράλληλων εκδηλώσεων της έκθεσης «Πανεπιστημιού-Πολή Α.Π.Θ. 90+ Χρόνια Λειτουργίας, 100+ Χρόνια Σχεδιασμού».

Ο κινηματογράφος τεκμηρίωσης υπήρξε διαχρονικά το καλλιτεχνικό και επιστημονικό πεδίο γόνιμων πειραματισμών με τα εκφραστικά μέσα της κινηματογραφικής γλώσσας και της οπτικής επικοινωνίας, αντλώντας στοιχεία τόσο από τον πειραματικό όσο και από τον αφηγηματικό κινηματογράφο μυθοπλασίας. Η δημιουργική ώσμωση ανάμεσα στον αρχιτεκτονικό χώρο ως αναπαράστασηκαι την εκφραστική δεινότητα της κινούμενης εικόνας καλλιεργείται νωρίς, ήδη από τη δεκαετία του 1930, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη συνεργασία του Γάλλου σκηνοθέτη Pierre Chenal (1904-1990) με τον Le Corbusier για την παραγωγή του L’ Architecture d’aujour d’hui (Γαλλία, 1930, 19’, α/μ). Το πρώτο μέρος της τριλογίας του Chenal για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική «εισήγαγε» σύμφωνα με τον κατάλογο της έκθεσης Construirel’ Image: Le Corbusieret la Photographie (Musée des Beaux-Arts, La Chaux-de-Fonds, 2012) «νέες κατευθύνσεις στην οπτική επικοινωνία του έργου του Le Corbusier». Πρόκειται για μία σχέση που ξεκινά μονομερώς, με την αρχιτεκτονική να «εκμεταλλεύεται» τις επικοινωνιακές δυνατότητες του κινηματογράφου, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο κατάλογος, για να προπαγανδίσει -στη μεσοπολεμική Ευρώπη- τις τεχνολογικές και αισθητικές κατακτήσεις του μοντερνισμού. Σύντομα, όμως, η σχέση εξελίσσεται σε ισότιμη, καθώς αρχιτεκτονική και κινούμενη εικόνα ωφελούνται αμοιβαία με αμφίδρομες ανταλλαγές μεθοδολογικών εργαλείων, πρακτικών και προσεγγίσεων. Ενδεικτικά παραδείγματα της αλληλεπίδρασης αυτής συνιστούν τα τεχνητά τοπία πληροφοριακών ροών της Zaha Hadid (βλέπε το Landesgartenschau, Weil am Rhein, 1996-9), οι πειραματικές αναδιατυπώσεις εννοιών και τεχνικών εν είδει κινηματογραφικών σεναρίων και αφηγηματικών ενοτήτων (σεκάνς) του Bernard Tschumi (βλέπε The Fight, 1977; Psycho Dissolve, 1977; Domino Distortion, 1979), η «ανάγνωση» της Ακρόπολης των Αθηνών ως το αρχαιότερο φιλμ από τον Sergei Eisenstein(βλέπε Montage and Architecture, 1938) και τον παραλληλισμό των αρχιτεκτονικών προγραμμάτων με τις κινηματογραφικές πλοκές του Rem Koolhaas (βλέπε Delirious New York: A Retroactive Manifesto for Manhattan, 1994). Στον αντίποδα αυτής της «κινηματογραφικής αρχιτεκτονικής» μπορεί κανείς να αντιπαραβάλει έναν «αρχιτεκτονημένο κινηματογράφο», όπως αυτός υλοποιείται μέσα από τον προβληματισμό για τα αστικά τοπία του μοντερνισμού στα έργα του Michelangelo Antonioni (βλέπε την τριλογία L’ Avventura, Ιταλία. Γαλλία, 1960, 143’. α/μ; La Notte, Ιταλία, Γαλλία, 1961, 115’, α/μ καιL’ Eclisse, Ιταλία, Γαλλία, 1962, 126’, α/μ) και την ιδιαίτερη κινηματογράφηση του Wes Anderson με πλάνα/κατακόρυφες και οριζόντιες τομές στο The Grand Budapest Hotel (ΗΠΑ, Γερμανία, ΗΒ, 2014, 99΄, έγχρωμο).

Το μάθημα «Το Ντοκιμαντέρ στην Αρχιτεκτονική»,όπως προσφέρθηκε στις φοιτήτριες και τους φοιτητές του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατά το χειμερινό ακαδημαϊκό εξάμηνο 2016-7, επιχείρησε να διαπλέξει δημιουργικά τρεις αλληλένδετες λειτουργίες της κινούμενης εικόνας ως προς τη σχέση της με τις χωρικές αναπαραστάσεις.

Η πρώτη λειτουργία αφορά στη δυνατότητα του κινηματογράφου τεκμηρίωσης να «εξηγεί» δυναμικά φαινόμενα για τον χώρο και την πόλη. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο ιστορικός και κριτικός της αρχιτεκτονικής Sigfried Giedion, σχολιάζοντας το έργο του Le Corbusier, σημειώνει πως: «μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να κάνει τη νέα αρχιτεκτονική εύληπτη» (Bauen in Frankreich, Bauen in Eisen, Bauen in Eisenbeton, 1923-8).[1] Στην προκειμένη περίπτωση, ως «νέα αρχιτεκτονική» λογίζεται το παράδειγμα του μοντερνισμού που αναδεικνύεται ως το κυρίαρχο αρχιτεκτονικό ιδίωμα της εποχής του. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι και κινηματογραφιστές διατηρούσαν κοινούς δεσμούς, με αποκορύφωμα την παράλληλη διοργάνωση του CIAMIII (Congrès International del’Architecture Moderne)και του CICIII (Congrès International du Cinéma Indépendant [et Moderne]) στις Βρυξέλλες το 1930.Όμως, σύμφωνα με μία πιο διασταλτική ερμηνεία της φράσης του Giedion, μόνο η κινούμενη εικόνα μπορεί να καταστήσει κάθε νέα αρχιτεκτονική πιο εύληπτη. Η διάσταση αυτή του κινηματογράφου τεκμηρίωσης, ιδιαίτερα διαδεδομένη τα τελευταία χρόνια με την παραγωγή σημαντικών ντοκιμαντέρ για αρχιτέκτονες και μεμονωμένα έργα, ισοδυναμεί με τη σύνταξη επιστημονικών δοκιμίων για την αρχιτεκτονική και την πόλη, όπου αντί για στοιχειοθετημένος λόγος χρησιμοποιείται η επικοινωνιακή δεινότητα της κινούμενης εικόνας, ώστε η υλοποιημένη αρχιτεκτονική και η σχέση της με τον άνθρωπο και το περιβάλλον να γίνει κτήμα της κοινωνίας.[2]

Οι αναπαραστάσεις της αρχιτεκτονικής και της πόλης στον κινηματογράφο τεκμηρίωσης, ως τεκμήρια του παρελθόντος αλλά και φορείς χωρικά και ιστορικά προσδιορισμένου νοήματος, οριοθετούν σήμερα ένα πολύτιμο και ελάχιστα μελετημένο πεδίο για τη μελέτη, ανάλυση και κατανόηση του αστικού τοπίου. Ο προσδιορισμός της μεθοδολογικής εργαλειοθήκης που επιτρέπει στον αρχιτέκτονα/ερευνητή να αποκωδικοποιήσει την κινούμενη εικόνα -ενεργοποιώντας πολλαπλά ερμηνευτικά σχήματα- στο πλαίσιο μία αρχαιολογικής διερεύνησης του ιστορικού παρελθόντος αποτέλεσε το δεύτερο ζητούμενο του μαθήματος «Το Ντοκιμαντέρ στην Αρχιτεκτονική». Πρόκειται για μία λειτουργία που καθιστά την κινούμενη εικόνα ισότιμο συνομιλητή -παράλληλα με τα κείμενα, τα σχέδια και τα κτίρια- στη συστηματική ανάδυση ενός συγκροτημένου λόγου περί αρχιτεκτονικής ιστορίας και θεωρίας. Η τάση αυτή αποτυπώνεται στη διεθνή βιβλιογραφία τόσο σε σχέση με τη μελέτη της γενικής ιστορίας(βλέπε για παράδειγμα το Slaves on Screen: Film and Historical Vision της ιστορικού Natalie Zemon Davis, 2002), της ιστορίας της τέχνης (βλέπε για παράδειγμα το History and its Images: Art and the Interpretation of the Past του ιστορικού τέχνης Francis Haskell, 1993) όσο και σε σχέση με την ιστορία και ιστοριογραφία της αρχιτεκτονικής (βλέπε για παράδειγμα τοκεφάλαιο «Visuality and Architectural History»της BelginTuranOzkayaστο Rethinking Architectural Historiography, 2006, σ.183-199).

Η «εξήγηση» της υλοποιημένες αρχιτεκτονικής μέσα από την κινούμενη εικόνα και τον ήχο από τη μια και η ανάλυση και ερμηνεία των πολλαπλών -συμπληρωματικών ή αντικρουόμενων- ανακατασκευών της αρχιτεκτονικής και της πόλης από την άλλη δεν εξαντλούν τις δυνατές λειτουργίες του κινηματογράφου τεκμηρίωσης ως προς τη σχέση του με τον αρχιτεκτονημένο χώρο. Η εξοικείωση του αρχιτέκτονα/συνθέτη με τη γλώσσα του κινηματογράφου για την εικονογράφηση νέων χωρικών ποιοτήτων στο πλαίσιο της συνθετικής διαδικασίας, με ή χωρίς τη διαμεσολάβηση του σχεδίου στις διαφορετικές μορφές του (μουτζούρα, σκίτσο, διάγραμμα, οργανόγραμμα, δισδιάστατο σχέδιο, τρισδιάστατη αναπαράσταση, κλπ.), συνθέτει την τρίτη λειτουργία του ντοκιμαντέρ, στην οποία εντρύφησε το μάθημα. Παράμετροι, όπως η κλίμακα του πλάνου (κοντινό, μεσαίο, γενικό, κλπ.), η διάρκεια του πλάνου, οι συνθετικοί/οργανωτικοί άξονες, η θέση του κινηματογραφικού φακού και η κίνησή του στο χώρο, οι πρωταγωνιστές και οι σχετικές τους θέσεις, κ.α. στοιχειοθετούν το μικρόκοσμο των επιμέρους χειρισμών του κινηματογραφιστή/αρχιτέκτονα στην προσπάθειά του αφενός να νοηματοδοτήσει εκ νέου το δομημένο περιβάλλον με εργαλείο την κινηματογραφική γλώσσα και αφετέρου να επικοινωνήσει τα νοήματα αυτά στην κοινότητα των ειδικών και μη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λογικής είναι το ντοκιμαντέρ του Γάλλου σκηνοθέτη Alain Resnais με τίτλο Toute la Mémoire du Monde (Γαλλία, 1957, 21’, α/μ), όπου ο δημιουργός παράγει ένα δοκίμιο εικόνας και ήχου για το αρχείο και την ανθρώπινη γνώση με αφορμή την παρουσίαση του κτιρίου Richelieu της Bibliothèque Nationale στο Παρίσι.

Διαβάστε περισσότερα για την εκδήλωση εδώ

*Ο Σταύρος Αλιφραγκής είναι αρχιτέκτων μηχανικός με προπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ (2002), μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου του Cambridge (MPhil «Architecture and the Moving Image», 2003) και τη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ (ΜΔΕ «Σχεδιασμός – Χώρος – Πολιτισμός», 2004), διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου του Cambridge (2010) και μεταδιδακτορική έρευνα στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (2012). Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα στρέφονται γύρω από την ιστορική/διαχρονική μελέτη των αναπαραστατικών μηχανισμών και των αφηγηματικών δομών του χώρου μέσα από το σχέδιο, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Έχει συμμετοχές σε συνέδρια ενώ κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά και βιβλία. Έχει διδάξει σχέδιο στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, ιστορία της αρχιτεκτονικής και της τέχνης στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, αναπαραστάσεις της αρχιτεκτονικής και της πόλης στα Τμήματα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του Πανεπιστημίου Πατρών και ιστορία της αρχιτεκτονικής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

[1] Ο Giedion, στην αγγλική μετάφραση, αναφέρει: «Stillphotographydoesnotcapture [τηνεναλλαγήμεταξύκενούκαιπλήρουςστηνπερίπτωσηκατοικιώνσεσειρά] clearly.One would have to accompany the eye as it moves: only film can make the new architecture intelligible!» (Giedion, 1995 [1923-8]: σ.176).

[2] Οι σχετικοί τίτλοι είναι πολλοί. Εξίσου μεγάλη είναι και η ποικιλία των προσεγγίσεων (κριτική παρουσίαση, επιτόπια έρευνα, έρευνα αρχείου, συνεντεύξεις δημιουργών, συνεντεύξεις χρηστών, κλπ.). Ενδεικτικά αναφέρω, χωρίς περισσότερες πληροφορίες, τα: Visual Acoustics: The Modernism of Julius Shulman (Eric Bricker, 2008), The Pruitt-Igoe Myth (Chad Freidrichs, 2011), First Person Singular: I.M. Pei (Peter Rosen, 1997), Rem Koolhaas: A Kind of Architect (Markus Heidingsfelder, Min Tesch, 2008) αλλά και την ενδιαφέρουσα σειρά ντοκιμαντέρ της ΕΤ1 «Πορτραίτα και Διαδρομές Ελλήνων Αρχιτεκτόνων» που επιχείρησε να καλύψει μερικώς ένα σχετικό κενό στην εγχώρια παραγωγή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το φαινόμενο των δεκάδων νέων φεστιβάλ αρχιτεκτονικής και κινούμενης εικόνας που περιγράφουν μία ανθούσα, ειδική περιοχή της βιομηχανίας του θεάματος. Πιο γνωστό ίσως είναι το Architecture Film Festival Rotterdam που από το 2000 προβάλει τη διεθνή κινηματογραφική παραγωγή έργων με αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον (μυθοπλασία, ντοκιμαντέρ, πειραματικός κινηματογράφος) υπό την καθοδήγηση του Ολλανδού αρχιτέκτονα και κινηματογραφιστή Jord den Hollander.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα